Θέατρο: Ουαί τοις ηττημένοις
Στο θέμα του πολέμου ο Ευριπίδης έχει επιλέξει στρατόπεδο και αυτό είναι των ηττημένων. Ο τραγικός ποιητής συλλογίζεται τον πόνο του ηττημένου μέσα από το δράμα γυναικών κατακερματισμένων από την οδύνη και απορφανισμένων από τα πολεμικά δεινά. Στο ανδρικό «παιχνίδι» που λέγεται πόλεμος, βρίσκει ότι η μεγάλη χαμένη, που υφίσταται με τρόπο εξίσου επώδυνο και τη νίκη και την ήττα είναι η γυναίκα, είτε ως σύζυγος και ερωμένη του νικητή, είτε ως σύζυγος και μάνα του ηττημένου.
Στον θεματικό αυτό κύκλο της πολιορκίας, της προσφυγιάς και της αιχμαλωσίας εντάσσεται και η πολύπαθη μορφή της Εκάβης, της έκπτωτης γηραιάς βασίλισσας της Τροίας, για την οποία φιλοτέχνησε δύο τραγικές προσωπογραφίες, τη μια στις «Τρωάδες» και την άλλη στην ομώνυμη τραγωδία, δημιουργώντας μια από τις οδυνηρά αλησμόνητες μορφές της αρχαίας ελληνικής δραματουργίας.
Τοποθετημένη στο επίκεντρο του πολεμικού κατατρεγμού η Εκάβη, αποψιλωμένη από πατρίδα, οικογένεια, αξίωμα -άπαις, άπολις και έρημος πια- υψώνεται από το δημιουργό της ως σύμβολο των αστείρευτων δυνάμεων και αντοχών της γυναικείας ψυχής. Μια mater dolorosa αλλά και συγχρόνως μια γνήσια μάνα-κουράγιο, που εξακολουθεί να μένει όρθια και να διατηρεί την αξιοπρέπειά της εν μέσω αλλεπάλληλων συμφορών.
Παρά την καταπόνηση και την εξάντληση των ψυχικών της αποθεμάτων, συνάζει όλες της τις δυνάμεις για να αντικτυπήσει τους καταπιεστές της, περνώντας από τη θέση του θύματος της αλόγιστης πολεμικής βίας, που αρχικά δεν αντιστέκεται, σε εκείνη του θύτη, που καταλαμβάνεται από βίαιο πάθος για εκδίκηση, υπέρμαχος μιας αρχαϊκής δικαιοσύνης (αυτοδικίας) που στο αίμα απαντά με αίμα. Ωστόσο ο ποιητής δεν καταδικάζει την καθημαγμένη από τα πάθη ηρωίδα του για την αιματόβρεχτη χαρά της εκδίκησης, επιλέγοντας γι’ αυτήν ένα αινιγματικό τέλος, περιβεβλημένο με μεταφυσικό μυστήριο.
Αυτή η σπαρακτική κραυγή του Ευριπίδη κατά των δεινών του πολέμου, που δυστυχώς παραμένει συγκλονιστικά σύγχρονη, φαινομενικά είχε όλες τις προδιαγραφές για να μην απογοητεύσει. Μια προβληματισμένη νέα μετάφραση της Ελένης Βαροπούλου και ένα επιτελείο ηθοποιών, που στο μεγαλύτερο μέρος του δεν δοκιμαζόταν για πρώτη φορά στον στίβο του αρχαίου δράματος. Προσέκρουσε όμως τόσο στη σκηνοθεσία της Ιώς Βουλγαράκη, που εστίασε αχρείαστα στην εμπλοκή των νεκρών στον κόσμο των ζωντανών, όσο και στην ερμηνεία της Εκάβης που αποτελεί το αγκωνάρι της ομώνυμης τραγωδίας.
Τα υποκριτικά εύσημα της Ελένης Κοκκίδου σε έργα κλειστού χώρου είναι αναμφισβήτητα, αποδείχθηκε όμως αδύναμη, ασταθής και μονοδιάστατη να σηκώσει στους ώμους της το φορτίο ενός μεγάλου ρόλου στον καταποτήρα του αργολικού θεάτρου και να αναδείξει το τραγικό μέγεθός του, διατηρώντας τον πλήρη έλεγχο των εκφραστικών της μέσων. Οι λεπτών συναισθηματικών αποχρώσεων Πολυξένη της Μαρίνας Καλογήρου προσπάθησε να αναδείξει την αξιοπρέπεια και την αυταπάρνηση της ηρωίδας, έμεινε όμως αβοήθητη χωρίς τους βαθύτερους συνδετικούς αρμούς με τη μητέρα της Εκάβη.
Μέτρια πειστική και μάλλον διεκπεραιωτική η ανδρική τριάδα των εκφραστών της γυναικείας καταπίεσης: από τον λαοπλάνο και γλυκομίλητο Οδυσσέα του Θανάση Κουρλαμπά, τον εκμεταλλευτή και καιροσκόπο του πολέμου Πολυμήστορα του Ακη Σακελλαρίου, που με αδικαίωτο και ανερμάτιστο διονυσιασμό έδειξε την μεταστροφή του ρόλου έως τον αδιάφορο και άχρωμο Αγαμέμνονα του Αλέκου Συσσοβίτη. Από τη μετριότητα ωστόσο διασώθηκε ο Ταλθύβιος του Ιωσήφ Ιωσηφίδη που κατέθεσε έναν έντιμο ρεαλιστικό λόγο.
Η Μαγδαληνή Αυγερινού ευτύχισε στη σκηνοθετική της σύλληψη αποδίδοντας το ερειπωμένο μεταπολεμικό τοπίο μέσα από βεβηλωμένα αγάλματα και σπαραγμένα ανθρώπινα μέλη, όχι όμως και στην αδιαφοροποίητη και στερημένη από κάθε προσδιορισμό του ήθους, του αξιώματος και της κατάστασης των προσώπων ενδυματολογία της.
Μια άνευρη «Εκάβη», που της διέφυγαν οι ασθμαίνοντες ρυθμοί και οι απρόβλεπτες αντιδράσεις των προσώπων της.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News