Νίκος Κούτσιας: Οι πυρκαγιές είναι αναγκαίες για τα δάση

Ενας πανεπιστημιακός μας εξηγεί ότι δεν θα τελειώσουμε με τις φωτιές, ούτε πρέπει. Απλά, δεν πρέπει να καιγόμαστε!

κούτσια

Το έχει η μοίρα του αντικειμένου του: Το όνομά του συνδέεται με τις αναλύσεις της «επόμενης μέρας» των δασικών καταστροφών. Χαρακτηριστική η περίπτωση του αφανισμού της βόρειας Εύβοιας, έτος 2021. Ακολούθησαν συνεντεύξεις σε εκπομπές και μια πολύ κατατοπιστική τοποθέτηση στις επιβλητικές «Πράσινες Ιστορίες», σειρά ντοκιμαντέρ στη δημόσια τηλεόραση. Ξαναδιασταυρωθήκαμε με το όνομά του σε ανταπόκριση του Αθηναϊκού Πρακτορείου και ενώ μαίνονταν πυρκαγιές σε όλη την Ευρώπη: Ο Νίκος Κούτσιας, καθηγητής Περιβαλλοντικής Πληροφορικής, Τηλεπισκόπησης και Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών, μετείχε για λογαριασμό του Πανεπιστημίου Πατρών σε διεθνή έρευνα με θέμα τις πυρκαγιές στη ζώνη της Μεσογείου.

Τον εντοπίσαμε, αρχικά σε γαλλικό και στη συνέχεια σε γερμανικό έδαφος και είχαμε μαζί του μια ενδιαφέρουσα συζήτηση. Όχι, δεν θα μας πει «ποιος βάζει τις φωτιές στα δάση», είναι πολύ προσεκτικός όταν του βάζουμε τον πειρασμό να εισπηδήσει σε επιστημονικά πεδία που δεν είναι στο αντικείμενό του. Η κεντρική του ιδέα είναι οι συνθήκες υπό τις οποίες μια γενικά συνήθης, ίσως και αναπόφευκτη, πυρκαγιά μετατρέπεται σε εφιάλτη: Εκεί εντοπίζεται το ζήτημα με το οξύ κοινωνικό ενδιαφέρον.

κούτσια

Αρθρο 1ο: Ανεξάρτητα τι μπορεί να νομίζουμε όλοι μας, οι πυρκαγιές στη Μεσόγειο δείχνουν σταθεροποιημένες. Η διαφορά των τελευταίων ετών έγκειται στην πυκνότητα και το μέγεθος των των εξάρσεων.

«Αν δούμε τα στατιστικά των πυρκαγιών από το 1980 και μετά- έχει σημασία το χρονικό πλαίσιο – βλέπουμε ότι έχουν σταθεροποιηθεί σε μια μέση τιμή. Σε κάποιες περιοχές της Μεσογείου παρατηρούμε ελαφρά μείωση της τάσης, με εξαίρεση την Πορτογαλία όπου βλέπουμε μια μικρή αύξηση. Αλλά παρατηρούμε έντονα τις χρονιές των εξάρσεων».

Συνδέονται αυτές με τις κλιματικές μεταβολές; Ο καθηγητής είναι επιφυλακτικός: Το ερώτημα δεν εμπίπτει στον τομέα του. «Πάντως το 2007, καταλήξαμε ότι οι πυρκαγιές της Πελοποννήσου, ήταν αποτέλεσμα συνέργειας δύο μεγάλων παραγόντων, που είναι το κλίμα και η βιομάζα. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι στη Μεσόγειο, και την Ελλάδα, το κλίμα δεν είναι περιοριστικός παράγοντας. Η βιομάζα καθορίζει τις πυρκαγιές, ιδίως τις μεγάλες».

Η βιομάζα είναι ο παράγοντας που γιγαντώνει την πυρκαγιά; «Η πυρκαγιά χρειάζεται την καύσιμη ύλη και τις κατάλληλες κλιματικές συνθήκες. Φυσικά χρειάζεται και την έναρξη. Αυτό είναι το τρίγωνο που περιγράφει την εκδήλωση μιας πυρκαγιάς. Ακόμα και αν έχουμε ιδανικές συνθήκες για μια πυρκαγιά, δυνατούς ανέμους κλπ, αν δεν έχουμε βλάστηση δεν θα έχουμε πυρκαγιά».

Άραγε η βιομάζα είναι ένα φαινόμενο φυσικό ή έχει να κάνει με το έλλειμμα φροντίδας σε μια δασική έκταση; «Αν θέλουμε να κάνουμε μια σε βάθος συζήτηση για τη συσσώρευση της καύσιμης ύλης, θα πρέπει να το δούμε σε διάφορα επίπεδα. Προσωπικά εστίασα στο κοινωνικό ζήτημα, την εγκατάλειψη της υπαίθρου και αναπόφευκτα την απώλεια της παραδοσιακής σχέσης του ανθρώπου με το δάσος. Εγκαταλείφθηκαν ορεινές και ημιορεινές περιοχές, εδάφη που δεν ήταν παραγωγικά. Αποτέλεσμα, η συσσώρευση της καύσιμης ύλης: Αυτός είναι ο κυρίαρχος μηχανισμός που επεξηγεί τα μεγάλα γεγονότα στη Μεσόγειο, σε συνδυασμό με θέματα που έχουν να κάνουν βεβαίως με την κλιματική αλλαγή. Στη Μεσόγειο, πάντως, και ιδιαίτερα στη νότια Ελλάδα, ο παράγοντας που διαμορφώνει τη σχέση της πυρκαγιάς με το κλίμα, είναι η καύσιμη ύλη».

