Αυτοκτονίες στην παλιά Πάτρα
Αυτοκτονίες στην Πάτρα. Ενα οδοιπορικό σε διάσημους αυτόχειρες.
Αυτοκτονίες στην Πάτρα
Ένα οδοιπορικό σε διάσημους αυτόχειρες της Πάτρας
Από την περίπτωση της …Κλεοπάτρας έως και τον 19ο αιώνα
Μη χάσετε της «Επιλογές» μαζί με την «Π»
Διάσημοι αυτόχειρες στην Πάτρα
Είναι πολλοί αυτοί που «έμαθαν» την Πρέβεζα ως την πόλη στην οποία αυτοκτόνησε ο 31χρονος Κώστας Καρυωτάκης.
Η Πάτρα αν και έχει τους δικούς της «Καρυωτάκηδες» δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως πόλη που έγινε γνωστή από τις αυτοκτονίες. Όμως υπάρχει παρελθόν, με πολλούς αυτόχειρες από τα παλιά χρόνια.
Μερικές από αυτές τις περιπτώσεις είναι ενδιαφέρουσες, φυσικά, πριν και παν’ απ’ όλα, τραγικές.
Εντοπίσαμε μερικές από αυτές και τις συμπεριλάβαμε στο ανά χείρας τεύχος των «Επιλογών».
Η μελαγχολία για το γεγονός, τα αισθηματικά -και όχι μόνο- αίτια, η «συντριβή» μα και η καταδίκη της κοινωνίας.
Για λόγους τιμής ο Τιμοκράτης στον Πάνορμο
Ένα γραφικό και ιδιαίτερα τουριστικό λιμανάκι της Πάτρας, είναι ο Άγιος Βασίλειος, γνωστότερο από τα παλιά χρόνια ως «Πάνορμος». Για να ακριβολογούμε, αφορά στον όρμο μεταξύ Ρίου και Δρεπάνου, ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας από την αρχαιότητα.
Πριν από 25 αιώνες, σε κείνα τα νερά αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή του ο Τιμοκράτης ο Λακεδιαμόνιος κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου.
Ενα μικρό άγνωστο κεφάλαιο, που αφορά σε μια ναυμαχία στον Πάνορμο, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Το παραθέτουμε με τη βοήθεια του ιστορικού Στέφανου Θωμόπουλου («Ιστορία της πόλεως των Πατρών»):
«Γνωστά είναι τα αίτια, που προκάλεσαν τον εικοσιεφτάχρονο πελοποννησιακό πόλεμο, κατά τη διάρκεια του οποίου άφθονο έτρεξε το ελληνικό αίμα μέσα στην Ελλάδα, όχι για τη διάσωση της από τους εχθρούς, αλλά για την εξουθένωση και την καταστροφή της. Οι αντίζηλες πόλεις Αθήνα και Σπάρτη από αμοιβαίο ξεκινώντας μίσος δημιούργησαν ή μεν πρώτη την αθηναϊκή συμμαχία, με κύρια δύναμή της το ναυτικό και όπου προστέθηκαν οι Ιωνικές αποικίες και τα περισσότερα νησιά, ή δε δεύτερη την πελοποννησιακή συμμαχία με βασικό της στήριγμα το στρατό ξηράς και όπου πήραν μέρος οι δωρικές και οι περισσότερες αιολικές πόλεις.
Οι Πατρείς, αν και στην αρχή δεν έπαιρναν καθαρή θέση, δεν μπορούσαν ωστόσο να αποφύγουν τελικά τη συμμετοχή τους στην πελοποννησιακή συμμαχία και επειδή φοβούνταν τον συμμαχικό στρατό των πελοποννησίων και επειδή λιγοστή πρόβλεπαν τη βοήθεια από το στόλο των αθηναίων, κατοικώντας σε μιά πόλη, που δεν βρισκόταν βέβαια μακρυά από τη θάλασσα, αλλά που τα τείχη της την προστάτευαν από κάθε ναυτική επιδρομή. Αναφέρεται, έξαλλου, ότι η Πάτρα αποτελούσε σημείο στήριξης στις επιχειρήσεις των πελοπονήσιων κατά της απέναντι αιτωλικής ακτής και ότι έδινε άσυλο στους στόλους τους με το ασφαλισμένο λιμάνι της, που ήταν το μόνο της βορεινής παραλίας, αν και μέτριο, όπως ο Στράβωνας υποστηρίζει.
To 429 π.Χ. όμως ο στρατηγός των Αθηναίων Φορμίωνας, περιπολώντας γύρω από τη Ναύπακτο με είκοσι τριήρεις, συνάντησε σαράντα εφτά πλοία των λακεδαιμόνιων, με τα όποια και συγκρούστηκε, κατορθώνοντας την μεν εχθρική ναυαρχίδα να βουλιάξει, πολλά άλλα πλοία του αντίπαλου να αχρηστεύσει, δώδεκα να τα κυριεύσει με τα πληρώματα τους και τα υπόλοιπα να τα καταδιώξει μέχρι την ξηρά. Οι δε λακεδαιμόνιοι, απροσδόκητα νικημένοι, κατέφυγαν με τα πλοία, πού τους είχαν απομείνει, στην Πάτρα και στη Δύμη, ενώ οι αθηναίοι, τρόπαιο αφού έστησαν στο Ρίο και ένα πλοίο αφού αφιέρωσαν στον Ποσειδώνα, απέπλευσαν στη συμμαχική πόλη της Ναυπάκτου.
