Ιωάννα Καρυστιάνη: «Οι άνθρωποι αν δεν αγαπούν, δεν έχουν λόγο να αγωνίζονται»

Η βραβευμένη συγγραφέας Ιωάννα Καρυστιάνη μιλάει στην «Π» για το μεγαλείο της αγάπης και το φως των νιάτων

Ως πού είναι ικανός να φτάσει ένας άνδρας, αμάθητος στην αγάπη, φορτωμένος, παιδιόθεν, οδυνηρές εμπειρίες, και με την έννοια «υποτίμηση» να χτυπά επικίνδυνα καμπανάκια εντός του; Η λογοτεχνική απάντηση δίνεται μέσα από το νέο βιβλίο της Ιωάννας Καρυστιάνη «Kορνιζωμένοι» (εκδ. Καστανιώτη), που σου σφίγγει την καρδιά σαν μέγγενη και σπιρουνίζει το μυαλό για να διανύσει, με κομμένη την ανάσα, μια απέραντη, κατασκότεινη έκταση -ολόιδια η σύγχρονη πραγματικότητα. Για το μεγαλείο της αγάπης και το φως των νιάτων μιλάει στην «Π» η βραβευμένη συγγραφέας, που μας χάρισε ένα μυθιστόρημα διαμάντι.

Φωτογραφία: ΣΙΣΣΥ ΜΟΡΦΗ

-Πώς συλλάβατε την, ομολογουμένως, σκληρή ιστορία των «Κορνιζωμένων»;
Από το 2009 το είχα σκεφτεί, είχα κάνει μάλιστα αρκετές απόπειρες για ένα σκελετό της πλοκής και των χαρακτήρων, όπου ήταν όλα πιο βατά, αλλά δεν με ικανοποιούσαν, για να πω την αλήθεια. Ηταν ένα αδελφάκι των «Σακιών», αλλά ήδη ψυχανεμιζόμουνα ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά. Περνάω πάρα πολλές ώρες, όχι μόνο διαβάζοντας, αλλά διυλίζοντας λεπτομέρειες στην κοινωνία. Δηλαδή έβλεπα να αυξάνεται μια αίσθηση κενού, να αδειάζουν τα βλέμματα, σαν οι άνθρωποι να μην ήθελαν να ξέρουν; να επωμισθούν ευθύνες; να ζυγιστούν και να διαπιστώσουν το λιποβαρές της ύπαρξής τους; -της ύπαρξής μας, για να είμαι πιο σωστή- και έβλεπα επίσης μια βία να αναπτύσσεται πολύ περισσότερο απ’ ό,τι σε προηγούμενα χρόνια, γιατί πάντοτε υπήρχαν και δυσλειτουργικές οικογένειες και ενδοοικογενειακή βία, καθώς και βία που τροφοδοτείται από πολιτικές της εξουσίας και αντικοινωνικά, αντιλαϊκά μέτρα κάθε φορά, αλλά τώρα, σε πολλές περιπτώσεις, ήταν τόσο οδυνηρή… Να μη βρίσκεις μια αιτία, που πραγματικά να σε καλύπτει, γιατί συμβαίνει αυτό. Πιστεύω ότι μια κοινωνία είναι αυτοκαταστροφική όταν δεν περιφρουρεί τα νιάτα. Και αυτό ήταν που με κινητοποίησε, κατά κάποιον τρόπο, να καθίσω να δουλέψω περισσότερο, να δω αν έχω κάτι να πω πάνω σ’ αυτό.

