Η Αχαΐα στην Επανάσταση του ’21
Eίναι έκδηλη, τα τελευταία χρόνια, μία τάση αποδόμησης της νεοελληνικής Ιστορίας, υπό το πρόσχημα να παρουσιαστεί η αλήθεια. Η αποδομητική αυτή διαδικασία οδηγεί στην επιβολή ιστορικών ετυμηγοριών, που αποσυναρμόζουν την εθνική ταυτότητα και αποσυνθέτουν τις εθνικές αφηγήσεις.
Μετά το Κρυφό Σχολειό, το οποίο για κάποιους δεν είναι ούτε θρύλος με ιστορικό πυρήνα, σειρά έχει το λάβαρο που υψώθηκε στην Αγία Λαύρα. Στο αρχείο του Μητροπολίτη Αθηνών Θεόφιλου Βλαχοπαπαδόπουλου (1790-1873), που βρίσκεται στο Μουσείο της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας Πελοποννήσου, στην Πάτρα, σώζεται, μεταξύ άλλων, και το χειρόγραφο της προσφώνησής του, κατά την τελετή της ανακομιδής των λειψάνων του Γρηγορίου Ε ́ (1871), από την Οδησσό στην Αθήνα, για να εναποτεθούν στον Μητροπολιτικό Ναό, όπου υπάρχουν μέχρι σήμερα. Μεταξύ άλλων, είπε επί λέξει, «… ο αείμνηστος Παλαιών Πατρών Μητροπολίτης (εννοεί τον Γερμανό Γ ́), ο συμπολίτης σου, ο ποτέ ιεροδιάκονός σου, και κατόπιν συνάδελφος και συλλειτουργός σου, πρώτος ανταπεκρίθη εις τα ευγενή και γενναία αισθήματά Σου.
Εκεί, εν τη Αγία εκείνη Μονή (εννοεί την Αγ. Λαύρα), κατασκευάσας εθνικήν σημαίαν από το ράσον του και την φουστανέλλαν του Ζαΐμη, εχάραξεν επ’ αυτής τον Αγιον και Ζωοποιόν Σταυρόν, και κρατών με την αριστεράν χείρα του τα πρακτικά της προ μικρού συγκροτηθείσης μυστικής εν Αιγίω συνελεύσεως, και με την δεξιάν την σημαίαν του Σταυρού, αναγεγραμμένον έχουσα το σύνθημα “Ελλάς ανάστηθι ανεξαρτησίαν ή θάνατον ομνύομεν επί τω ονόματί Σου”, ως από πυρσού τότε ουρανοκρύφου, μετά των συν αυτώ περιβλέπτων Αχαιών και Αρκάδων κατηλέκτρισεν άπασαν την ελληνικήν φυλήν διά του θείου κηρύγματός του. “Δεύτε λάβετε φως εκ της λαμπάδος της υπέρ πίστεως και πατρίδος αναφθείσης και αναγγείλατε πάσι τοις έθνεσιν, ότι η φωνή μου, είναι φωνή αυτού του Κυρίου Παντοκράτορος”… ».
Ο Θεόφιλος Βλαχοπαπαδόπουλος διετέλεσε αρχιδιάκονος του Παλαι ών Πατρών Γερμανού Γ ́ και ήταν αυτόπτης μάρτυρας όσων συνέβησαν και ο Γερμανός Γ ́ είχε διατελέσει αρχιδιάκονος του Γρηγορίου Ε.
Δεν πρόκειται για το λάβαρο που εκτίθεται σήμερα, το οποίο είναι της οθωνικής περιόδου, όταν καθιερώθηκε ο επίσημος εορτασμός της Επανάστασης (1838) και η κατασκευή του προϋποθέτει προετοιμασία. Η ύψωση του λαβάρου ήταν μία αυθόρμητη ενέργεια, που έγινε στις 17 Μαρτίου 1821 και όχι στις 25, διότι την ημέρα εκείνη (17 Μαρτίου) εορτάζετο η μνήμη του Αγίου Αλεξίου και τελείτο ολονυκτία στη μονή. Αλλωστε, στις 25 Μαρτίου, αποδεδειγμένα ο Γερμανός Γ ́ βρισκόταν στην Πάτρα.
