Η «οικονομία της πλατφόρμας» και η αποσύνδεση από την κοινωνία

Ο Ηρακλής Ρούπας είναι οικονολομόγος-υποψήφιος διδάκτωρ Πανεπιστημίου Πατρών

Σήμερα ζούμε σε συνθήκες ύφεσης. Δεν ξέρω από που αντλεί η κοινωνία την αισιοδοξία, που καταγράφουν κάποιες μετρήσεις. Δεν το βλέπω αυτό. Δεν το αφουγκράζομαι στις λαϊκές, δεν το ακούω στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. Γενικά δεν υπάρχει.

Οι κινήσεις και τα προγράμματα των πολιτικών, όμως, πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τη ζώσα πραγματικότητα, εκτός «μετρήσεων».
«Οι πολιτικές πρέπει να προϊδεάζουν για τα μελλούμενα και όχι να παραπλανούν ότι τα πράγματα πάνε καλά» επεσήμανε ο επικεφαλής της «Jumbo» Απόστολος Βακάκης, ένας manager εταιρείας με πολύ μεγάλη κερδοφορία, η οποία απευθύνεται στο ευρύ καταναλωτικό κοινό και γι’ αυτό έχει τη σημασία της.

Με δεδομένη, όμως, την καθολική αποδοχή από την κοινωνία του ρόλου του κέρδους ως κινητήριου μοχλού ανάπτυξης και οικονομικής ευημερίας, ένα από τα βασικά ζητούμενα, πλέον, πρέπει να είναι η επαναπροσέγγιση του ρόλου των εργαζομένων στο υπό διαμόρφωση νέο περιβάλλον, στη βάση μίας πιο ρεαλιστικής «διαχείρισης» του κέρδους.

Είμαστε ενταγμένοι στην εποχή της οικονομίας της «πλατφόρμας». Αναζητείται μία προσαρμογή του αναπτυξιακού αφηγήματος με γνώμονα την πρόληψη από πιθανές διαλυτικές συνέπειες των εξελίξεων στις δομές της κοινωνικά δίκαιης αντιμετώπισης των εργαζομένων του μέλλοντος. Οι συντονισμένες αγροτικές κινητοποιήσεις στην Ευρώπη κατέδειξαν πως το πρόβλημα δημιουργεί συσπειρώσεις και κινητοποιήσεις, που εκτός από τον Αγροτικό τομέα μπορεί να διαχυθούν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.

Αναλύοντας την πορεία της χώρας, τα τελευταία χρόνια, είναι ανάγκη να αναδείξουμε το γεγονός ότι μετά την πανδημία επιλέχθηκε η πολιτική πρόσκαιρης κοινωνικής στήριξης μέσω επιδομάτων κι όχι η συνολική αναμόρφωση του πλαισίου λειτουργίας και του ρόλου του κράτους. Και αυτό, ενώ η τάση διεθνώς ήταν ο προβληματισμός για ρυθμιστικές αλλαγές με στόχευση το κοινωνικό σύνολο. Εδώ έχουμε συγκέντρωση πλούτου και επενδύσεων χωρίς ουσιαστική μακροπρόθεσμη ρύθμιση της αγοράς, στοχευμένη εργασιακή πολιτική στο πλαίσιο των νέων δεδομένων και αναδιάταξη της φορολογικής πολιτικής προς μία πιο δίκαιη κατεύθυνση.

Εμμεσα «θεσμοθετείται» η αδυναμία κατοχύρωσης ενός δίκαιου κράτους προς όλους. Αυτό, άλλωστε, καταδεικνύει η πεισματικά εμμονική στρέβλωση, όπως για παράδειγμα υφίσταται μέσα από την προκαταβολή 50% φόρου, ή την ύπαρξη τεκμαρτού εισοδήματος στους ελεύθερους επαγγελματίες. Τα δεδομένα, όμως, καθώς και οι λειτουργίες των οικονομιών και κοινωνιών κινούνται με απίστευτη ταχύτητα. Αυτή η νέα «κουλτούρα του άμεσου» και η εμμονή στην ταχύτητα είναι πασιφανής σ’ όλες τις πλευρές της ζωής. Είναι τόσο διάχυτη, που ορισμένοι ειδικοί αποκαλούν το νέο φαινόμενο «δικτατορία του επείγοντος». Οι παράμετροι αυτοί εξανάγκασαν τις ανεπτυγμένες Οικονομίες να αντιμετωπίσουν συστημικές μεταβολές, η πλήρης επίπτωση των οποίων ακόμα δεν έχει αποτυπωθεί πλήρως.

