Ηλιοβασιλέματα γεμάτα εξατμίσεις

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

ΚΑΥΣΩΝΑΣ

Για μια ακόμα φορά ο Αύγουστος σβήνει με το συμπέρασμα ότι τις καλοκαιρινές διακοπές καλύτερα να τις κάνεις χειμώνα. Διότι τότε θα βρεις φθηνά εισιτήρια και ελεύθερη ξαπλώστρα. Αλλοι ζήσαμε υπερτουρισμό: Μαζευόμαστε στην Οία να δούμε τον ήλιο να δύει περισσότερος κόσμος από όσος συγκεντρώνεται για να δει τον Ρονάλντο με την εκάστοτε νέα φανέλα του.

Και άλλοι περάσαμε τον καλοκαίρι διαβάζοντας καταγγελτικά ή εσχατολογικά άρθρα για το βούλιαγμα των νησιών μας. Ο,τι δεν κάνει η κοινή λογική, που σε αποτρέπει να παίρνεις άδεια τον Αύγουστο ανεξαρτήτως προορισμού (τον Αύγουστο δεν βρίσκεις ξαπλώστρα ούτε στο Ακταίο των Πατρών), θα το πετύχει ο κλιματολογικός παράγοντας.

Βαθμιαία η ξηρασία θα καταστήσει την έκθεση στους ήλιους φονική και τα νησιά μη κατοικήσιμους τόπους, παρεκτός εάν η αφαλάτωση δώσει τις λύσεις για την υδροδότηση και τις καλλιέργειες, κάτι για το οποίο δεν είμαστε σίγουροι εάν η πολιτική ηγεσία εργάζεται πυρετωδώς. Μας τρώει η ανάγκη να ανακοινώνουμε αποζημιώσεις για τους πυρόπληκτους της κάθε συγκυριακής καταστροφής, μαζί με νέο πακέτο προληπτικών μέτρων που θα φορτώνουν σε δημάρχους ευθύνες τις οποίες εκείνοι δεν αναλαμβάνουν, διότι στερούνται χρηματοδοτήσεων και προσωπικού, όπως πάντα διατείνονται. Και έχουν τα δίκια τους. Δίκια έχει και η κυβέρνηση. Στο τέλος κερδίζει το δίκιο της φωτιάς, όπως ξέρουμε.

Μέχρι πρότινος επιχαίραμε: Ουδέν φρικτόν αμιγές καλού, η ερημοποίηση παρατείνει τις ηλιόλουστες περιόδους του έτους, άρα θα μπορούμε να πουλάμε τουρισμό πέντε και πλέον μήνες το έτος. Τώρα διαπιστώνουμε ότι καλό είναι να έχεις επίσης ντους και αποχέτευση στους Κρανίου τόπους των διακοπών, τους οποίους ωστόσο οι επισκέπτες επιμένουν να κατακλύζουν, με τη λογική ότι εμείς για λίγες μέρες θα σταυρωθούμε. Μετά θα σηκώσουμε άγκυρα και θα αναληφθούμε. Βαθμιαία ωστόσο αρχίζεις να διερωτάσαι ποια διασκέδαση βρίσκεις στην ιδέα να ξαπλώνεις κάτω από μια ομπρέλα με έναν καφέ για τέσσερις ώρες και να πλατσουρίζεις κατά διαστήματα. Όπως επίσης ποια απόλαυση σου δίνει η μάχη να εντοπίσεις τραπεζάκι για να φας ή το σουλάτσο στις τεχνητά γραφικοποιημένες «χώρες»- ποδοπατημένες πρωτεύουσες των νησιών, αναζητώντας την αυθεντικότητα που τυραννούσε τους ξωμάχους κατοίκους τους τον καιρό της φτώχειας και της αναμέτρησης με τις φουρτούνες και τους αέρηδες.

Ο εξιδανικευμένος βιοτικός πρωτογονισμός γαληνεύει τον επισκέπτη που περιφέρεται στα σοκάκια κωφός απέναντι στους αναστεναγμούς και την απελπισία που έχει εγκλωβίσει στις ρύμες η μνήμη του μελτεμιού. Είναι εν τέλει άραγε το αγνό που μας γαληνεύει ή απλά η αποτσιμεντοποίηση της ψυχής μας, σε συνδυασμό με την παρδαλή άγνοια και νεοπλουτίστικη αμεριμνησία; Ισως είναι μια εκδοχή παιδισμού: Η επαφή με το νησί ξυπνά την ανάγκη μας να διεκδικούμε ρόλους σε επινοημένες σκηνές υποδυόμενη φαντασιακά τον ναυτικό, τον ψαρά, τον κυνηγό του Μόμπι Ντικ, τον καλλιεργητή της αμπέλου που οχυρώνει τα πρανή για να μην τα παίρνει ο διάολος όταν ο λόφος κατεβάζει νερό και λάσπη.

Μια νέα αντίληψη διακοπών. Την αναζητά κανείς; Περισσότερη κίνηση και αναζήτηση γνώσης, επαφή με το πραγματικό φυσικό περιβάλλον, άσκηση, ησυχία, ψυχαγωγία με υποτυπώδη μέσα, διάβασμα των ξεχασμένων βιβλίων μας, συζήτηση, λιγότερο ίντερνετ, ακόμα και χαρτάκι σε μια αυλή. Γιατί όλα αυτά απαιτούν 39 βαθμούς Κελσίου; Γιατί τότε παίρνουμε τις άδειές μας. Και γιατί τις παίρνουμε τότε; Επειδή «τότε τις παίρνουν όλοι». Για να μην είμαστε έρημοι όταν οι άλλοι λείπουν. Γιατί μας πνίγει η πόλη μας και η ζωή μας. Για να μην έχουμε την αίσθηση ότι μας έριξαν και μας έπιασαν κορόιδα. Δεν θέλουμε να αλλάξουμε τίποτα. Ελα όμως που αλλάζει ο πλανήτης. Και να δεις που ο ήλιος μια μέρα θα μας τη σκάσεις στη Σαντορίνη και θα δύσει από την άλλη μεριά.