-Μιλήσατε για βλέμματα. Ο κεντρικός σας ήρωας, ο Στέλιος Σπούγιας ο κορνιζοποιός, είναι «ανακριτής βλεμμάτων». Γιατί έχουν σημασία για εσάς τα βλέμματα;
Γιατί πιστεύω ότι είναι ένα είδος γλώσσας το βλέμμα, κατά κάποιο τρόπο. Δεν είναι μόνο μια απόλυτα έγκυρη ταυτότητα της ύπαρξής μας. Πιστεύω ότι μιλάνε τα βλέμματα, εκφράζουν συναισθήματα, χαρά, ικανοποίηση, παράπονο, ψυχρότητα, φθόνο, φόβο, ελπίδα και κενό. Το οποίο είναι πραγματικά τρομακτικό και ο Σπούγιας, όπως αναφέρατε, στο κορνιζοποιείον «Τέλειον», ξεχώριζε τους πελάτες από τα βλέμματα και από τη συμπεριφορά τους, γιατί έβλεπε ποιοι ήξεραν ποιους θα κορνιζώσουν. Και εκεί πάνω, έκανε μια μελέτη. Θα ήθελα, όμως, να τονίσω ότι στο λειψό σόι του Στέλιου Σπούγια δεν κορνίζωναν τίποτα. Σαν να μην ήθελαν να διασώσουν ίχνη της ύπαρξής τους σε αυτό τον κόσμο, Και νομίζω πως αυτό κάτι δείχνει. Νομίζω πως η ζωή είναι πλοκάμια, πλοκάμια με βεντούζες που καμιά φορά σφίγγουνε με ολέθριο τρόπο τον λαιμό και κόβουν την ανάσα διά παντός.

-Με κομμένη ανάσα ο Στέλιος, στερημένος από αγάπη, παιδιόθεν.
Αμάθητος, τελείως αμάθητος, στην αγάπη. Εξοικειωμένος με τη μιζέρια. Πιο πολύ ξέρει την αποτυχία από την επιτυχία, τη μιζέρια από τη χαρά. Οπότε η σκέψη του γενικά έχει πάρει το μονοπάτι της τυραννίας και η φαντασία του είναι ο δυνάστης. Είναι παραδομένος, ανήμπορος.

-Δεδομένων αυτών, συν του ότι τον εγκατέλειψε η σύζυγός του η Χιονία, δικαιολογία υπάρχει για την ανόσια πράξη του; -ας μην την αποκαλύψουμε.
Σε καμία περίπτωση. Κάνει μάλιστα αυτό που δεν θα ήθελε ποτέ και με τίποτα και ο ίδιος. Γιατί ενώ όλη του η ζωή είναι κατά κάποιο τρόπο ένας αγώνας να ξιφουλκεί η συνείδηση με την ασυνειδησία, μέχρι τελικής πτώσεως της συνείδησης, ο ίδιος έχει γνώση ότι βρίσκεται στο ναδίρ της ανθρώπινης κατάστασης και της ανθρώπινης ύπαρξης. Γι’ αυτό νιώθει μηδαμινός. Γιατί μέχρι να αντιληφθούμε περί τίνος πρόκειται, μπορεί και να ταυτιζόμαστε σε κάποια πράγματα μαζί του, και όταν το αντιλαμβανόμαστε γινόμαστε κουρέλι, γιατί ξέρουμε πλέον ότι οι άνθρωποι δεν θέλουν μια ταμπέλα από γεννησιμιού τους για το τι θα συμβεί στην πορεία της ζωής τους.
Δεν ήθελα να έχω έναν χαρακτήρα με την κλασική έννοια των πραγματικά πολύ γοητευτικών καταραμένων χαρακτήρων της ποίησης και της λογοτεχνίας, οι οποίοι έχουν ελκυστικές πλευρές.. Δεν ήθελα δε, να παρηγορήσω με μια λογική εξήγηση στο τέλος, ώστε να πούμε, «ουφ, επιτέλους», και μετά να κλείσουμε το βιβλίο και να μην υπάρχει λόγος να συλλογιστούμε το θέμα του.

-Στον αντίποδα του σκοτεινού Σπούγια, δύο φωτεινά πλάσματα, ο Χρόνης ο γιος του, και η σύντροφός του η Κλέα. 
Αλλιώς πώς θα άντεχα να γράψω το βιβλίο και πώς θα στεκόταν το βιβλίο αν υπήρχε πλήρης έλλειψη των δικαιωμάτων που έχουν τα νιάτα στο να ξεσπαθώνουν, να προσδοκούν, να ελπίζουν, να αγωνίζονται, να επαναστατούν.

