Χρήστος Κωνσταντακόπουλος: «Στην Πάτρα έζησα τα πιο χαρούμενα χρόνια της ζωής μου»
Ξεκίνησε να σκαλίζει στίχους στην εφηβεία του, χρόνια αργότερα ήρθε η ποιητική του συλλογή «Οταν νυχτώνει στον Κόκκινο Μύλο» και πρόσφατα το νέο του βιβλίο, πεζό αυτή η φορά, «Στου σπιτιού μου την αυλή» (εκδ. Δρόμων), πλημμυρισμένο από χρώματα και αρώματα της Πάτρας των παιδικών του χρόνων. Για την παρουσίασή του βρέθηκε στη γενέτειρά του, την περασμένη Δευτέρα, και σήμερα ο δημοσιογράφος Χρήστος Κωνσταντακόπουλος μοιράζεται με την «ΠτΚ» τις μνήμες του, τις αγάπες του, τις σκέψεις του για το μέλλον.
Πότε νιώσατε να φυτρώνει μέσα σας ο σπόρος της γραφής -και ποιος ο πρώτος καρπός; Ποίηση ή πεζό;
Ο πρώτος σπόρος για να γράψω θα έλεγα πως φύτρωσε μέσα μου, όταν ήμουν 14 χρόνων. Μου κόλλησε τότε η ιδέα να γράψω ένα αστυνομικό διήγημα, πιθανά επηρεασμένος από το ραδιοφωνικό θέατρο της Δευτέρας της ΕΙΡΤ. Το ξεκίνησα, είχα σκεφτεί την πλοκή, όμως μετά τα παράτησα λόγω φόρτου μαθημάτων, φροντιστηρίων, αγγλικών κ.λπ. Περίπου δυο χρόνια μετά και σε μέσα σε ώρες «βαρετών» μαθημάτων, άρχισα να γράφω στίχους στις πίσω άσπρες σελίδες των σχολικών βιβλίων. Δεν ξέρω πώς, όμως τότε με ενέπνεε πολύ το θέμα των ξενιτεμένων Ελλήνων. Ετσι είχα γράψει ένα σωρό στίχους για την ξενιτιά. Αυτά στα δεκάξι. Αρκετά χρόνια αργότερα έκανα την ποιητική συλλογή «Οταν νυχτώνει στον Κόκκινο Μύλο».
Επιλέξατε την αθλητική δημοσιογραφία επειδή…
Θα γελάσετε, όμως θέλησα να γίνω δημοσιογράφος, επειδή ήθελα να μπαίνω τζάμπα στο γήπεδο!!! Στην Πάτρα το σκέφτηκα, περπατώντας στην Κορίνθου. Βέβαια έγραφα σε τοπικές εφημερίδες, από μαθητής ακόμα με αμοιβή 1.000 δραχμές τον… χρόνο, κάτι όμως που δε με βοηθούσε να βγάλω επίσημη δημοσιογραφική ταυτότητα. Σκέφτηκα λοιπόν να απευθυνθώ στον φωτογράφο Νίκο Ρούσσο, που από μια δική του εφημερίδα ξεκίνησα ερασιτεχνικά στα δεκάξι, γιατί αυτός γνώριζε λόγω δουλειάς όλους σχεδόν τους αθλητικούς δημοσιογράφους και εκδότες. Και πράγματι με βοήθησε και πήγα στην «Αθλητική Ηχώ».
Τι σας ώθησε να κλείσετε σε βιβλίο μέρος των παιδικών σας χρόνων και δη το διάστημα 1966-1972;
Αφού διευκρινίσω ότι το βιβλίο ξεκινάει, ουσιαστικά το 1963, με τη γνωριμία των γονέων μου, θα πω σαφέστατα πως αυτό που με ώθησε να το γράψω, είναι η αγάπη μου για την πόλη της Πάτρας. Αυτά τα λίγα χρόνια που έζησα στην Πάτρα ήταν τα πιο ξένοιαστα και τα πιο χαρούμενα της ζωής μου. Θέλησα λοιπόν να τα χαρώ, μαζί με τους αναγνώστες και παράλληλα να δείξω πόσο εξευγενισμένη, πολιτισμένη και ξεχωριστή πόλη ήταν ήδη εδώ και πάνω από μισό αιώνα. Βέβαια και πανέμορφη. Επίσης ήθελα να δείξω πόσο ευτυχισμένη, παρά τα όποια προσωπικά προβλήματα, που ποτέ δε λείπουν, είναι μια γειτονιά, όταν οι γείτονες είναι αγαπημένοι και υπάρχει αλληλοβοήθεια μεταξύ τους, κάτι που νομίζω πως τονίζεται ξεκάθαρα στον αναγνώστη.
Του σπιτιού μου το στενό» κουβαλάει πολλές μνήμες, και πολλές δυσκολίες. Τι νοσταλγείτε από εκείνα τα χρόνια;
Νοσταλγώ την αγνότητα που είχε τότε ο κόσμος. Σίγουρα υπήρχαν και κακοί -γράφω και για ένα ειδεχθές έγκλημα που είχε γίνει στο Δασύλλιο-, όμως πολύ λιγότεροι, από ό,τι τη σημερινή εποχή. Νοσταλγώ τα θαυμάσια μαθητικά μου χρόνια στο Στρούμπειο, τα ανέμελα παιχνίδια με τους συνομηλίκους μου, στο στενάκι και στον χωματόδρομο, τότε, της Κανακάρη, την καθιερωμένη κυριακάτικη βόλτα των Πατρινών στο λιμάνι και την μπάντα του Δήμου.