Θα μπορούσε η καύσιμη ύλη να απομακρύνεται αν υπήρχε μια συστηματική φροντίδα του δάσους; «Χρειάζεται μια διαχείριση το ζήτημα αυτό. Παλιότερα η διαχείριση αυτή γινόταν μέσω των δομών που ήταν αναπτυγμένες στο δάσος, όσο ο άνθρωπος ήταν μέσα στο δάσος και έπαιρνε πράγματα από αυτό: Αυτός ήταν ένας μηχανισμός διαχείρισης».

Ο καθηγητής συμφωνεί ότι ένας εναλλακτικός μηχανισμός θα μπορούσε να αναπτυχθεί από την αυτοδιοίκηση, αλλά δεν θα τοποθετηθεί ως επιστήμονας σ’ αυτό, δεν είναι το αντικείμενό του.

Ο ίδιος έχει εξηγήσει ότι ευαίσθητο πεδίο είναι το σημείο διασύνδεσης του δασικού και του αστικού περιβάλλοντος, όπου υπάρχει ανθρώπινη δραστηριότητα. Εμείς στην περιαστική ζώνη της Πάτρας έχουμε δει πολλές πρόσφατες πυρκαγιές να ξεπηδάνε εκεί. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, παρατηρεί ότι οι φωτιές είναι ένα φαινόμενο που γνωρίζει έξαρση μετά το ’70, οπότε και εκδηλώνεται η αστυφιλία. Υπάρχει μια αντίφαση σ’ αυτό; ρωτάμε.

«Η μετακίνηση του πληθυσμού άρχισε μετά το 1950-60, εσωτερική και εξωτερική. Τότε άρχισε και η εγκατάλειψη του δάσους. Η συσσώρευση της βιομάζας ήθελε τον χρόνο της για να φανεί. Πράγματι τα μεγάλα γεγονότα ξεκίνησαν μετά το ’70, όπου εκδηλώθηκε και η πίεση για γη»
«Η φωτιά είναι ένα φυσικό γεγονός», συνεχίζει. «Η μετατροπή ενός φυσικού γεγονότος σε κίνδυνο και σε καταστροφή, προϋποθέτει την έκθεση. Εκεί λοιπόν έχουμε το θέμα της διασύνδεσης φυσικού και αστικού περιβάλλοντος, ένα φαινόμενο που δεν είναι μόνο ελληνικό. Είναι ευρωπαϊκό και μεσογειακό. Μας ενδιαφέρει επίσης η τρωτότητα, το κατά πόσον ο άνθρωπος είναι ευάλωτος». Τις δύο αυτές συνιστώσες, καταλήγει, συν τη συνιστώσα της βιομάζας, ο άνθρωπος μπορεί να τις διαχειριστεί «ώστε να ελαχιστοποιήσουμε τις επιδράσεις του γεγονότος, στον άνθρωπο, στο περιβάλλον, τη βιοποικιλότητα».

Η Ηλεία είναι ο αρνητικός πρωταγωνιστής στο φαινόμενο, στη Δυτική Ελλάδα. Η Αχαϊα δεν θεωρείται προβληματική. «Δεν έχουμε πολλά γεγονότα στην Αχαϊα». Επιστημονικά τεκμηριωμένη απάντηση γι’ αυτό δεν έχω αυτή τη στιγμή, πρέπει να το δω, μας λέει ο καθηγητής.

Οι επιστήμονες έχουν πλέον πρόσβαση σε δεδομένα, χάρη στους δορυφόρους. Ο ίδιος πλέον έχει περισσότερες από 50.000 δορυφορικές εικόνες στη διάθεσή του. «Και κάθε μέρα αυξάνονται» λέει. «Πριν κάποια χρόνια, για μια τέτοια εικόνα χρειαζόμαστε 1500 ευρώ, για να την αγοράσουμε»
Ο ίδιος έχει υποστηρίξει ότι η κοινωνία πρέπει να μάθει για τις φωτιές. Τι είναι αυτό που δεν έχουμε μάθει όλα αυτά τα χρόνια; ρωτάμε.

«Θα πρέπει να κατανοήσουμε το ρόλο της πυρκαγιάς στη Μεσόγειο. Είναι μέρος των οικοσυστημάτων. Δεν είναι δαίμονας. Μπορούμε να τη διαχειριστούμε ώστε να ελαχιστοποιήσουμε τις επιπτώσεις της. Δεν είναι στόχος μας να φύγει η πυρκαγιά από τη ζωή μας. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να φύγει. Αν είχαμε τη δύναμη και τα μέσα να πούμε stop στις πυρκαγιές, δεν θα ήταν σωστή αντιμετώπιση. Αυτό που μας προβληματίζει δεν είναι η φωτιά, είναι τα χαρακτηριστικά της. Κάθε πότε έρχεται, πόσο μεγάλη είναι, τι σφοδρότητα έχει».

Εξ ου και ο καθηγητής ζητά μια αλλαγή του δόγματος στην πολιτική διαχείρισης των πυρκαγιών. Να μην αθροίζουμε καμένα εκτάρια, αλλά να βλέπουμε τι ακριβώς έχει συμβεί. «Το σημαντικότερο είναι η φωτιά να παραμείνει στη Μεσόγειο και να έχει τις μικρότερες επιπτώσεις. Θέλουμε να μετράμε τις φωτιές με βάση τις επιπτώσεις που σας είπα: Καύσιμη ύλη, έκθεση, τρωτότητα είναι συνιστώσες που μπορούν να διαχειριστούν. Και εκεί να γίνει η δουλειά»