-Κάπου αναρωτιέται η Κλέα  «τι έχετε πάθει οι μεγάλοι, γιατί τα χαλάτε όλα, γιατί δεν πιστεύετε στην αγάπη;». Τι σκέφτεστε πάνω σ’ αυτό;
Τι να σας πω. Σκέφτομαι ότι τα έχουμε κάνει μαντάρα. Θα έλεγα ότι όταν στη ζωή παίρνει το πάνω χέρι η επιθυμία της ύλης και η προσαρμογή,  η υποταγή σε συμφέροντα, σε αγορές, οι οποίες φτιάχνουν τον νέο άνθρωπο πιόνι για την εξακολούθηση των οικονομικών πολιτικών τους κ.λπ., σαν να αδειάζει ο ορίζοντας. Σαν να μας λέει η Κλέα ότι «μικραίνετε τον ορίζοντα. Γιατί δεν μας αφήνετε να δοξάσουμε την αγάπη;». Ολο το βιβλίο, νομίζω, με, πιο σκληρό και πιο οδυνηρό τρόπο, όπως και τα προηγούμενα βιβλία μου, για την αγάπη πάλι μιλάει. Επιμένω να ψάχνω να τη βρω ακόμα και σε λεπτομέρειες στα πιο σκοτεινά και δύσβατα μονοπάτια της ανθρώπινης περιπέτειας. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι αν δεν αγαπούν, δεν έχουν λόγο να αγωνίζονται. Πρέπει να αγαπούν πολύ. Να αγαπούν παράφορα. Τον τόπο τους, την πόλη τους, τους άλλους ανθρώπους, τον σύντροφό τους. Η αγάπη τροφοδοτεί και κάνει την ανθρώπινη ύπαρξη να ανθίζει και τις ανθρώπινες σχέσεις να ανθίζουν. Πιστεύω ότι είναι η σπουδαιότερη κανονικότητα, ό,τι πιο μεγαλειώδες, η αγάπη στη ζωή.

-Στην αρχή της κουβέντας μας χαρακτηρίσατε αυτοκαταστροφική την κοινωνία που δεν περιφρουρεί τα νιάτα. Αυτά που χάθηκαν στα Τέμπη;
Ελεγα στο προηγούμενο βιβλίο, «Τα ψιλά γράμματα», ότι το ποίημα που αναφέρεται στα γεγονότα του 1973 και σε μεταγενέστερες συνέπειες, εμπλοκές, διαπλοκές και καταστάσεις, ότι το ποίημα εκείνης της βραδιάς δεν σώθηκε. Αισθάνομαι, ότι μπορεί με την ιστορία που γράφουν οι συγγενείς, και κυρίως οι γονείς, των θυμάτων στα Τέμπη, μπορεί και να προστίθενται κάποιοι καινούργιοι στίχοι. Υποκλίνομαι. Είναι άνθρωποι πολύ γενναίοι, πολύ αποφασισμένοι, σπαρακτικοί στην Ικεσία τους για δικαιοσύνη, αλλά εδώ που τα λέμε με το σθένος, την αγωνιστικότητα και τη δική τους ενδελεχή έρευνα για την τραγωδία, καθαρίζουνε για όλο τον ελληνικό λαό και μας λένε «στοπ» στην αποδοχή όλων αυτών που μπορεί να συμβαίνουν σε βάρος των ανθρώπων και κυρίως των νέων ανθρώπων που δεν φταίνε τίποτα, οι νέοι άνθρωποι, όπως η Κλέα, ο Χρόνης, τα άλλα παιδιά που θέλουν να γίνουν δάσκαλοι και όχι executives σε μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, δάσκαλοι και μάλιστα στην άγονη γραμμή, έχουν κάτι ευλογημένο και πρέπει να σταθούμε σε αυτό. Εγώ στάθηκα. Γιατί νιώθω πως η ονειροπόληση είναι δικαίωμά τους και η ονειροπόληση είναι βιταμίνη, είναι καύσιμο, είναι φτερά για θεσπέσιες πτήσεις στο εύρος της ανθρώπινης περιπέτειας, που όλο στενεύει, όλο προσγειώνεται ανώμαλα…