Ν. Τεμπονέρας: Μέρες πολέμου, ώρες θανάτου

Ιανουάριος του 1991, πριν 30 χρόνια ακριβώς. Περίπου η ώρα που κλείνει η ύλη στην «Πελοπόννησο», σε μια μετεορταστική τσαγκαροπερίοδο, που κύριο χαρακτηριστικό της είναι οι εντάσεις στο μέτωπο της παιδείας: Το νομοθέτημα Κοντογιαννόπουλου, οι επικρίσεις για επιστροφή στον αναχρονισμό, κινητοποιήσεις καθηγητών, καταλήψεις σχολείων από μαθητές, πολιτικές τριβές. Συνηθισμένα πράγματα επί μια διετία, όσο διαρκεί η κορύφωση της διπολικής σύγκρουσης ΝΔ- ΠΑΣΟΚ, η οποία έχει προσλάβει και δικαστική διάσταση.
Το ΠΑΣΟΚ πολιτεύεται οργίλα έναντι της «νεοφιλελεύθερης λαίλαπας», εν μέρει από ιδεολογική διαφωνία, εν μέρει επειδή καταλογίζει στον αντίπαλο παρακρατικού τύπου δικαστικές πλεκτάνες, εν μέρει επειδή δεν μπορεί να χωνέψει ότι έχει ηττηθεί από «τη δεξιά του Μητσοτάκη», απόλυτους δαίμονες και τους δύο.
Στέλεχος της δημοτικής αρχής Καράβολα τηλεφωνεί σε πολιτικό συντάκτη της εφημερίδας: Θεωρεί ότι η εφημερίδα ίσως πρέπει να γνωρίζει κάτι -που πράγματι μέχρι εκείνη την ώρα παντελώς αγνοεί- ότι έχει υπάρξει σύγκρουση στο σχολικό συγκρότημα Βουδ, της τότε Βύρωνος. Αποτέλεσμα είναι να χτυπηθεί άσχημα ένας καθηγητής που μεταφέρεται στο νοσοκομείο. Το όνομα δεν μας είναι γνωστό: Νίκος Τεμπονέρας.
Από εκείνη την ώρα ξεκινά το ρεπορτάζ και μια μακρά περίοδος με εντάσεις, διχασμό, τριβές και με έναν απόηχο που διαρκεί μέχρι τις μέρες μας, αν και μας παραξενεύει ότι φτάνουμε στη σημερινή απότιση τιμής χωρίς τον θόρυβο που θα επέβαλλε μια επέτειος 30 χρόνων, πέρα από το αναμενόμενο χθεσινό μπαράζ μηνυμάτων. Αλλά θυμόμαστε ότι και τα 20χρονα κάπως ανάλογα είχαν τιμηθεί. Προσθέτουμε στη συγκυρία, την επιδημική συνθήκη, που όμως ίσχυε και στην επέτειο του Πολυτεχνείου, αλλά τότε το πνεύμα ήταν πιο αγωνιστικό.

ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ
Επιστρέφουμε στη νύχτα του ’91: Οταν φτάνουμε στο πεδίο του δράματος, τα δεδομένα έχουν πάρει φρικτή μορφή. Ο καθηγητής που ήδη είχε μεταφερθεί χωρίς ελπίδα στο νοσοκομείο, έχει αφήσει την τελευταία του πνοή. Εκατοντάδες οι συγκεντρωμένοι πολίτες, επώνυμα στελέχη, απλός κόσμος, γείτονες, στην οδό Βύρωνος, συζητούν χαμηλόφωνα, αλλά συγκλονισμένοι, με βάση όλα όσα είναι δυνατό να γνωρίζουν εκείνη τη στιγμή.
Εχει προηγηθεί βίαιη ανακατάληψη του συγκροτήματος από ομάδα μελών της ΟΝΝΕΔ με επικεφαλής τον δημοτικό σύμβουλο τότε Γιάννη Καλαμπόκα. Κρατούσαν λοστούς, έλεγε ο κόσμος. Η είδηση έφτασε στον ραδιοσταθμό «Φάρος» που ήταν πολιτικά συντονισμένος στην αντιπολίτευση. Δεν χρειάστηκε πολλή ώρα για να σπεύσει κόσμος αλαφιασμένος στο σημείο. Επιχειρείται εισβολή στο συγκρότημα για να διωχθούν οι ανακαταληψίες. Οι περισσότεροι από αυτούς κινούνται προς τη μάντρα για να διαφύγουν: Οι συσχετισμοί δεν ευνοούν αντίσταση. Τα πνεύματα έχουν αγριέψει στον υπερθετικό. Ο Νίκος Τεμπονέρας δέχεται εξοντωτικό χτύπημα από κάποιον- κάποιους που παρέμεναν ως εμπροσθοφυλακή. Μάρτυρες υποδεικνύουν ως δράστη τον Γιάννη Καλαμπόκα.
Θα ακολουθήσουν συλλήψεις, μια επική κηδεία, βαθύς διχασμός, ποινική διερεύνηση μέσα σε μια βαριά πολιτική διαπάλη. Οι δίκες, οι καταδίκες, η κάθαρση. Και μετά σιωπή. Μια σιωπή μέσα από την οποία η τοπική κοινωνία, σύντροφοι και ορκισμένοι αντίπαλοι, δήλωναν ότι ποτέ στο εξής δεν θα πρέπει να επιτραπεί να χυθεί αίμα στο όνομα της πολιτικής σύγκρουσης. Τηρήθηκε. Και όταν ακόμα, μέρες Αγανάκτησης, τα πνεύματα οξύνθηκαν ξανά, δεν δημιουργήθηκαν ούτε βεντέτες, ούτε στοχοποιήσεις, κάτι που διέκρινε τις ημέρες του άγριου και μισαλλόδοξου διπολισμού της περιόδου 1990-93, μια πολύ κακή εποχή για τα μετριοπαθή στοιχεία της πόλης.

ΕΚΕΙΝΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ
Εποχή καταλήψεων και νομοσχεδίου Κοντογιαννόπουλου. Συγκρότημα Βουδ: Τα στεγαζόμενα σχολεία (3ο, 4ο Λύκειο, 3ο Γυμνάσιο,7ο Γυμνάσιο) διευθύνουν οι Δ. Παπαθανασόπουλος, Στ. Σερέτης, Κ. Σύγγελος, Π. Παπαθεοδώρου.
Προϊστάμενος β’ βάθμιας εκπαίδευσης, ο Β. Ασημακόπουλος.
Πρόεδρος της ΕΛΜΕ Αχαΐας η μαχητική Ρένα Αντωνέλλη, που ηγείται με πάθος του αντι-κυβερνητικού κινήματος στον εκπαιδευτικό χώρο.
Νομάρχης Αχαΐας, ο Ν. Τάγαρης, ένα πολιτικο-διοικητικό στέλεχος παλιάς κοπής, που είχε πάρει τον ρόλο του ως εκπροσώπου της κυβέρνησης απολύτως λόγω τιμής, ως μητσοτακικότερος του Μητσοτάκη.
Μετά το φοβερό συμβάν βλήθηκε από την αντιπολίτευση και τους συνδικαλιστές της εκπαίδευσης με τεράστια οξύτητα για τον ρόλο του στα γεγονότα. Αναφέρθηκε ως και χειροδικία σε βάρος του, σε ξέσπασμα βουλευτή. Είναι γεγονός ότι το πρωί της μοιραίας ημέρας, είχε προκαλέσει στον υπογράφοντα απορία γιατί σε ραδιοφωνική του συνέντευξη στο «Ράδιο Γάμμα» (και αλλού όπως διαπιστώσαμε) στριφογύριζε συνεχώς και με έμφαση γύρω από τη φράση: «Εάν η κατάληψη είναι παράνομη, η ανακατάληψη είναι νόμιμη». Το έλεγε, το ξαναέλεγε. Συνιστούσε άραγε σε κανέναν να προβεί σε έφοδο; Οχι ακριβώς: Ηξερε ότι η έφοδος επίκειτο. Και βέβαια δεν παρενέβη ώστε να την εμποδίσει. Φερόταν σαν να της έστρωνε το έδαφος επικοινωνιακά. Είχε συμβολή στην οργάνωση; Κατηγορήθηκε γι’ αυτό, αλλά κάτι τέτοιο δεν είναι αποδείξιμο. Ηδη άλλωστε ο σκληρός πυρήνας της οργάνωσης ήταν μερικώς αυτονομημένος. Αυτοεπιβαλλόταν με άνεση, νομιμοποιημένη από ένα πνεύμα ακραία συγκρουσιακό που χαρακτήριζε την εθνική πολιτική ζωή και είχε τις αντιστοιχήσεις του σε τοπικό επίπεδο, με τη συμβολή πολλών παραγόντων ένθεν και ένθεν, που επέτρεπαν στον φανατισμό να παρασύρει και τους ίδιους.
Ο ίδιος ο Ν. Τάγαρης την ίδια ημέρα είχε κάνει μια σύσκεψη με τους διευθυντές των σχολείων συνιστώντας τους καταλλαγή. Δεν τους είπε τίποτα άλλο που να τους υποψιάζει. Οι άνθρωποι έφυγαν για τα σπίτια τους και την άλλη μέρα πήγαν στο σχολείο και έμαθαν ότι είχε γίνει φόνος την προηγουμένη, όπως τουλάχιστον εξομολογούνται όσοι δεν είχαν πάρει είδηση για τα συμβάντα.

