Στη Φωτιά: Η γεύση του Έρωτα

Το ρομαντικό αυτό δράμα εποχής διαδραματίζεται στη Γαλλία και «ξεψαχνίζει» τη ζωή του γαιοκτήμονα, γκουρμέ Ντοντέν Μπουφάν (Μπενουά Μαζιμέλ), ενός καταξιωμένου σεφ που συζεί με την προσωπική του μαγείρισσα και ερωμένη Εζενί (Ζιλιέτ Μπινός).

Στη

Ο νους δεν μπορεί να βοηθήσει το σώμα όταν η κοιλιά είναι υπερβολικά γεμάτη, αλλά εφ’ όσον δεν φάει, το σώμα αδυνατεί να βοηθήσει το πνεύμα. Αν λοιπόν δεν τραφεί κανείς σωστά, δεν μπορεί να σκεφτεί καλά, δεν μπορεί ν’ αγαπήσει όμορφα, δεν μπορεί να κοιμηθεί αρκετά, δεν μπορεί να λειτουργήσει ανθρώπινα.

Το φιλμ “Στη Φωτιά” έχει θέμα το φαγητό και είναι μια ταινία τοποθετημένη στα τέλη του 19ου αιώνα, βασισμένη στο διάσημο μυθιστόρημα του Μαρσέλ Ρουφ “La vie et la passion de Dodin-Bouffant, gourmet”. Το ρομαντικό αυτό δράμα εποχής διαδραματίζεται στη Γαλλία και «ξεψαχνίζει» τη ζωή του γαιοκτήμονα, γκουρμέ Ντοντέν Μπουφάν (Μπενουά Μαζιμέλ), ενός καταξιωμένου σεφ που συζεί με την προσωπική του μαγείρισσα και ερωμένη Εζενί (Ζιλιέτ Μπινός).

Η μαγείρισσα και ο Ντοντέν μοιράζονται μια μακρά, αθόρυβη, «σιγοψημένη» ιστορία γαστρονομίας και αγάπης. Ενώ τα συναισθήματα παραμένουν συγκρατημένα, ελεγχόμενα οι γαστρονομικές ανακαλύψεις είναι, από την άλλη πλευρά, εμπνευσμένες, εντυπωσιακές εξαιρετικές. Το μόνο εμπόδιο είναι ότι η Εζενί αρνείται να παντρευτεί τον Ντοντέν. Έτσι, ο λάτρης της γαστρονομίας μένει μετέωρος. Ακούγεται δε να λέει στο αντικείμενο του πόθου του.

-Ευτυχία είναι να συνεχίζεις να ποθείς αυτό που ήδη έχεις.

Εσάς όμως δεν σας είχα ποτέ.

Η ταινία αφηγείται τη γοητευτική ιστορία που περιστρέφεται γύρω από την περίπλοκη σχέση μεταξύ ενός παθιασμένου γνώστη του φαγητού και της αφοσιωμένης και ταλαντούχας μαγείρισσας του. Στο επίκεντρο της αφήγησης βρίσκεται η Εζενί, ένας χαρακτήρας του οποίου η ζωή είναι περίπλοκα συνυφασμένη με την αγάπη της για την εκλεκτή κουζίνα. Το ταξίδι της βρίσκεται στο επίκεντρο, καθώς ξεκινά μια αναζήτηση για να ανακαλύψει τα μυστικά συστατικά που καθορίζουν όχι μόνο τα εξαιρετικά πιάτα αλλά και την αινιγματική ουσία της ανθρώπινης σχέσης.

Το «Στη Φωτιά» αποτυπώνει υπέροχα τη μεθυστική αλληλεπίδραση μεταξύ της ερωτικής επιθυμίας και της απόλαυσης νόστιμων πιάτων. Οι αισθησιακές, όμορφα χορογραφημένες και ποιητικές εικόνες της ταινίας συνυφαίνουν στιγμές επιθυμίας και γαστρονομικής έκστασης, δημιουργώντας μια μοναδική και σαγηνευτική κινηματογραφική εμπειρία η οποία επιβεβαιώνει πανηγυρικά τον Ιρλανδό συγγραφέα Τζωρτζ Μπέρναρντ Σω: «Δεν υπάρχει πιο αγνή αγάπη από την αγάπη για το φαγητό». Οι σκηνές αυτές αναδεικνύουν τον αισθησιασμό του φαγητού και την ικανότητά του να αφυπνίζει τις αισθήσεις, υπογραμμίζοντας περαιτέρω τη σχέση μεταξύ των απολαύσεων της σάρκας και εκείνων του ουρανίσκου.

Η ταινία σηματοδοτεί τη μεγάλη επιστροφή ενός χαρισματικού σκηνοθέτη του γαλλο-βιετναμέζου Τραν Αν Χουνγκ, ο οποίος είχε γοητεύσει κοινό και κριτικούς στη δεκαετία του ’90, κερδίζοντας τόσο τη Χρυσή Κάμερα στις Κάννες (Η μυρωδιά της πράσινης παπάγιας – 1993) όσο και τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία (Cyclo – 1995). Σε σενάριο και σκηνοθεσία του Τραν Αν Χουνγκ, η ταινία αποτελεί, την επίσημη υποψηφιότητα της Γαλλίας για τα Όσκαρ, στην κατηγορία Καλύτερης Διεθνούς Ταινίας. Το «Στη Φωτιά» έκανε πρεμιέρα στις Κάννες, το 2023, κερδίζοντας το Βραβείο Σκηνοθεσίας.