Η αποδοχή της ύψωσης του λαβάρου, ως ιστορικού γεγονότος ή ως θρύλου με ιστορικό πυρήνα, ενισχύεται και από την υπάρχουσα ισχυρή παράδοση, η οποία δεν μπορεί να δημιουργήθηκε χωρίς προηγούμενη συγκεκριμένη αιτία.
Εκτός από το χειρόγραφο, υπάρχει στο ίδιο αρχείο το κείμενο και σε έντυπη μορφή, το οποίο τοιχοκολλήθηκε τότε (1871). Αν δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, ενόψει του ότι είχαν μεσολαβήσει μόνο πενήντα χρόνια από το γεγονός και υπήρχαν ακόμα εν ζωή αγωνισταί και άμεσοι γνώστες των γεγονότων, θα εκδηλώνονταν αντιδράσεις.
Οσο για το επιχείρημα ότι δεν αναφέρεται η ύψωση του λαβάρου στα απομνημονεύματα του Παλαιών Πατρών Γερμανού Γ ́, αυτό που κατέλιπε, είναι ένα ημιτελές σχέδιο απομνημονευμάτων, το οποίο εγράφη υπό το κράτος οργής και αγανάκτησης, για την εμφύλια σύρραξη των Ελλήνων, της οποίας ένα από τα πρώτα θύματα ήταν και ο ίδιος.
Η επίκληση, τέλος, απ’ όσους αρνούνται την ύψωση του Λαβάρου, της Ιστορίας της Ελληνικής Επαναστάσεως του Σπυρίδωνα Τρικούπη, είναι παραπλανητική, διότι στη σχετική αναφορά, που περιελήφθη για πρώτη φορά στη β ́ έκδοση (Λονδίνο 1860) (σ. 312 σημείωση), δεν αμφισβητείται το γεγονός αυτό καθ’ εαυτό, αλλά ότι το συγκεκριμένο λάβαρο δεν ήταν χρονικά το πρώτο που υψώθηκε, από τα πάνω από τριάντα λάβαρα που υψώθηκαν σε διάφορες περιοχές της χώρας. «… Ψευδής είναι η εν Ελλάδι επικρατούσα ιδέα, ότι εν τη μονή της Αγίας Λαύρας ανυψώθη κατά πρώτον η σημαία της ελληνικής επαναστάσεως. Την ιδέα ταύτην εξέφρασα και εγώ εν τω επικηδείω λόγω εις Ανδρέαν Ζαΐμην πριν εξακριβώσω την αλήθειαν».
