Ποιος θα είναι ο επόμενος Λόρδος του Ελγιν;

*Ο Ιωάννης Μόσχος είναι αρχαιολόγος.

Το Ηνωμένο Βασίλειο και όχι το Βρετανικό Μουσείο διατηρεί την κυριότητα των μαρμάρων του Παρθενώνα, όπως είναι ξεκάθαρο με σχετικό νόμο από το 1963, με τον οποίο απαγορεύθηκε η μόνιμη απομάκρυνση αρχαιοτήτων από τη συλλογή του. Ο νόμος επέτρεψε στο οιονεί ανεξάρτητο Ιδρυμα να διαχειρίζεται ελεύθερα και προς όφελός του τα εκθέματά του, ώστε να μπορεί να τα δανείζει και να δανείζεται χωρίς περιορισμούς. Μόνο που δεν προνόησε να αποτρέψει τον επ’ αόριστο δανεισμό αρχαιοτήτων, χωρίς τη ρήτρα επιστροφής των αντικειμένων του σε προσδιορισμένο χρονικό διάστημα.

Του ΙΩΑΝΝΗ ΜΟΣΧΟΥ

Στη βάση αυτή φαίνεται πως πραγματοποιούνται οι διαπραγματεύσεις με το Βρετανικό Μουσείο, παρακάμπτοντας το βρετανικό κράτος, το οποίο θα διατηρήσει την κατοχή και κυριότητα των αντικειμένων μέχρι ίσως να αλλάξει τη σχετική νομοθεσία, ακόμα και πολύ αργότερα από μία ενδεχόμενη συμφωνία «δανεισμού» στην Ελλάδα. Εάν εντωμεταξύ δεν εισάγει έναν αυστηρότερο φωτογραφικό νόμο, που θα εμποδίσει και θα προσβάλει όρους της όποιας συμφωνίας, απαγορεύοντάς τη με ουσιαστικό τρόπο. Είναι άγνωστο εάν η πρόσφατη στάση του βρετανού πρωθυπουργού προαναγγέλλει την ανάλογη βούληση της κρατικής μηχανής.

Με τον νόμο του 1963 η βρετανική πολιτεία αναγνωρίζει ότι όσα περιλαμβάνονται στο Βρετανικό Μουσείο αποτελούν νόμιμα αποκτήματα ή τέλος πάντων, ότι όσα βρίσκονται στη στέγη του δεν αποτελούν προϊόντα διαπραγμάτευσης της κυριότητάς τους με κανέναν. Το συντριπτικό μέρος των εκθεμάτων του και κυρίως τα πλέον αξιόλογα και διακριτά προέρχονται από άλλες χώρες και αποκτήθηκαν κατά τη διάρκεια της βρετανικής αυτοκρατορίας των αποικιών. Καθώς οι συνθήκες απόσπασής τους αντίκεινται στη σύγχρονη σχετική διεθνή νομοθεσία, στα καταστατικά συγκρότησης διεθνών πολιτιστικών οργανισμών και πληθώρας άλλων διμερών και πολυμερών συνθηκών συνεργασίας της παγκόσμιας κοινότητας ή ακόμα χειρότερα οι τρόποι απόκτησης εμπίπτουν στο κοινό ποινικό δίκαιο, το νομοθέτημα επιχείρησε να παγιώσει και να προστατέψει τα συμφέροντα του Ηνωμένου Βασιλείου και να αποτρέψει ακόμα και τον διάλογο για τη διεκδίκηση.

Για το βρετανικό κράτος ο έλεγχος της νομιμότητας κτήσης των συλλογών του είναι νομοθετικά απαγορευμένος. Από την άποψη αυτή η πρόσφατη άρνηση του πρωθυπουργού της να συζητήσει για το θέμα είναι σύμφωνη με την κείμενη νομοθεσία. Προσδιορίζει όμως εμφατικά και σε επίπεδο κορυφαίας κυβερνητικής πολιτικής, πως η Βρετανία είναι το πλέον ακατάλληλο σημείο να βρίσκονται τα γλυπτά και ότι η ασφάλειά τους μπορεί να απειληθεί ανά πάσα στιγμή. Εγινε ακόμα πιο φανερό πως οι αξίες που πρεσβεύουν τα γλυπτά του Παρθενώνα είναι στην πολιτική σκηνή της Μεγάλης Βρετανίας δυσερμήνευτες και απρόσιτες. Πρόκειται για την επιβίωση των «αξιών» του Λόρδου του Ελγιν.

Ολα τα παραπάνω παρουσιάζουν ένα οξύμωρο και ανυπέρβλητο θέμα για τη βρετανική πολιτική. Η οριστική και μόνιμη επιστροφή των «ξένων» -ουσιαστικά και μεταφορικά- μαρμάρων, θα αποτελούσε ομολογία μιας μακράς κρατικής πολιτικής που ασκήθηκε με όρους πειρατείας και ληστείας ανά την υφήλιο. Η στάση αυτή αφορούσε και σε μεμονωμένους ή συνεταιρισμένους Βρετανούς πολίτες, που ιδιωτικά κινούνταν μέσα στο παραπάνω δόγμα και με την ίδια φιλοσοφία. Το κράτος λειτουργούσε ως κλέφτης ή κλεπταποδόχος. Δεν ήταν απλά μία αποικιοκρατική πολιτική, ήταν μία ανάλγητη στάση που θεωρούσε πως τα πάντα ανήκαν στο βρετανικό έθνος και έπρεπε να αποκτηθούν με το μικρότερο δυνατό κόστος για να αποφέρουν το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος.

Ολα τα παραπάνω και πολλά ακόμα περισσότερα ορίζουν το νομικό και πολιτικό πλαίσιο που σχετίζεται με την επιστροφή και την επανένωση των γλυπτών. Είναι όμως όλα ήσσονος σημασίας και δεν αφορούν άμεσα στην υπόθεση. Οσα συνέβησαν κατά τη βάρβαρη κλοπή, η βεβήλωση του ίδιου του μνημείου, η προκληθείσα καταστροφή στο οικοδόμημα και στα γλυπτά και κυρίως το παγκόσμιο αίτημα της επανένωσης συνιστούν τους λόγους της ηθικής, που υπερέχουν των νομικών και πολιτικών κατασκευασμάτων.

*Ο Ιωάννης Μόσχος είναι αρχαιολόγος.