10 συγκινητικά ποιήματα για τη μαμά

10 ποιήματα αφιερωμένα στη μαμά.

μαμά-ποιήματα Φωτογραφία από Pixabay (pexels.com)

Μητέρα, μανούλα, μαμά.

Δεν υπάρχει άλλο άτομο στη ζωή μας που να έχει τόση σημασία για εμάς και δε χρειάζεται να περιμένουμε τη γιορτή της μητέρας, για να εκδηλώσουμε την αγάπη, τη φροντίδα και την ευγνωμοσύνη μας στις γυναίκες που μας έφεραν στον κόσμο και μας μεγάλωσαν.

Και εάν τυχόν δεν υπάρχουν πλέον στην καθημερινότητά μας, είναι όμορφο να έχουμε στιγμές με αναμνήσεις που φέρνουν χαμόγελο, στέλνοντας την αγάπη μας ως ενέργεια προς το σύμπαν.

Η μητέρα ανέκαθεν αποτελούσε κεντρικό πρόσωπο και κορμό της τέχνης και δη, της ποίησης.

10 συγκινητικά ποιήματα για τη μαμά

Δες τα αναλυτικά:

Κική Δημουλά | Βιογραφικός πίνακας
[Στη μάνα μου]

Το σπίτι
κοιτάζει τον δημόσιο δρόμο
και τη θάλασσα
με λογική τεσσάρων παραθύρων,
χαμογελώντας στερεότυπα
μ’ένα πλατύ πορτοκαλί
μπαλκόνι.

Σ’αυτό το μπαλκόνι
σ’αυτό το χαμόγελο
τ’απογεύματα, η μάνα μου
το δυσανάγνωστό της πρόσωπο
εκθέτει.

Ο χρόνος το συνέγραψε
χωρίς έξαρση
από νύχτα σε νύχτα
σε γλώσσα πόνου ρέουσα
γεμίζοντας
κατεβατά φθοράς.
Κι ούτε ένα λάθος γέλιου.

Κάθεται
άκρη άκρη στην καρέκλα
να μην επιβαρύνει το απόγευμα
μ’όλο το βάρος της κατάκοιτης καρδιάς της,
ίσα ίσα να υπάρχει
σταματημένη μέσα στη ζωή της
από μιάν άπνοια τύχης,
ίσα ίσα για ν΄αντέξει τώρα
της έκπληξής της το σπασμό:

«Υπάρχουν θάλασσες
καράβια νευρικά
που σπρώχνουν λύσεις
στο ανεμπόδιστο;
Και άνεμοι που ξεριζώνουνε τα στάσιμα;
Κι αυτά τα εύληπτα που πίνει χρώματα
το αλκοολικό απόγευμα
υπάρχουν; «Δεν το ‘ξερε.
Δεν το ‘ξερε η ζωή της.

Τώρα
αποτολμά μιά κίνηση παράξενη:
λίγο το σώμα ρίχνει εμπρός,
το ξαναφέρνει πίσω,
βαριά κωπηλασία μνήμης κάνει,
γιαλό γιαλό τα δάκρυά της.

Σιγά σιγά
απόγευμα, πρόσωπο και μπαλκόνι
από το σούρουπο υποσκάπτονται.
Το σχήμα τους παραφρονεί.
Σε χώρο θάμπους κλείνονται
να μην μπορούν να μπουν άλλο τα μάτια μας.
Νυχτώνει.

μαμά-ποιήματα

Φωτογραφία από Andrea Piacquadio (pexels.com)

Μαρία Πολυδούρη | Μητέρα μου, πόσο φριχτά βαραίνει…

Μητέρα μου, πόσο φριχτὰ βαραίνει
ἡ μοίρα σου στὸ νεανικό μου στῆθος!
Ὅλοι μου οἱ πόνοι καταφεύγουν πλῆθος
γύρω στὴ θύμησή σου ποὺ πικραίνει.