Αναφερθήκατε στο Στρούμπειο, όπου φοιτήσατε τις τρεις πρώτες τάξεις του Δημοτικού. Τι θυμάστε από τις δασκάλες σας;
Το Στρούμπειο είναι ίσως το πιο μεγάλο κεφάλαιο της ζωής μου. Και δεν είναι υπερβολικό αυτό, όσο και αν μπορεί να νομιστεί. Εκεί είχα την τύχη να έχω στις τρεις πρώτες τάξεις που πήγα, δύο καταπληκτικές δασκάλες, την κυρία Θεοδώρα, που νομίζω πως ήταν σύζυγος του τότε δημάρχου και την κυρία Μαντά από τη Σπάρτη, που μου έμαθαν «καλά τα γράμματα». Οφείλω λοιπόν τα μέγιστα σε αυτές.
Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου σας ζωντανεύετε έναν κόσμο που θυμίζει ασπρόμαυρη ταινία του ελληνικού κινηματογράφου. Θελήσατε να στείλετε κάποιο μήνυμα στους σημερινούς νέους;
Μια και κάνετε λόγο για ασπρόμαυρες ταινίες και μπαίνετε έτσι στον χώρο του πολιτισμού, θα απαντήσω πανομοιότυπα. Το μήνυμά μου στους νέους είναι να μη δίνουν σημασία σε ό,τι μη ανθρώπινο τους διδάσκει το ίντερνετ και στην «κατηφόρα» του κόσμου και των αξιών με τις καθημερινές σκηνές που βλέπουν στα κανάλια, αλλά να δίνουν σημασία στις σκηνές των ασπρόμαυρων ταινιών που ανέβασαν τον πολιτισμό και την ευφυΐα των Ελλήνων σε υψηλά επίπεδα.
Ανάμεσα στις φωτογραφίες του βιβλίου και κάποιες εξωφύλλων του «Σεραφίνο». Συλλογή;
Το παιδικό περιοδικό «Σεραφίνο» ήταν και παραμένει μια μεγάλη αγάπη για μένα. Γιατί, ο Σεραφίνο, σε αντίθεση με ήρωες άλλων τέτοιων περιοδικών, δεν ήταν πανίσχυρος, δεν κέρδιζε πάντα, αντιμετώπιζε αδικίες, βοηθούσε τον νόμο, όμως έβρισκε και τον μπελά του και κατέληγε και στη φυλακή. Παράλληλα ήταν πάμπτωχος, κοιμόταν σε μια παράγκα και αν αυτή έπεφτε από την κακοκαιρία σε παγκάκι, ακόμα και αν έριχνε χιόνι!!!. Εγώ ήμουν και είμαι πάντα με τους αδύναμους και τους αδικημένους και έχω και εγώ υποστεί συνέπειες από αυτό. Πώς λοιπόν να μην τον αγαπώ;
Ναι, είμαι συλλέκτης του αγαπημένου «Σεραφίνο». Από τα 350 τεύχη της πρώτης και καλής περιόδου μου λείπει μόνο το 279.
Η Πάτρα σήμερα πώς σας φαίνεται με το βλέμμα του ενήλικα;
Μπορώ να πω πως δε μου φαίνεται και πολύ διαφορετική. Κάποια πράγματα δε μου αρέσουν, όπως τα κάγκελα στα παράθυρα των σπιτιών και τα διπλά παρκαρίσματα στους δρόμους. Η πόλη εξελίσσεται σε πολύ καλό ρυθμό και το κυριότερο παραμένει πανέμορφη.
Θα μας πείτε και για την άλλη σας μεγάλη αγάπη, τη μουσική;
Η μουσική φαίνεται πως ήταν στο DNA μου όταν γεννήθηκα. Με το που απέκτησα ράδιο, αυτό εδραιώθηκε και ήμουν πολύ τυχερός που «έπεσα» μέσα στον «χρυσούν αιώνα» της ελληνικής μουσικής κυρίως στις δεκαετίες του ΄60 και΄70. Σπουδαίες μουσικές, σπουδαίοι στιχουργοί, σπουδαίες φωνές. Ετσι δεν ήταν δυνατόν να μην ερωτευτώ αυτόν τον μουσικό πολιτισμό και να μη γίνω φανατικός του. Μεγαλώνοντας, στάθηκα τυχερός να γνωρίσω και να συνάψω φιλικές σχέσεις με πολλούς καλλιτέχνες. Με τον Πουλόπουλο, παίζαμε μαζί ΠΡΟ-ΠΟ και περάσαμε μαζί πολλά Χριστούγεννα και Πάσχα, με τον Γλέζο ερχόμαστε μαζί στην Πάτρα πολλές φορές, με τον Κουμπή βγαίναμε συνέχεια, με τον Μητσιά τα λέμε κατά καιρούς, ο Μπιθικώτσης με είχε καλέσει στο σπίτι του, με την Κουμιώτη μιλάγαμε βράδυ παρά βράδυ, με τον Γιώργο Κοινούση αποκαλούμασταν «αδέρφια».
Τι σας φοβίζει, τι σας θυμώνει στην εποχή μας και πώς βλέπετε το μέλλον;
Με φοβίζει πολύ η παγκοσμιοποίηση, τα «σπίτια- φυλακές», η αποξένωση του κόσμου. Θυμώνω όταν βλέπω ανθρώπους να ψάχνουν στα σκουπίδια, τη μέγιστη φτώχεια κάποιων οικογενειών, τα μικρά μεροκάματα, την «επανάσταση των τραπεζών». Οσο η σημερινή κατάσταση παγκοσμίως θυμίζει περίπου μεσαίωνα, το μέλλον το βλέπω σκοτεινό. Ωστόσο είναι στο χέρι των παγκόσμιων πολιτών να ανατρέψουν τα «κακώς κείμενα». Τότε θα έχουν και καλύτερο επίπεδο και καλύτερη ποιότητα ζωής.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News