Ποιος Γιούτσος

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Ο Γιούτσος, ο Σιδέρης, ο Βασιλείου και ο Μποτίνος. Τις θέσεις τότε τις έλεγαν στα νέα ποδοσφαιρικά ελληνικά: Ο έξω δεξιά, ο μέσα δεξιά, ο έξω αριστερά, ο μέσα αριστερά. Ηδη έφυγαν δύο από την τετράδα, πρώτα ο Μποτίνος και τώρα ο Γιούτσος. Και πριν κάνα χρόνο ο Ζαντέρογλου από την άμυνα. Στο μεταξύ εμείς εδώ στην Πάτρα αυγατίσαμε τις απώλειες, ο Λεβεντάκος, ο Μιχαλόπουλος, ο Σίδερης, και πριν λίγες μέρες ο Καραμπινάς. Από την ΑΕΚ, ο Παπαϊωάννου και ο Σεραφείδης. Ανασυνθέτουμε τα άλμπουμ των παιδικών μας χρόνων. Κάθε τρεις και λίγο ξηλώνουμε και μια φωτογραφία, αυτές που φτιάχναμε με τις περίφημες τύχες, που κυκλοφορούσαν ως δέλεαρ με γκοφρέτες της μιας δραχμής. Το άλμπουμ αδειάζει. Οι νεότεροι παραξενεύονται που οι παλιότεροι θορυβούνται. «Τι λες μωρέ. Πάει και ο Γιούτσος». «Ποιος είναι ο Γιούτσος;» ρώτησε κάποιος. Πώς δεν ήρθαμε στα χέρια.

Φεύγοντας οι θρύλοι της παιδικής σου ηλικίας είναι σαν να ξηλώνονται οι πόντοι από το πουλόβερ του σύμπαντός σου. Είναι μια παταγώδης διάψευση της πίστης στην αιωνιότητα, στην ακινητοποίηση του κόσμου όπως τον είχες προσλάβει, τον είχες φυλακίσει σαν μια αέναη σταθερά. Οι αλήθειες δεν κρατάνε για πάνω από 50ετία. Είναι σαν τις συσκευές, τα πλυντήρια και τα ψυγεία. Από μια ηλικία και μετά θέλουν άλλαγμα.

Ο Γιούτσος έφυγε γιατί θα έφευγε κι αυτός, όπως όλοι. Το «έμπαινε» που τον συνόδευε, δεν θα φύγει ποτέ, έμεινε στα χείλη ακόμα και εκείνων που δεν είδαν κανένα μπάσιμό του ή που δεν τον είδαν ποτέ να αγωνίζεται. Υπήρξε ταλαντούχος και τυχερός, καβάλησε σε ένα άρμα αστραφτερό που υποβλήθηκε σε θρυλοποίηση στη συνείδηση των μαζών. Ευνοήθηκε από παραμέτρους: Τη νίκη επί της Σάντος, τα πρωταθλήματα της ομάδας του Μπούκοβι, την τεράστια διείσδυση των αθλητικών εφημερίδων στην κοινωνική κουλτούρα των μετεμφυλιακών χρόνων, σε μια περίοδο όπου η απορφανισμένη Ελλάδα αναζητούσε ήρωες στα γήπεδα, διψώντας για μια φαντασιακή υπέρβαση και τις ταυτίσεις που προσφέρονταν ως προωθητικός μηχανισμός. Ηταν ο καιρός του ραδιοφώνου, τότε που ο σπίκερ διαμόρφωνε μια αφήγηση μεγαλείου εν εξελίξει, με την κερκίδα να πάλλεται. Όταν ο Ολυμπιακός εκείνων των ημερών πέρασε από τα ταπεινά Τρίκαλα, ο λαός ενός νομού τον υποδέχθηκε σαν απελευθερωτές. Ή έστω σαν τους Μπιτλς του. Ο Σιδέρης αφηγείτο ότι τον υποχρέωσαν να βγάλει λόγο, αυτόν, έναν αμόρφωτο νέο της φτωχογειτονιάς του Περιστερίου.

Ο Γιούτσος ο ίδιος ήταν ένα παιδί του εμφυλίου που υποχρεώθηκε να καταφύγει στην Ουγγαρία μετά την ήττα των ανταρτών για να γλιτώσουν οι δικοί του όσα περίμεναν τους ηττημένους. Εφυγε ως τέκνο μιας οικογένειας- μίασμα, επέστρεψε ως μεσσίας εισαγωγής. Σημαδεμένος από τα γεγονότα, δίσταζε ακόμα και στα ύστερα μεταπολιτευτικά χρόνια να μιλήσει για δικτατορίες και διωγμούς με το όνομά τους: Είχε ανδρωθεί μέσα στο «σσσστ» της μαμάς του και του περιβάλλοντός του. Φτιαγμένος, ισχυρός, δημοφιλής, φοβόταν ακόμα το μπλέξιμο. Οι θρύλοι μπορούν να είναι ευάλωτοι, κι ας είναι υπεράνθρωποι. «Κορίτσια, τη δουλειά μας εμείς» σύμφωνα με την προτροπή στα «Κοκκινα Φανάρια», μετά τον ανδρικό καυγά και τα σουγιαδιάσματα.

Ποιος είναι ο Γιούτσος; ρωτάς. Δεν έχει νόημα να στο εξηγήσουμε, είναι αυταπάτη η μύηση σε βιώματα που τα βαραίνει η σκόνη του χρόνου. Αλλωστε τον Γιούτσο δεν τον θυμόμαστε ακριβώς για όσα θυμόμαστε από αυτόν, αλλά για όσα θυμόμαστε από μας. Πάντα, ως γνωστόν, ο εαυτός μας είναι το θέμα. Η μνήμη φωνάζει Εμπαινε και σκεπάζει το Εβγαινε της φθοράς, αλλά έρχονται αυτοί οι κακούργοι οι θάνατοι να μας ανοίγουν κι άλλες τρύπες στο πουλόβερ.