Οι αισθητικές επιλογές της ταινίας είναι πολύ σωστά «μαγειρεμένες». Η λιτή κινηματογράφηση, υπό την επιδέξια σκηνοθεσία του Τραν Αν Χουνγκ, μας βυθίζει στις πλούσιες υφές και τα ζωντανά χρώματα της εποχής της Belle Époque. Κάθε καρέ της ταινίας αποπνέει φροντίδα που παραλληλίζεται με τον γαστρονομικό κόσμο που απεικονίζει. Η προσοχή στη λεπτομέρεια της εποχής, από τα πολυτελή κοστούμια μέχρι τα σχολαστικά σχεδιασμένα σκηνικά, μας μεταφέρει εύκολα κι αβίαστα στην εποχή που αναπτύσσεται η ιστορία μας.

Οι γαστρονομικές σκηνές είναι μια οπτική απόλαυση, με την κάμερα να προσκολλάται στην τέχνη της προετοιμασίας του φαγητού. Το πλανάρισμα και η αντιμετώπιση της παρασκευής των εδεσμάτων μας θύμισε τη «γιορτή της Μπαμπέτ» της δανέζικης ταινίας του 1987 σε σκηνοθεσία και σενάριο του Γκάμπριελ Άξελ, βασισμένης σε μια ιστορία της Κάρεν Μπλίξεν. Η χρήση κοντινών και αργών λήψεων μας επιτρέπει να απολαύσουμε την αισθησιακή και περίπλοκη διαδικασία του μαγειρέματος. Αυτή η αισθητηριακή εμπειρία ενισχύεται από μια υπέροχα υποβλητική μουσική που συμπληρώνει το συναισθηματικό βάθος και τη μαγειρική γοητεία της ταινίας.

Η αφήγηση της ταινίας, βαθιά ριζωμένη στο μυθιστόρημα του Μαρσέλ Ρουφ, μπλέκει έξυπνα τις απολαύσεις του ουρανίσκου με την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης επιθυμίας. Η Ζιλιέτ Μπινός αποδίδει μια δυνατή και λεπτή ερμηνεία, εμπνέοντας στον χαρακτήρα της πάθος τόσο για τη γαστρονομική τελειότητα όσο και για την αναζήτηση της αγάπης. Η χημεία μεταξύ του χαρακτήρα της Μπινός και του εραστή της, του γνώστη του καλού φαγητού, είναι κυρίαρχη, καθιστώντας τη σχέση τους τον πυρήνα της ταινίας.

Η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ φαγητού και επιθυμίας αποτελεί κεντρικό θέμα της ταινίας. Μεταφέρει όμορφα την ιδέα ότι οι αισθησιακές μας ορέξεις, είτε για φαγητό είτε για έρωτα, είναι αλληλένδετες και μπορούν να βιωθούν ως βαθιά συνυφασμένες. Το ” Στη Φωτιά” μας προσκαλεί να αναλογιστούμε τη βαθιά σχέση μεταξύ των απολαύσεων του τραπεζιού και εκείνων της καρδιάς, τονίζοντας ότι και οι δύο μπορούν να αποτελέσουν πηγές ολοκλήρωσης, απόλαυσης και υπέρβασης.

Επιπλέον, η ταινία θέτει διακριτικά διαχρονικά ερωτήματα σχετικά με τη φύση των ανθρώπινων σχέσεων και παράλληλα προσφέρει ένα διακριτικό φεμινιστικό σχόλιο, καθώς διερευνά τους ρόλους των γυναικών στον κόσμο της μαγειρικής στα τέλη του 19ου αιώνα. Οι χαρακτήρες, ιδίως της Ζιλιέτ Μπινός, ενσαρκώνουν μια αίσθηση δράσης και αυτονομίας που αμφισβητεί τα πρότυπα των φύλων της εποχής τους. Θέτει καίρια ερωτήματα σχετικά με τους ρόλους των φύλων και τις κοινωνικές προσδοκίες, με τον χαρακτήρα της Ζιλιέτ Μπινός να λειτουργεί ως μια ισχυρή και αποφασιστική γυναίκα που αψηφά τα συμβατικά πρότυπα και διαπρέπει στον ανδροκρατούμενο κόσμο της γκουρμέ κουζίνας.

Ένα φιλμ που φτιάχτηκε με όλα τα υλικά από τα οποία αποτελείται ο έρωτας και ο πόθος, με τις σωστές αναλογίες, όλα τα απαραίτητα ζαρζαβατικά και φροντισμένο μέχρι το τελευταίο της καρύκευμα, για να μας αποδείξει ότι η λαιμαργία τελικά είναι ένα συναισθηματικό αδιέξοδο, ένα σημάδι ότι κάτι μας κατατρώει, μια ενόχληση που δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε και ότι το πραγματικό σπίτι του έρωτα βρίσκεται στο ημίφως, στο ημιτελές και ανάμεσα στους ψιθύρους.