Θέατρο: Απόκοσμα «Βατράχια»
Εργο φιλολογικής σάτιρας -όπως και οι «Νεφέλες» από το οποίο δεν λείπει η αριστοφανική ουτοπία της επιστροφής στο παρελθόν, οι «Βάτραχοι», γράφονται σε μια οριακή χρονική στιγμή για την αρχαία Αθήνα. Ενα μόλις χρόνο (405 μ.Χ.), πριν από τη λήξη του μεγάλου πολέμου της αδελφοσφαγής.
Η πολιτεία των αξιών, των ιδανικών και των μεγάλων θεσμών έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί. Η τραγική της πτώση φαντάζει πλέον νομοτελειακά αναπόφευκτη. Σ’ ένα τέτοιο τοπίο παρακμής ο Αριστοφάνης -με εμφανή τα σημεία της προσωπικής κόπωσης και απόγνωσης- αναζητά τον Ποιητή της πόλης, τον πνευματικό της καθοδηγητή, ως έκφραση ύστατης υπαρξιακής αγωνίας και ως έσχατο αντίδοτο στο επερχόμενο τέλος.
Βασισμένος στον αρχετυπικό μύθο του Ορφέα, σκαρφίζεται αναλογικά στους «Βατράχους» την κάθοδο του Διόνυσου στον Αδη, προκειμένου να επαναφέρει στη ζωή τον Αισχύλο, για να ξανασημάνει στην πόλη η φωνή της τραγικής μούσας, που συνέδεσε το όνομά της με τις παιδευτικές αξίες και το ήθος της Αθηναϊκής πολιτείας.
Η αριστοφανική σύλληψη στους «Βατράχους» είναι καθαρά ουτοπική και στο βάθος της απεγνωσμένη, εύλογη όμως και εκ των πραγμάτων αναπόφευκτη σε καιρούς πνευματικά άνυδρους και ηθικά αδιέξοδους. Παρά τις παρακμιακές συνθήκες συγγραφής της κωμωδίας, το κειμενικό της σώμα παραμένει σπαρταριστά κωμικό, με αποκορύφωμα της σκωπτικής ικμάδας του ποιητή την σκηνή του Αγώνα ανάμεσα στον Αισχύλο και τον Ευριπίδη. Η προτίμηση στο πρόσωπο του Αισχύλου, παρά την ισόπαλη έκβαση της αντιπαράθεσης των δύο τραγικών, είναι συνυποδηλωτική της ιδεολογίας του Αριστοφάνη, που εμφανέστατα προκρίνει τον Μαραθώνα ως ιδανικό και πνοή ζωής για την παραπαίουσα ηθικά αθηναϊκή πολιτεία.
Μια σκηνοθετική πρόταση, διαφορετική από ιδεολογική, ερμηνευτική και αισθητική άποψη από την συνήθη των τελευταίων ετών στη διαχείριση του Αριστοφάνη, κατέθεσε η Εφη Μπίρμπα στα «Βατράχια» με τον υπότιτλο «Μια κωμωδία με dna τραγωδίας» να προϊδεάζει και να αποκωδικοποιεί τις προθέσεις της.
Ο σχεδιασμός της ευπρόσδεκτος και καλοδεχούμενος, μορφοποιήθηκε σε μια στοχαστική, μεταφυσική παράσταση υπαρξιακών αναζητήσεων, που τροφοδότησε η μετάβαση από τον κόσμο των ζωντανών σε εκείνο των νεκρών, απαλλαγμένη από την επικαιροποίηση, το επιθεωρησιακό ύφος και το ευτελές χιούμορ, πρακτικές που κατά κόρον έχουν εσχάτως χρησιμοποιηθεί και κουράσει το κοινό του αρχαίου κωμωδιογράφου.
Στην ανάδειξη της συγκρατημένης σκηνοθετικής γραμμής συνέβαλαν όλα τα επιμέρους στοιχεία: από την λογοτεχνίζουσα και εκφραστικά περίτεχνη μετάφραση του Κων/νου Μπλάθρα και το ιδιαίτερο σκηνικό της αντικατοπτρίζουσας λίμνης, με την υπογραφή της σκηνοθέτιδας, έως τους σκοτεινούς φωτισμούς του Γιώργου Καρβέλα και τις λεπτών αποχρώσεων ερμηνείες των ηθοποιών.
Εξαιρετική η ανταπόκριση του γελαστικού δίδυμου Διόνυσου-Ξανθία με τους Αρη Σερβετάλη και Μιχάλη Σαράντη, η αβίαστη, σχεδόν μηχανική ακρίβεια του πρώτου στη μεταπήδηση από το αστείο στο τραγικό και ο ρυθμός του δεύτερου στον αγώνα της ατάκας. Με μέτρο ο Αργύρης Ξάφης ως Αισχύλος και αποδοτικός ο Εκτορας Λιάτσος ως Ευριπίδης. Ωραίες εικόνες πρόσφερε ο Χορός (Μαίρη Μηνά, Αλεξάνδρα Καζάζου, Νάνσυ Μπούκλη, Μιχάλης Θεοφάνους) με προεξάρχουσα την Ηλέκτρα Νικολούζου, τόσο στις συνεκφωνήσεις του όσο και στις ατομικές στιγμές του, πλαισιώνοντας το κεντρικό ερμηνευτικό ζευγάρι, υπό τους ήχους της πολυπρισματικής μουσικής του Constantine Skourlis.
Αναμφισβήτητα μια ξεχωριστή, ανανεωτική θεώρηση του Αριστοφάνη, που όμως η ονειρική, απόκοσμη και υπαρξιακή οπτική της βάρυνε τελικά και ζημίωσε τους ρυθμούς της παράστασης, αφήνοντας εκτός σκηνής το κωμικό κεφάλαιο των «Βατράχων».
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News