Τέταρτος και καταμουσκεμένος

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Ελληνας κολυμβητής τέταρτος σε ολυμπιακό τελικό. Κανονικά θα έπρεπε να είχε ξυπνήσει ο Μαρμαρωμένος και να μας παραδώσει την Πόλη Ερντογάν αύτανδρη, με είκοσι εκατομμύρια Τούρκους που θα ξεκινούσαν μαθήματα ελληνικών. Αλλά εμείς διαπληκτιζόμαστε για την τελετή έναρξης της Παρασκευής. Δεν του κοψε του χριστιανού του σκηνοθέτη να βάλει τον Μάστορα ως Καζαντζίδη να τραγουδήσει Σηκουάνα- αγάπη γλυκιά μου, οπότε και μπορεί να την εγκρίναμε περισσότερο.

Συμφωνήσαμε φυσικά ότι η καλύτερη τελετή έναρξης ήταν η δική μας. Όταν λέμε «δική μας», βέβαια, εννοούμε εκείνην για την οποία είχε παλέψει ο Παπαϊωάννου με μερικούς ακόμα μοναχικούς λύκους. Αυτή είναι η ασφαλέστερη μορφή συνεκδοχής:

Το μέρος αντί του όλου. Του Παπαϊωάννου για την Αθήνα 2004, άρα η δική μας. Ζήτω μας. Λίγο παραπάνω σουτ να’ παιρνε πάνω του ο Καλάθης για να παίρνει καμιά ανάσα ο Γιάννης, θα είχαμε να λέγαμε τώρα. Πλέον πρέπει να κερδίσουμε την Αυστραλία. Κάποια ήπειρος θα μας κάτσει, δεν μπορεί.

Δεν ξέραμε τι να πρωτοχαζέψουμε. Τον κολυμβητή μας που ήρθε τέταρτος στον κόσμο ή τη ζοχάδα του που του έφυγε το μετάλλιο από τα χέρι, όπως από τα δαχτύλια το νερό, που θα γραφε ο Ρίτσος αν ζούσε και αν ασχολείτο με την κολύμβηση. Βρε συ, είμαστε περήφανοι για σένα, να του λέει η δημοσιογράφος, μεθερμηνεύοντας το δημόσιο αίσθημα- ή τέλος πάντων το αίσθημα των φιλάθλων που σκαμπάζουν από τη δυσκολία και την ιστορία του αθλήματος σε σχέση με τη χλωμή εθνική παράδοση. Τίποτε εκείνος. Να τη βράσει την περηφάνια μας. Διότι ναι μεν ήξερε καλύτερα από εμάς για τη χλωμάδα και την ιστορία που λέγαμε. Ηξερε όμως και τον εαυτό του. Ενοιωθε ότι το μετάλλιο ήταν στις δυνατότητές του, το ονειρευόταν, πρόβαρε τα λόγια του όπως οι ηθοποιοί τη βραδιά πριν τα όσκαρ. Αλλά ο θεός Διόνυσος της τελετής έριξε το όσκαρ στο δίπλα κουλουάρ.

Συνεδριάζουν τώρα οι θεοί στον Ολυμπο. Τι πρέπει στον αθλητή που ενώ ήρθε 4ος με το εθνόσημο μιας χώρας που η μέγιστη επιτυχία της- του πόλο εξαιρουμένου- στο νερό ήταν τα κατορθώματα του Υποβρυχίου Παπανικολής, και αντί να λάμπει αυτοοικτίρεται; Τιμωρία για Υβρι και Αγνωμοσύνη; Ή μήπως τιμή και δόξα για τη λεβεντιά των Υψηλών Απαιτήσεων από τον εαυτό του, που δεν φύτρωσαν στο λιβάδι της αλαφροϊσκιωτης αμεριμνησίας και του ξεβράκωτου μεγαλοϊδεατισμού, αλλά ήρθαν σαν επακόλουθο ταλέντου, εξωπραγματικής προσωπικής δουλειάς και εγωισμού; Εμείς διαλέγουμε τη δεύτερη εκδοχή.

Για τον πρόσθετο λόγο ότι στο πρόσωπό του είδαμε έναν ακόμα Μοναχικό Λύκο. Τον αθλητή- τον άνθρωπο- που πασχίζει για το όραμά του ή την τρέλα του, με πίστη, πάθος και γενναιότητα. Στάζοντας νερά ακόμα, δεν αναζητούσε φταίχτες, αλλήθωρους κριτές ή κακόβουλα σκυλόψαρα. Είχε την κούρσα στο βίντεο του μυαλού του, ήξερε πως του ξέφυγε μια πατησιά στη στροφή, ένα σπάσιμο της μέσης, ένα χάσιμο της ορμής, δύο εκατοστά δευτερολέπτου. Ένα δέκατο δευτερολέπτου από το αργυρό μετάλλιο.

Για όλα αυτά μας μίλησε, μας χόρεψε και μας τραγούδησε η τελετή. Την οικουμενική ιδέα της διαχρονικής μάχης του ανθρώπου που κυνηγά το όραμα, το όνειρο, την καινοτόμα σύλληψη, την ιδεολογία, κόντρα στα φυσικά όρια και την περατότητά του, αλλά και του θαύματος της συλλογικότητας και της συνεργασίας μέσα από την οποία ο θρίαμβος του ενός γίνεται κτήμα και πολιτισμός των πολλών. Ο ένας ανοίγει τους δρόμους, είτε σαν αθλητής είτε σαν διανοητής είτε σαν επαναστάτης είτε σαν εξερευνητής, εφευρέτης, καλλιτέχνης, και πίσω του ακολουθούν με χορούς, τραγούδια, διαπληκτισμούς, αλληλεγγύη και κοινούς κώδικες οι πολλοί, στο ποτάμι της ιστορίας και της ζωής. Καθώς εμείς ξέρουμε από καρναβάλι, έχουμε μια επιείκεια ως προς εκείνο που ήθελες να πεις, αλλά σου ξέφυγε, σου πέταξε, σου χάλασε, σου βράχηκε. Οι τελετές ποτέ δεν ήταν το θέμα. Το θέμα ήταν πάντα ο άνθρωπος, η ιστορία, η χαρά του και η λούμπα του. Ζήτω για τα μετάλλια που θα πάρουμε και για τα τρίποντα που χάσαμε. Στοιχιζόμαστε πίσω από τον αθλητή, και φαντασιωνόμαστε πως τρέχουμε ξοπίσω του, σαν τον σκύλο πίσω από το αυτοκίνητο.