Σάμπαθ, μπλάντι Σάμπαθ

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

«Γιάννινα, μαύρα Γιάννινα\ πώς σας βαστάει ο κόσμος». Από τότε που ο Βαλαωρίτης έγραψε αυτόν τον εμβληματικό στίχο πέρασε ενάμισης αιώνας. Και δύο αιώνες από την εποχή στην οποία ο στίχος αναφέρεται, μια εποχή όπου πλάκωνε η σκλαβιά την ελληνική γη. Μπορεί η σκλαβιά να εξέλιπε, αλλά ο στίχος αυτός δεν έπαυε να αναδύει κλίμα ελληνικής επαρχίας, περίκλειστης, υστερημένης, καταθλίβουσας και καταθλιπτικής.

Στο νέο της βιβλίο η δημοσιογράφος Γιώτα Κοντογεωργοπούλου, καταξιωμένη για τον οίστρο και το νεύρο του γραπτού (και προφορικού) λόγους της, βουτάει το γραπτό της στην υγρασία των Ιωαννίνων, μιας πόλης που αναμφίβολα έχει εξελιχθεί, έχει ανοίξει, έχει πλουτίσει σε κινητικότητα χάρη στο πανεπιστήμιό της, την επισκεψιμότητά της, την κομβική της θέση και την ιστορικότητά της. Αλλά η υγρασία, υγρασία. Οι υδρατμοί της μεταφέρουν μνήμες αλλοτινών περιόδων, που σημαδεύτηκαν από έντονη δραματικότητα. Από εκεί αντλεί την έμπνευση και τις ρίζες της πλοκής του το «Σσαμπάτ», ένα καθαρόαιμο αστυνομικό μυθιστόρημα με πυκνή δράση, μυστήριο, εκπλήξεις και μεταπτώσεις. Και αρκετούς κρυφούς άσσους, που πρέπει να έχεις τα μάτια σου δεκατέσσερα πάνω στις διατυπώσεις για να τους μυριστείς. Η μαύρη αντίφαση θα μας επιτραπεί: Είναι ένα ευχάριστο βιβλίο με θανάτους και προσωπικά δράματα, τα οποία πηγάζουν οι επιμέρους παραπόταμοι που συγκλίνουν στην ιστορία του μυθιστορήματος και εκβάλλουν στη θρυλική λίμνη της πόλης, όπου θα ανασυρθεί μια κυρά Φροσύνη- θύμα των περιστάσεων, των παθών και των επιλογών, το τρίπτυχο που διέπει τις διαδρομές και τις τύχες όλων μας. Αυτό είναι το στοιχείο που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι το «Σσαμπάτ» σε αφορά προσωπικά, κι ας μην χαρακτηρίζουν ακρότητες τον ατομικό σου αστερισμό.  Η λογοτεχνία στις καλές της εκδοχές σε ρυμουλκεί με ένα σαγηνευτικό «θα μπορούσε» και σου αναπτύσσει το αίσθημα της ταύτισης. Αυτό θα πάθεις και με το βιβλίο της Γιώτας, μόλις οι χαρακτήρες ξεδιπλωθούν και σου συστηθούν. Και ας σου κρύβουν πράγματα.

Στο βιβλίο αυτό η Γιώτα Κοντογεωργοπούλου αναπτύσσει μια τεχνική διπλής όψης. Από τη μια παρακολουθεί του χαρακτήρες σε ενεστώτα χρόνο, από την άλλη, σαν αφηγητής που γνωρίζει τη διαφεύγουσα δράση και μοίρα των ηρώων του, τροφοδοτεί την πλοκή με αποκαλύψεις και αποσαφηνίσεις. Δεν ξέρουμε αν αυτό προκύπτει από προσχεδιασμένη στρατηγική ή από ανάγκη, προκειμένου η πλοκή να οδηγηθεί σε μια λύση, η οποία θα έρθει και θα είναι μάλλον απρόβλεπτη, αλλά πάντως πειστική. Είναι εξόχως εξυπηρετική η εκδοχή της συγγραφέα να αφηγηθεί την ιστορία περίπου ημερολογιακά, με συντομότατα κεφάλαια, που ξεκουράζουν τον αναγνώστη, και τον ιντριγκάρουν περαιτέρω για μια απνευστί πλοήγηση στην ανταριασμένη λίμνη της υπόθεσης, η οποία εξελίσσεται σε μια γέφυρα μεταξύ των παθών της εβραϊκής κοινότητας της πόλης επί Κατοχής, και διάφορων προσωπικών ιστοριών των ηρώων του έργου σε μεταγενέστερες περιόδους. Καθώς τα Γιάννινα είναι πόλις πανεπιστημιακή, η ιστορία εξακτινώνεται σε άλλες περιοχές της χώρας, όπου οι ήρωες έχουν ρίζες, ενεργές ή πυρπολημένες.

Το «Σσαμπάτ» είναι ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που υπηρετεί τις οφειλές μας στην ιστορία, αλλά κυρίως ασχολείται με το βάθος της ανθρώπινης ψυχής. Αξιοθαύμαστη και αξιοζήλευτη η κατασκευαστική δεινότητα της Γιώτας και η συναρμολόγηση της πλοκής μέσα από μυριάδες επί μέρους μικρά και μεγάλα κομμάτια, τα οποία έλυσε, έδεσε, ξανάλυσε, ξανάδεσε, προκειμένου να δώσει αληθοφάνεια και να βγάλει σε πέρας την πολυπαραγοντική εξίσωση του αφηγήματος. Σηκώνεις αρκετές φορές τα μάτια από το βιβλίο για να αναρωτηθείς «πώς το έκανε αυτό;»

Η Γιώτα Κοντογεωργοπούλου έχει σπουδάσει στα Γιάννινα, έχει ζήσει την πόλη, περιφέρεται ως συγγραφέας στους δρόμους της με ευκολία. Το βιβλίο της δίνει την ευκαιρία να βάλει τους στοχαστές των διαβασμάτων της να τσακωθούν, τον Νίτσε και τον Ντοστογιέφσκι. Μας προσφέρει ένα πλούσιο, ερεθιστικό, τίμιο ανάγνωσμα- που προσφέρεται και για σίριαλ, για να μιλήσουμε με επίκαιρους όρους- και μας αφήνει να διερωτώμαστε για την διανοητική της χωρητικότητα και την ελαστικότητα του 24ώρου της. «Πώς το έκανε αυτό;», Νο2.