Η ξύστρα που δεν ξύνει

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

ξύστρα

Αν σας φέρει ο δρόμος να περάσετε έξω από βιβλιοχαρτοπωλείο, όπου συνήθως τα βιβλία πωλούνται ως επίφαση στιβαρότητας και κύρους, ο πιτσιρίκος εαυτός σας, σας τραβάει από το μανίκι, να σας τρυπώσει και να του ψωνίσετε. Μολύβια και μπλοκάκια, στιλό διαρκείας και μαρκαδοράκια υπογράμμισης, αυτοκόλλητες ετικέτες και παιχνιδιάρες γόμες, λίγο ακόμα και θα αγοράσετε και διαβήτες, μοιρογνωμόνια και χάρακες.

Στα περισσότερα γραφεία συναδέλφων, οι όρθιες και καθιστές μολυβοθήκες έχουν μετατραπεί σε νεκροταφεία στιλό με τελειωμένο μελάνι και φαφούτικων μολυβιών που δεν σου κάνει καρδιά να αποχωριστείς, σαν να πρόκειται για την παρέα των καρτούν που τη θέλεις μαζεμένη γύρω σου πριν κλείσεις επιτέλους τα μάτια μπας και ξεκουραστεί η δόλια η μάνα σου. Είναι μια μορφή παλιμπαιδισμού, αλλά ανεξήγητη, γιατί υποτίθεται ότι τα χρόνια του σχολείου θεωρητικά δεν πρέπει να ήταν τα αγαπημένα σου: Πρωινά ξυπνήματα, αναμέτρηση με στριφνά καθήκοντα, κατσάδες, ποινές, αισθήματα ενοχής και υστέρησης, βουνά από ανεκπλήρωτες επιθυμίες, σε συνδυασμό με αβάσταχτη χαζομάρα και χασοχρονισμό, τι να αναπολείς από δαύτα; Αλλά φαίνεται ότι ο μηχανισμός της νοσταλγίας είναι σατανικός, προβάλλοντάς σου το μελοδραματικό αφήγημα της θλίψης για «τα χρόνια που πέρασαν» χωρίς το εύλογο συναίσθημα της ανακούφισης για όσα αφήσαμε πίσω μας, αλλά με βύθιση σε μια ψυχολογία μιας συνεχόμενης κηδείας για κάθε εαυτό σου που βλέπεις από το πίσω τζάμι να σε κοιτάζει όπως ο παρατημένος σκύλος το αφεντικό που τον εγκαταλείπει.

Και δεν θα έχει πλέον ποιόν να δαγκώνει. Το κείμενο που διαβάζετε στριφογυρίζει γύρω από μια ξύστρα, τη βρήκαμε στα γραφεία της Αλεξάνδρου Υψηλάντου το 1984 και την υιοθετήσαμε. Πλέον δεν ξύνει τα μολύβια αλλά τους παίρνει το σκάλπ όπως οι Απάτσι στους τυχοδιώκτες της δύσης, αλλά δεν τολμάμε να βάλουμε άλλη στη θέση της, γιατί θα το πάρει βαρέως. Για την ακρίβεια, εμείς θα το πάρουμε βαρέως, γιατί τα αντικείμενα μετά από κάποιο διάστημα ανθρωποποιούνται όπως ο Πινόκιο και συναποτελούν τον κόσμο σου, το οχυρό σου, το οικόπεδό σου έξω από το οποίο φιγουράρει η νοητή ταμπέλα «χώρος ιδιωτικός- ξένε φύγε μακριά». Μια σκηνογραφία της διαδρομής σου, ντεμί αυθεντικής, ντεμί μέσα από τις διαθλάσεις της αυταπάτης και της φαντασίωσης του τρόπου με τον οποίο εσύ ο ίδιος συγκράτησες την αύρα σου και τις τομές της με την αύρα των ανθρώπων και των καταστάσεων που διασταυρώθηκαν μαζί σου, γιατί έτσι το έφερε η τύχη ή αυτό το ακαθόριστο πράγμα που μάθαμε κατ΄ευφημισμόν να το λέμε πρόθεση.

Αν σας φέρει ο δρόμος έξω από βιβλιοχαρτοπωλείο, μπείτε και ψωνίστε με την ψυχή σας. Και μόλις ανοίξουν τα σχολεία, στηθείτε στην ουρά με τα παιδιά της πρώτης δημοτικού. Για να διαπιστώσετε πώς είσαστε όταν άρχισαν όλα, και να σιγουρευτείτε πως, ευτυχώς, δεν άλλαξε τίποτα.