Δυστυχώς, η «κινητικότητα» αυτή έχει γίνει μερικώς αντιληπτή από την κυβέρνηση.

Το «μερικώς», όμως, με τις ταχύτητες που βιώνουμε επί της ουσίας αποτυπώνει «καθυστέρηση». Μπορεί να ξεπέρασε την κρίση covid, όμως δεν μπόρεσε να αντιληφθεί πως η επόμενη ημέρα σηματοδοτεί την ανάγκη δράσεων και πολιτικών, που θα οδηγήσει την από την παγκόσμια κρίση στη νέα περίοδο ενδιάμεσης «περιφερειοποίησης». Από τις αλλαγές στις χρηματοπιστωτικές διασυνδέσεις κρατών, ως τη μορφή εμπορίου, βρισκόμαστε -σύμφωνα με τον Φουκουγιάμα- σε «δυσαρμονία μεταξύ βραχυπρόθεσμων εσωτερικών επιταγών και μακροπρόθεσμων παγκόσμιων προκλήσεων».

Το προοδευτικό ζητούμενο αναγέννησης της πολιτικής είναι ο «εκδημοκρατισμός» Ανάπτυξης και Οικονομίας. Το ζητούμενο είναι η προοδευτικότητα της νέας Οικονομίας του διαδικτύου να καταφέρει να αποτρέψει τον διαφαινόμενο κοινωνικό εγκλωβισμό ασθενέστερων ομάδων. Ο «νέος καπιταλισμός» απαιτούσε και απαιτεί νέους ρυθμιστικούς κανόνες. Για να αντέξει η κοινωνία χρειάζεται να προσαρμοστούν οι στενοί και καταστροφικοί, ως προς τη σκληρότητά τους, ευρωπαϊκοί κανόνες. Χρειάζεται αυτό που χαρακτηρίζουν «προϋπολογισμό ευζωίας». Χαρακτηριστική η αναφορά του Ευάγγελου Μυτιληναίου για το «γραφειοκρατικό τέρας που λέγεται ΕΕ… Ο τρόπος με τον οποίο είναι δομημένη η είναι καλός για τη Λισαβόνα του 2007, όμως έχουμε 2024, τίποτα δεν άλλαξε εκτός από το ότι έχουμε μία Κομισιόν, χωρίς καμία λογοδοσία…».

Μετά από κάθε κρίση ο παγκόσμιος πλούτος συγκεντρώνεται σε όλο και λιγότερα χέρια, αλλά πρέπει οι κυβερνήσεις να στοχεύσουν στη δικαιότερη κατανομή της ευημερίας, όσο και αν αυτό φαντάζει ουτοπικό. Μετά από κάθε κρίση, ο εγκλωβισμός των αδύναμων εντείνεται. Αποτυγχάνουν και τα κράτη, όπως η χώρα μας το 2009. Πληθαίνει ο αριθμός των κρατών, που αναμένεται να αποτύχουν. Οσα προστρέχουν στη βοήθεια Διεθνών Οργανισμών εγκλωβίζονται σε σχέσεις εξάρτησης, που επηρεάζουν τους πολίτες, αναδεικνύοντας τον εγκλωβισμό των κοινωνιών.

Αυτή η πορεία κρατών και κοινωνιών δύσκολα ανατρέπεται. Πρόκειται για διαχρονική διαπίστωση, ειδικά για την Ελλάδα. Ομως, οφείλουν οι κυβερνήσεις να δράσουν ως «ενδιαφερόμενο μέρος» στο νέο καπιταλισμό. Ο οικονομολόγος Rudi Dornbush (ΜΙΤ) συνήθιζε να λέει ότι «οι οικονομικές κρίσεις χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να εμφανιστούν από όσο θα θεωρείτο πιθανόν. Ωστόσο, όταν συμβαίνουν, εμφανίζονται πιο γρήγορα από όσο θα ήταν αναμενόμενο».

Στην παρούσα οικονομική πραγματικότητα αυτό που πρέπει να καταγραφεί –στο πλαίσιο των επισημάνσεων Dornbush– είναι το γεγονός ότι η απρόβλεπτη μείωση των οικονομικών κύκλων με επακόλουθη τη μείωση του χρόνου εμφάνισης κρίσεων εντείνει τους κινδύνους πλήρους αποσύνδεσης της Οικονομίας από την κοινωνία, δημιουργώντας παγίδα μακροπρόθεσμου κοινωνικού εγκλωβισμού με συνέπειες, που ακόμα δεν είναι δυνατόν να προδιαγραφούν.