Ἐμένα, ποὺ σὲ δέχτηκα εὐλογία
κ᾿ ἔγινα τὸ θαυμάσιο ὁμοίωμά σου,
ἂς μὲ δεχτεί σὰ νάμαι ἁμάρτημά σου
ἡ μνήμη σου, μαρτυρικὴ κι ἁγία.

Στὴ μοίρα σου, ποὺ γνώρισα σὲ μένα,
τὴ σπαραγμένη σκέψη μου προσφέρω.
Μὰ στὴν καρδιά μου μόνο ἐγὼ θὰ ξέρω
πόσους μετροῦν νεκροὺς τ’ ἀγαπημένα.

Μητέρα μου, πόσο μοῦ λείπεις τώρα
ποὺ πνιχτικό, βαρὺ σκότος θὰ γίνει
στὴ μάταιη ζωή μου ποὺ ὅλο σβήνει!..
Ἄχ, πῶς μοῦ λείπεις σὲ μία τέτιαν ὥρα!

(Από την Ανθολογία του Η.Ν. Αποστολίδη, 1708-1959, εκδόσεις Εστία)

Μιχάλης Μελαχροινούδης | καλοκαίρι

στον έρημο δρόμο
μεσημέρι Κυριακής
τρεις, τρεις και κάτι
στη λαύρα την καλοκαιρινή
εκεί στο δεντρί το μαραμένο
σβήνεις την κούραση
με λίγο νερό στα χείλη

τα μαλλιά σου ένα με το πρόσωπο
κολλάνε
στα πρησμένα πόδια
παντόφλα ξεχαρβαλωμένη
χαϊδεύεις το μεροκάματο,
αχ και πόσο να κρατήσει
το αύριο εδώ είναι

μακάρι να σε περιμένει
ένα πιάτο φαΐ στο σπίτι
μια αγκαλιά
γλυκό φιλί
πριν κλείσεις τα μάτια
και παραδώσεις κορμί και νου στο στρώμα,
μάνα.

Διονύσιος Σολωμός | Η τρελή μάνα ή το κοιμητήριο
(απόσπασμα)

«Τώρα που η ξάστερη
νύχτα μονάχους
μας ηύρε απάντεχα,
και εκεί στους βράχους

σχίζεται η θάλασσα
σιγαλινά.

Τώρα που ανοίγεται
κάθε καρδία
στη λύπη,ακούσετε
μιαν ιστορία,
που την αισθάνονται
τα σωθικά.

Σε κοιμητήριο
είναι στημένα
δύο κυπαρίσσια
αδελφωμένα
που πρασινίζουνε
μες στους σταυρούς.

Όταν μεσάνυχτα
καταβουίζουν
οι άνεμοι, αν τα’ βλεπες
πώς κυματίζουν,
έλεες πως κράζουνε
τους ζωντανούς.

Δύο αδέλφια δύστυχα
κοιμούνται κάτου
τον ανεξύπνητον
ύπνο θανάτου
κι έχασε η μάνα τους
τα λογικά.

μαμά-ποιήματα

Φωτογραφία από Yan Krukau (pexels.com)

Γεώργιος Βιζυηνός | Η μητέρα

Πώς να πειράξω τη μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;

Πώς ν’ αρνηθώ ή ν ‘ αναβάλω
ό,τι ορίζει κι απαιτεί,
αφού στη γη δεν έχω άλλο
κανένα φίλο σαν αυτή;

Αυτή στα στήθη τα γλυκά της
με είχε βρέφος απαλό,
με κάθιζε στα γόνατά της
και μ’ έμαθε να ομιλώ.

Αυτή με τρέφει και με ντύνει
όλο το χρόνο που γυρνά,
και δίπλα στη μικρή μου κλίνη,
σαν αρρωστήσω ξαγρυπνά.

Αυτή σαν πέσω και χτυπήσω
φιλά να γειάνει την πληγή.
Αυτή, τι πρέπει να αφήσω
και τι να κάμω μ’΄οδηγεί.

