Ο Σαίξπηρ, το θεάτρο και η πανούκλα
Ηδη από τον 14ο αιώνα (1350), το Λονδίνο πολιορκήθηκε πολλές φορές από την επιδημία της (βουβωνικής) πανώλης, τη γνωστή περισσότερο ως επιδημία του Μαύρου Θανάτου. Εκτοτε η νόσος έπληξε την αγγλική πρωτεύουσα πολλές φορές, με αποκορύφωμα την επανεμφάνισή της το 1665-66, που οδήγησε στον θάνατο το 20% του πληθυσμού της πόλης και στην ανάγκη δημιουργίας μαζικών τάφων. Οι εξάρσεις και οι αναζωπυρώσεις της επιδημίας πολλές. Θα σταθούμε όμως σε όσες αναφορές και μαρτυρίες σχετίζονται με τον Σαίξπηρ και τη θεατρική του παραγωγή, ιδιαίτερα τα χρόνια 1603-1613, περίοδο που συμπίπτει με την παραγωγικότερη φάση της δημιουργίας του.
Ο ελισαβετιανός βάρδος που κατά την προαναφερθείσα δεκαετία γράφει δύο από τις κορυφαίες τραγωδίες του («Βασιλιά Ληρ», «Μάκμπεθ»), δύο ιστορικά δράματα («Αντώνιο & Κλεοπάτρα», «Κοριολανό») δύο δραματικές μυθιστορίες («Τίμωνα τον Αθηναίο» και «Περικλή») αλλά και τα τρία έργα της στερνής του περιόδου («Χειμωνιάτικο Παραμύθι», «Κυμβελίνο» και «Τρικυμία»), ήλθε αντιμέτωπος με το λοιμό σε διαφορετικές φάσεις της ζωής του και υπό διαφορετικές ιδιότητες – ως πολίτης διακεκριμένος δραματουργός και θιασάρχης. Ανδρώθηκε σε μια εποχή δεισιδαιμονιών και προλήψεων για το θέατρο, με αυτόκλητους κήρυκες να ισχυρίζονται ότι «αιτία της πανώλης είναι η αμαρτία και αιτία της αμαρτίας είναι το θέατρο». Ακόμα και οι λεγόμενοι «επιδημιολόγοι» επί των ημερών του απέδιδαν τη γέννηση της αρρώστιας στη βωμολοχία του θεάτρου και στους ηθοποιούς που, ντύνονταν με ρούχα του αντιθέτου φύλου. Προικισμένος όμως ο ίδιος με περίσσευμα ταλέντου και φωτισμένος ως δημιουργός, δεν ακολούθησε τον σκοτεινό τους δρόμο, μετέφερε όμως στα έργα του μέσα από ενδιαφέρουσες νύξεις και λεπτομέρειες το κλίμα του καιρού του.
Ηδη στο «Ρωμαίος & Ιουλιέτα», που χρονολογικά συνδέεται με την έξαρση της επιδημίας το 1593, ο αγγελιοφόρος καθυστερεί να μεταφέρει το μήνυμα ότι η Ιουλιέτα προσποιείται τη νεκρή, καθώς «βρίσκεται σε καραντίνα ακολουθώντας έναν ιερέα που φρόντιζε τους νεκρούς». Αλλά και στον «Βασιλιά Ληρ» και τον «Μακμπέθ» αντικατοπτρίζεται η φρίκη εκείνων των ετών, που οδήγησε στο κλείσιμο των θεάτρων του Λονδίνου, μέσα από την περιγραφή του χάους και της απόγνωσης, της αγωνίας και του θανάτου, που πιθανότατα πηγάζει από την καθημερινότητα της πόλης στη διάρκεια της επιδημικής κρίσης, ενώ στο «Χειμωνιάτικο Παραμύθι» δεν είναι αμελητέα η σκηνή, στην οποία το άγαλμα της νεκρής Ερμιόνης επιστρέφει στη ζωή.
Μπορεί βέβαια η δημιουργικότητα του Σαίξπηρ στα χρόνια της πανούκλας να έμεινε αλώβητη. Είδε όμως τα θέατρα να κλείνουν αλλεπάλληλες φορές μέχρι να κοπάσει το κακό και τις παραστάσεις κορυφαίων έργων του («Οθέλλου», «Μακμπέθ») να ατυχούν, καθώς δεν είχαν πού να στεγαστούν. 60 και πλέον θεόκλειστοι μήνες στη διάρκεια της θεατρικής του ωριμότητας δεν ήσαν λίγοι. Εζησε επίσης τον αφανισμό νεαρών συνανθρώπων του και φυσικά ηθοποιών, που δεν εξαιρούνταν από την επέλαση του χτικιού, καθώς η πανούκλα θέριζε τον νεαρότερο πληθυσμό (ηλικίες 10-30 ετών). Εικάζεται ότι μικρά αγόρια που στελέχωναν τότε τους θιάσους παίζοντας σατιρικούς, αντιφρονούντες ή και γυναικείους ρόλους, επλήγησαν ιδιαιτέρως.
Κοντά στα ανθρώπινα πλήγματα, ας προστεθεί και το οικονομικό, που υπέστη ο κορυφαίος δραματουργός με τη ιδιότητα του παραγωγού. Ο θίασός του «Οι άνθρωποι του Βασιλιά», αδυνατώντας να παραμείνει ενεργός στο Λονδίνο λόγω των κλειστών θεάτρων, αναγκάστηκε προκειμένου να αντισταθμίσει τα οικονομικά του, να στηρίζεται σε βασιλικές δωρεές και να αρκείται σε περιοδείες στην επαρχία, όπου τα θέατρα, ως μη εστεγασμένα, παρέμεναν ανοικτά. Σε μια εποχή που ακόμα και σε ειδικές άδειες (όπως αυτή του Κόμη Lecester), τις οποίες η «Μεγάλη Σφραγίδα» χορηγούσε σε θιάσους, ο όρος ήταν ρητός και απαράβατος, να παραμένουν ανενεργοί κατά τη διάρκεια των επιδημιών της πανώλης.
Το αισιόδοξο σημείο σ’ αυτή την ιστορία είναι ότι μια επιδημία στάθηκε όχι μόνο η γενέθλια στιγμή μιας ώριμης και διαχρονικής δραματουργίας αλλά και μια πρόκληση για τα κλειστά θέατρα να αντέξουν και να ανοίξουν ξανά και ξανά. Ας ελπίσουμε και ας ευχηθούμε αλλά κυρίως ας πιστέψουμε ότι το ίδιο θα συμβεί και στη δική μας εποχή, που αν και διαφορετική, θα απαντήσει στη θεατρική κρίση με το ίδιο σθένος, τις ίδιες αντοχές και την ίδια δημιουργικότητα, κερδίζοντας τον χαμένο χρόνο.
Της ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΚΟΚΚΟΤΑ
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News