Η νέα on-line ζωή: Στην μετά COVID εποχή για τη Γεωργία

ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΥΡΕΤΑ *
Στις παλιές γεωργικές κοινωνίες, η τροφή αποτελούσε αποθηκευμένη αξία, συναλλαγματικό μέσο και δείκτη πλούτου. Στις σύγχρονες, αστικές, τον ρόλο αυτό τον έχει αναλάβει το χρήμα, που αποτελεί πιο εύχρηστη μορφή πλούτου, γιατί αποθηκεύεται εύκολα και ανταλλάσσεται άμεσα στο μπακάλικο ή στο σούπερ μάρκετ με τρόφιμα. Η έκφραση «βγάζω το ψωμί μου» είναι ακόμη επίκαιρη σε πολλές γλώσσες.
Σήμερα η Ελλάδα έχει αυτάρκεια σε αρκετά αγαθά όπως κοτόπουλα, λάδι, τυρί, ψάρια, φρούτα, ντομάτες αλλά και έλλειψη σε βασικά που εισάγει, όπως μαλακό στάρι για ψωμί, κρέας και γάλα. Είναι το τίμημα και η συνέπεια να μιμηθούμε, κακώς κατά τη γνώμη μου, τον τρόπο ζωής των πλουσίων, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στη χώρα, κυρίως μετα το 1981. Το τροφικό πλεόνασμά μας που προέκυψε με δάνεια και κάκιστο σχεδιασμό ως κοινωνία οδήγησε μέσα σε 10 χρόνια σε μια Ελληνική κοινωνία που δεν μπορεί να καλύψει πια τα ελλείμματα της. Σήμερα οι πλουσιότερες κοινωνίες είναι αυτές που το μικρότερο ποσοστό πληθυσμού εργάζεται στην παραγωγή. Πριν 30 χρόνια στη Ελλάδα είχαμε το 30% του πληθυσμού στην πρωτογενή παραγωγή και το 12% του ΑΕΠ από αυτή. Σήμερα το 12% του πληθυσμού και το 3,5% του ΑΕΠ. Γίναμε πλούσιοι γρήγορα; Μπορούμε να ξαναγίνουμε κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες, για να μην είμαστε φτωχοί; Γιατί διαβάζω συχνά να ξαναγυρίσουμε στην παραγωγή. Ναι, πρέπει να ξαναγυρίσουμε στην παραγωγή. Ποια παραγωγή όμως; Σιτάρι, καλαμπόκι και ντομάτα ή κάτι άλλο;
Η Ελλάδα παράγει πρωτογενή παραγωγή αξίας 7 δις. Εξάγει τρόφιμα αξίας 6 δις. Μέσα στην κρίση είχε 3,4 δις το 2012 εξαγωγές τροφίμων, 6,1 δις το 2018. Και εισαγωγές βέβαια αξίας 5 δις, με 2,7 γαλακτοκομικά. Απαράδεκτο η χώρα να εισάγει τέτοιες ποσότητες γαλακτοκομικά προϊόντα. Ο κλάδος των τροφίμων ήταν ο μόνος που άντεξε μέσα στην κρίση. Και μπορεί να βοηθήσει τη χώρα να προχωρήσει. Η Ελλάδα, σαν μια περιοχή πρωτογενούς παραγωγής, δεν μπορεί να ανταγωνιστεί με όρους μαζικής φτηνής, παραγωγής, γιατί το μεγεθός της δεν επιτρέπει την μετάβαση σε τέτοιου είδους εκμεταλλεύσεις. Το πλεονεκτημά της (υπήρξε και οφείλει να συνεχίσει να υπάρχει) ήταν οι μικρές παραγωγές. Η Ελληνική γη και οι ανθρωποί της απόλυτα συμφιλιωμένοι με το κοινό τους μέλλον μπορούν να παράγουν καταπληκτικά προϊόντα.
Σαφώς και δεν μπορούμε να επιστρέψουμε εκεί όπου η γεωργική παραγωγή αποτελούσε συναλλαγματική αξία. Μπορούμε όμως και οφείλουμε να κάνουμε δύο βασικά πράγματα: 1) Τα Ελληνικά προϊόντα είτε θα χρησιμοποιηθούν ως πρώτη ύλη για την παραγωγή καινοτόμων, μοναδικών τροφίμων, ελκυστικών στον καταναλωτή, ικανών να εξαχθούν στην παγκόσμια αγορά είτε 2) θα εξαχθούν ως έχουν, ως μοναδικά ελληνικά προϊόντα, ύστερα από μία βασική επεξεργασία (όπως καθαρισμός), και κατάλληλα συσκευασμένα με βάση τις διεθνείς προδιαγραφές. Με τον τρόπο αυτό θα δούμε τις εξαγωγές να εκτινάσσονται στα 10 δις σε 2-3 χρόνια. Ο οδικός χάρτης είναι καταγεγραμμένος. Εδώ βρισκόμαστε τώρα. Η εποχή μετα τον κορονοϊό προσφέρεται για πιστοποιήσεις των αγροτικών προιόντων με υψηλά στάνταρντ και ηλεκτρονική διακίνηση σε πολλά μέρη στον κόσμο και στη χώρα.
Ο COVID μαζι με την υγειονομική καταστροφή φέρνει και προκλήσεις.

* Ο Δημήτρης Κουρέτας είναι καθηγητής Φυσιολογίας Zωικών Oργανισμών και Τοξικολογίας στο τμήμα Βιοχημείας- Βιοτεχνολογίας του Πανεπιστημίου της Θεσσαλίας.