Πώς το λοιπόν τέτοια μητέρα
να κάμω εγώ να λυπηθεί,
που όλη νύχτα κι όλη μέρα
για το καλό μου προσπαθεί;

Γιώργος Ιωάννου | Σαν τη μητέρα, αλήθεια

«Πηγαίνει αργά στο σινεμά,
μάλιστα στον εξώστη.
Σ’ έργα κατά προτίμηση, βουβά
και θαμπωμένα. Κι εκεί
– μέσα στους τόσους εξευτελισμούς –
η μόνη του χαρά να βλέπει τις γυναίκες
της γενιάς γύρω απ’ το τριάντα.
Με κείνα τα βαθιά καπέλα,
με τις σειρές τα περιδέραια,
τα μάτια, τα κοντά μαλλιά∙
με τις ψιλές γλυκιές φωνές,
με τις κινήσεις τους τις μητρικές.

Σαν τη μητέρα, αλήθεια∙
σαν τη μάνα του
των πρώτων παιδικών του χρόνων…

Τότε που τον φωνάζανε μοναχογιό.

Ντίνος Χριστιανόπουλος | Ποιήματα για τη μάνα, μητέρα, μαμά: Τύψεις

«Όσο περνούν οι μέρες και μακραίνει
η ηλικία της σεμνότητας, αισθάνομαι
τις ανεπαίσθητες ραγισματιές εντός μου
από νύχτα σε νύχτα να πληθαίνουν.

Δρόμοι που πήρα με χαμηλωμένα μάτια
φώτα που πέσαν πάνω μου ανηλέητα,
λόγια πιο πρόστυχα κι απ’ τις χειρονομίες.

Μα πιο πολύ, η όψη της μητέρας μου
όταν γυρνώ αργά το βράδυ και τη βρίσκω
μ’ ένα βιβλίο στο χέρι να προσμένει
βουβή, ξαγρυπνισμένη και χλωμή.

Κώστας Καρυωτάκης | Ξεπροβόδισμα

— Ἀγάπη μου, ἤσουνα παιδί· παιδί μου, εἶσαι ἄντρας τώρα·
σῦρε, ἀκριβέ μου, στὸ καλό, μὴ σὲ προφτάσει ἡ μπόρα.

— Μάνα μου, κοίτα, ἐνύχτωσε· πῶς νὰ κινήσω; βρέχει·
μάνα, μιὰ θλίψη μὲ κρατεῖ καὶ μία τρομάρα μ᾿ ἔχει.

— Παιδί μου, ὅλοι θὰ φύγουνε· κι ἂν μείνεις τελευταῖος;
σῦρε· καὶ πάντα νά ῾σαι ὄρθιος καὶ πάντα νά ῾σαι ὡραῖος.

— Μάνα, ὁ χειμῶνας ρυάζεται κ᾿ ἡ νύχτα ἀγκομαχάει·
μὲ δένει, μάνα, μιὰ ντροπή, κ᾿ ἕνας καημὸς μὲ πάει.

— Βλέπε, παιδί μου, πάντα ὀμπρός. Τὸ χτὲς μὴ σὲ πικραίνει.
Τώρα ἡ ζωὴ σὰν ἄλογο στὴν πόρτα σὲ προσμένει.

— Μάνα, οἱ ἄνεμοι ρίξανε τοῦ δρόμου τὸ πλατάνι·
μὲ τρώει, μανούλα, ἡ θύμηση, κι ὁ πόνος μὲ δαγκάνει.

— Παιδί μου, ὅλου θὰ φύγουνε· κι ἂν μείνεις τελευταῖος;
σῦρε· καὶ πάντα νά ῾σαι ὀρθὸς καὶ πάντα νά ῾σαι ὡραῖος.

— Μάνα μου, κοίτα, ἐνύχτωσε· πῶς νὰ κινήσω; βρέχει·
μάνα, μιὰ θλίψη μὲ κρατεῖ καὶ μία τρομάρα μ᾿ ἔχει.