ΕΚΕΙΝΕΣ ΤΙΣ ΣΤΙΓΜΕΣ
2021: Απέναντί μας ένας άνθρωπος του εκπαιδευτικού χώρου- εκ των μετριοπαθών- που είχε άποψη για τα γεγονότα και υπηρετούσε στον εκπαιδευτικό χώρο τον καιρό εκείνο σε θέση πολύ κοντά στα γεγονότα: «Πίστευαν στα σοβαρά ότι θα μπορούσαν με την ανακατάληψη να αποκαταστήσουν τη λειτουργία του σχολείου;», λέει αναφερόμενος στην ομάδα των ΟΝΝΕΔιτών. «Ηταν αδιανόητο. Ηταν μια βλακεία…» προσθέτει και η φράση του γεμίζει αποσιωπητικά.
Ο ίδιος σηκώνει τα χέρια ψηλά: «Δεν βρέθηκε κάποια ψύχραιμη φωνή εκείνη την ώρα. Η αστυνομία δεν ήταν παρούσα». Ζήτημα κακών ανακλαστικών; Ή αποφυγή της κακοτοπιάς; Γεγονός είναι ότι δεν υπήρξαν οι νηφάλιοι που θα μπορούσαν να προφητεύσουν ότι το σκηνικό μύριζε αίμα, να επιβάλει την απλούστερη στρατηγική. «Να αφεθούν οι εισβολείς παγιδευμένοι στο συγκρότημα. Να μείνουν χωρίς νερό. Τι θα έκαναν; Γιατί να θυσιαστεί αυτός ο άνθρωπος; Τι δουλειά είχαν τα ακραία στοιχεία; Θα τη βρίσκαμε την άκρη, θα το καθαρίζαμε το ζήτημα με το νομοθέτημα» λέει ο συνομιλητής μας.
Αλλά εκείνες τις στιγμές, δεν ζυγίστηκε ο κίνδυνος για ζωές. Πρυτάνευσε το αίσθημα της οργής και της αδικίας. Και φτάσαμε σε έναν φόνο, μέσα από τις τυφλές επιλογές του αστάθμητου. Εναν φόνο που θα μπορούσε να είχε αποτραπεί, με ψυχραιμότερες σκέψεις που δεν υπήρξαν και ψυχραιμότερες παρεμβάσεις που δεν εκδηλώθηκαν. Κατά έναν τρόπο, η ιστορία είχε αποφασίσει να τρέξει αίμα, σαν αναπόφευκτο επιστέγασμα μιας περιόδου τριβών και πάθους, βουτηγμένης σε σημειολογία, απόηχους και ιστορικές φορτίσεις που κατάγονταν από τις εποχές των διχασμών και των ανενδότων.

ΕΚΕΙΝΕΣ ΤΙΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ
Οι πολιτικές συνέπειες ήταν εκκωφαντικές. Η κυβερνητική ΝΔ, ακόμα και πυρήνες και στελέχη απολύτως άσχετα με τις εντάσεις και τους ακραίους της παράταξης, βρέθηκε συλλήβδην ενοχοποιημένη και απολογούμενη.
Στο κομβικό αυτό σημείο, υπήρχαν δύο επιλογές. Είτε να τραβήξει η παράταξη σαφείς διαχωριστικές γραμμές από τα ακραία στοιχεία, είτε να προσπαθήσει με συμψηφισμούς και υπερασπιστικούς ελιγμούς να μειώσει όσο μπορούσε την επικοινωνιακή και πολιτική ζημιά από το γεγονός. Επέλεξε το δεύτερο. Και ένας σκληρός πυρήνας της το επέβαλε, εκμεταλλευόμενη την αμηχανία και τον παραταξιακό πατριωτισμό των φίλιων επικοινωνιακών μέσων, που φυσικά και δεν αφέθηκαν απερίσπαστα να κάνουν τη δουλειά τους. Εν πολλοίς, δεν άφησαν τα ίδια τον εαυτό τους, στο πλαίσιο του κλασικού εγχώριου διπολισμού που προσέδενε τα μέσα ενημέρωσης στα άρματα των παρατάξεων, ένθεν κακείθεν.
Η ΝΔ πληρώνει ακόμα και σήμερα την επιλογή αυτή, γιατί προσέφερε ένα σύμβολο στους αντιπάλους της, ιδιαιτέρως μετρήσιμο στις συνειδήσεις των νέων ανθρώπων, πρόσθετο βάρος στο περίφημο αντι-δεξιό μπλογκ που ενεργοποιείται ακόμα και στις ήσσονες εκλογικές αναμετρήσεις.

ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ
Τριάντα χρόνια μετά, οι άνθρωποι συναντιούνται και μιλούν για τα γεγονότα εκείνα. Μιλούν χαμηλόφωνα. Ο φόνος του Νίκου Τεμπονέρα είναι ένα άγος στη συνείδηση της πόλης. Η μοίρα- όχι από το πουθενά- απέφερε έναν θάνατο. Η πόλη, μπορούσε και όφειλε να τον δει να έρχεται, δεν τον απέτρεψε. Απορροφήθηκε από τη διαπάλη και τα πολιτικά, ιδεολογικά αλλά και ιδεαλιστικά διακυβεύματα και από τα παραταξιακά προαπαιτούμενα. Σήμερα, ο φόνος του Νίκου Τεμπονέρα τιμάται σαν θυσία για έναν ανώτερο σκοπό, αλλά βαθύτερα μέσα μας γνωρίζουμε ότι πρωτίστως ήταν ένα κρίμα.

ΤΟΥ ΚΩΝ. ΜΑΓΝΗ