• Gazette of Maine, Portland, 19/2/1824
Ο Αγώνας μεταξύ των Τούρκων και των Ελλήνων, λέει η Morning Herald της 24ης ∆εκεμβρίου, είναι τόσο αργός, με μόλις μια περίπτωση αξίζει το όνομα μάχης. Τα πλεονεκτήματα των Ελλήνων στη θάλασσα είναι αποφασιστικά και αναμφισβήτητα. Σε αυτό, συναντούν τους Τούρκους με αίσθηση της υπεροχής τους και την ασφάλεια της επιτυχίας, η οποία από μόνη της μπορεί να είναι αρκετή για τη νίκη. Ο Τούρκος ναύαρχος διατάζοντας τη συνδυασμένη μοίρα, μετά από αρκετές ήττες και απώλειες, επέστρεψε στα ∆αρδανέλλια. Οι Τούρκοι κάνουν μια πιο εμποδιστική αντίσταση στην ξηρά. Το Μεσολόγγι ήταν στην αρχή του Νοεμβρίου, το μεγάλο εμπόδιό τους, και ο Πασάς του Σκουταριού , που διοικεί το ένα μόνο μέρος του στρατού επιδιώκει ακόμη μία επιχείρηση κατά του τόπου αυτού, παρά τους επανειλημμένους ελέγχους από τους Ελληνες. Οι τελευταίοι φαίνεται να ασκούν εναντίον του ένα είδος ανταρτοπόλεμου, προωθούμενοι και επιστρέφοντας στα βουνά, όπως απαιτεί η περίσταση. Οι Τούρκοι αναφέρεται ότι έχουν χάσει ακόμη και ένα κανόνι του πυροβολικού, που προοριζόταν για δράση στο Μεσολόγγι. Στη διαδρομή για την Αιτωλία, οι Ελληνες έκαναν κατάβαση από τα βουνά ανάμεσα στην Αιτωλία και την Ακαρνανία και πήραν όχι μόνο αυτό το πυροβόλο, αλλά μια μεγάλη ποσότητα πυρομαχικών και τη μεγάλη συνοδεία που τα συνόδευε…
- H ναυμαχία του Ναυαρίνου στις 20 Οκτωβρίου 1827 τερμάτισε την τουρκική κυριαρχία σε σημαντικό μέρος του ελληνικού εδάφους και συγχρόνως άνοιξε το δρόμο προς την κηδεμονία των ξένων.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία)από τότε έγιναν οι νέοι αφέντες του ελληνικού λαού. Ρυθμιστές των ελληνικών πραγμάτων οι ξένοι, είχαν τις τύχες των Ελλήνων στα χέρια τους. Το ελληνικό πρόβλημα έβρισκε λύσεις στο βωμό του ανταγωνισμού και των αντιζηλιών των «συμμάχων» στην περιοχή της Μεσογείου. Ο καθένας για λογαριασμό του προσπαθούσε να επικρατήσει. Η ενισχυμένη θέση της Ρωσίας μετά από το τέλος του Ρωσικού πολέμου στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου όξυνε τον ανταγωνισμό μεταξύ τους και «ωφέλησε» τα ελληνικά πράγματα… - Oι πρόκριτοι της Αχαΐας υποδέχτηκαν τον Ιω. Καποδί-στρια πιστεύοντας ότι θα στηριζόταν κυρίως σ’ αυτούς και τους ομοϊδεάτες τους για να οργανώσει τη χώρα. Τα σχέδια όμως του Κυβερνήτη ήταν τελείως διαφορετικά: ∆εν ήθελε να στηριχθεί στους προκρίτους που τους θεωρούσε καταπιεστές του λαού, αλλά σε αφοσιωμένους υπαλλήλους που θα εφάρμοζαν τα δικά του σχέδια για την οργάνωση της ελληνικής Πολιτείας.
Η κυβερνητική αυτή πολιτική δεν άργησε να φανεί. Λόγοι όμως άμυνας επέβαλλαν προσωρινά τη διατήρηση φιλικών σχέσεων με την Κυβέρνηση. Επρεπε, κυρίως, να διασώσουν και να εκμεταλλευτούν την κτηματική τους περιουσία, να αναλάβουν από την οικονομιkh κάμψη, που είχε προκαλέσει ο απελευθερωτικός και ο εμφύλιος πόλεμος, να προστατευθούν από τους αντιπάλους τους. Συγχρόνως, για τη συντήρηση ενός βαθμού επιρροής στους οπαδούς τους και την προστασία των συμφερόντων τους, οι ισχυρότεροι από αυτούς δέχτηκαν να γίνουν μέλη του Πανελληνίου ή να διοριστούν διοικητές στις επαρχίες.
Παράλληλα, σε συνεργασία με άλλα μέλη της αντιπολίτευσης, προσπάθησαν να αποδυναμώσουν το κύρος του Καποδίστρια. Οι περισσότεροι ήταν μέλη της λεγόμενης αγγλικής φατρίας.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News