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ | Η μάνα μου κι ο Σατανάς

Τη μεγάλη Παρασκευή

η Παναγιά ξαναγίνεται το πρόσωπο της ημέρας

και η δική μου μάνα ξεμαρμαρώνει.

Δε φοράει πια εκείνο το ροζ

που τη θάψανε

κι ούτε κατεβαίνει ολοένα

με το κουτί της μαζί.

Τη Μεγάλη Παρασκευή

η μάνα μου ζωντανή, ζεστή σαν το κερί

φοράει το τετριμμένο και μαζί το άλλο.

Το νύχι της το προτελευταίο

παχουλό στις άκρες σαν το δικό μου

άγνωστη

όταν κρυφοσκεπτόταν

και κρυφοαμάρτανε

μακριά μου

σαν άρχιζε τον ατέλειωτο θάνατό της

Κ.Π. Καβάφης | Δέησις

Η θάλασσα στα βάθη της πήρ’ έναν ναύτη.—
H μάνα του, ανήξερη, πηαίνει κι ανάφτει

στην Παναγία μπροστά ένα υψηλό κερί
για να επιστρέψει γρήγορα και να ’ν’ καλοί καιροί—

και όλο προς τον άνεμο στήνει τ’ αυτί.
Aλλά ενώ προσεύχεται και δέεται αυτή,

η εικών ακούει, σοβαρή και λυπημένη,
ξεύροντας πως δεν θα ’λθει πια ο υιός που περιμένει.

Μαρία Αθανασοπούλου | Στη μητέρα μου

Πολλά, πάρα πολλά
αμέτρητα τα χρόνια ψάχνοντάς σε
μέσα μου σε βρίσκω
στην απόλυτη μεγάλη απουσία σου
που ίδια παραμένει
αντίδοτο βρήκα
δίχως σου
για να μπορέσω
ε κ ε ί
στης φύσης την ομορφιά

όπως τότε
θυμάσαι σε συνόδευα το σούρουπο
σε κείνο τον περίπατο
κατηφορίζοντας στη θάλασσα
κι οι μυρωδιές στους φράχτες
τραντάζαν τον αγέρα
από τις μελωδίες του Μάνου
όμορφη, γλυκιά
να ξεπροβάλλεις

τις φτερούγες σου απλώνω
από κάτω μπαίνω
τα δύσκολά μου να ξορκίσω
συχνά έλεγες θα βλέπεις από κει
και εγώ σε θέλω χαρούμενη
χαρούμενη και γελαστή

τα μάτια σου ποτέ να μη δακρύζουν
στη γεύση από τα φρέσκα φασολάκια
η μοναδική
η ανυπέρβλητη τέχνη σου
μαγικά τα έκανε
δυο-τρεις φορές μόνο κατάφερα να την πετύχω
παρότι λένε μαγειρεύω καλά
στων Χριστουγέννων και στης Πρωτοχρονιάς τις μυρωδιές
στης Μεγαλοβδομάδας την υπαινικτική κατάνυξη

να συλλογιέσαι αυτού του κόσμου τους κατατρεγμένους
τους δικούς σου τους ξενιτεμένους
από την υπομονή
τη διακριτικότητα και την ευγένεια
δικά σου όλα αυτά

αρμέγω ακόμα
πυξίδα τα κάνω
όταν και όπου χρειαστεί
από τη δική σου στάση προσπαθώ
τα πώς και τα γιατί να εξηγήσω.

Υ.Γ.: Από καιρό ήθελα να σου γράψω
δεν το τολμούσα
κάτι με κράταγε.
Ωριμάσανε μέσα μου
ήρθε η ώρα
η κατάλληλη στιγμή.
Όλα, όλα θέλουνε το δικό τους χρόνο.

(15.5.2020)

Όλες οι ειδήσεις άμεσα μέσα από το Google News. Κάντε κλικ εδώ και κάντε εγγραφή

Άμεση ενημέρωση με όλες τις ειδήσεις τώρα και μέσω WhatsApp - Δες εδω


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