Στη συνέχεια οι πελοποννήσιοι αναχώρησαν με τα πλοία τους από την Πάτρα και τη Δύμη για την Κυλλήνη, επίνειο των Ηλείων, και από κει ξαναγύρισαν, έτοιμοι για [νέα] ναυμαχία, στον αχαϊκό Πάνορμο, όπου βρισκόταν, για να βοηθήσει, και το πεζικό τους.
Οταν όμως οι πελοποννήσιοι είδαν τους αθηναίους να έχουν αράξει στο Μολυκρικό Ρίο, άραξαν και αυτοί με εβδομήντα εφτά πλοία κοντά στο αχαϊκό Ρίο, που δεν απείχε πολύ από τον Πάνορμο, όπου βρισκόταν το πεζικό τους. Και για έξι ή εφτά μέρες έμειναν αραγμένοι ο ένας απέναντι στον άλλον, ασκούμενοι και παρασκευαζόμενοι για τη ναυμαχία, οι μεν πελοποννήσιοι σκεπτόμενοι να μη βγουν έξω από τα Ρία στην πλατειά θάλασσα, γιατί φοβούνταν επανάληψη της προηγούμενης συμφοράς, οι δε αθηναίοι να μην πλεύσουν μέσα στα στενά, νομίζοντας, ότι εκεί η ναυμαχία θα κρατούσε λίγο.
Τελικά οι πελοποννήσιοι, επειδή δεν έπλεαν εναντίον τους στον κόλπο και στα στενά οι αθηναίοι, θέλοντας να τους αναγκάσουν να πλεύσουν, ανοίχτηκαν τα ξημερώματα στο πέλαγος, χωρίζοντας τα πλοία σε τέσσερες ομάδες, για να νομίσει ο Φορμίωνας, ότι κατευθύνονται προς τη Ναύπακτο, για να τρέξει για βοήθειά της και για να τον αποκλείσουν εκεί. Και έτσι έγινε ακριβώς – εκτός δε από έντεκα αθηναϊκά πλοία, πού ήσαν μπροστά και ξεφεύγοντας από τη [δεξιά] παράταξη των πελοποννήσιων, έφτασαν στην ανοιχτή θάλασσα, τα άλλα κυριεύτηκαν και oι άντρες τους αιχμαλωτίστηκαν ή σκοτώθηκαν.
Από απροσδόκητα ωστόσο περιστατικά παίρνοντας θάρρος οι καταδιωκόμενοι αθηναίοι, άρχισαν αυτοί να καταδιώκουν με δύναμη τους εχθρούς τους, που στράφηκαν προς τον Πάνορμο, όπου και τους κατανίκησαν και κατέλαβαν τα πλοία τους και σκότωσαν ή αιχμαλώτισαν τα πληρώματα τους. Ο δε λακεδαιμόνιος Τιμοκράτης, βλέποντας το πλοίο του να βυθίζεται, αυτοκτόνησε με το ξίφος του και το πτώμα του εκβράστηκε στο λιμάνι της Ναυπάκτου – επιβεβαιώνοντας, κατά τον αρχαίο σχολιαστή του Θουκυδίδη, τη λακωνική αντίληψη, ότι δεν πρέπει [ο σπαρτιάτης μαχητής] να κρίνει άξιο τον εχθρό του να τον σκοτώσει.
Μαζί στην Πάτρα, μαζί και στο «τέλος»
Ναι μεν δεν αυτοκτόνησαν στην Πάτρα, όμως η ιστορία τους έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Άλλωστε ο παράφορος έρωτάς τους, θέριεψε στην Πάτρα, και το γεγονός ότι δεν θα ήσαν πια μαζί, ήταν αρκετό για να τους οδηγήσει στην αυτοχειρία!
Ο έρωτας του Μάρκου Αντώνιου και της Κλεοπάτρας, η μεγάλη ήττα του Αντώνιου στο Άκτιο, η διαμονή τους στην Πάτρα, η πολιορκία της Κλεοπάτρας και εν τέλει η αυτοκτονία της, είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο με πολλές ενότητες.
Ο Μάρκος Αντώνιος (14 Ιανουαρίου 83 π.Χ. – 1 Αυγούστου 30 π.Χ.) ήταν υποστηρικτής του Ιούλιου Καίσαρα και υπηρέτησε ως ένας από τους στρατηγούς του. Το 43 π.Χ. δημιούργησε τριανδρία, μαζί τον Οκταβιανό και τον Λέπιδο, με σκοπό να τιμωρήσουν ενωμένοι τους δολοφόνους του Ιούλιου Καίσαρα. Το 42 π.Χ. ο Αντώνιος, μαζί με τον Οκταβιανό, νίκησε στους Φιλίππους της Μακεδονίας τους δολοφόνους του Καίσαρα, τον Βρούτο και τον Κάσσιο. Μετά τη νίκη τους, τα τρία μέλη της Τριανδρίας μοιράστηκαν τις κτήσεις του ρωμαϊκού κράτους. Ο Αντώνιος έλαβε υπό τον έλεγχό του την Ανατολή.
Κατά την περίοδο που ετοίμαζε την εκστρατεία του εναντίον των Παρθών, ο Μάκρος Αντώνιος γνώρισε την Κλεοπάτρα, την οποία είχε αρχικά αποφασίσει να τιμωρήσει επειδή είχε συνταχθεί με το πλευρό του Βρούτου και του Κάσσιου. Ωστόσο, γοητευμένος από την βασίλισσα της Αιγύπτου, αποφάσισε να γίνει εραστής της. Η επιρροή της πάνω του ήταν τόση που σύντομα προκάλεσε την αντίδραση των πολιτών της Ρώμης. Εξαιτίας της, ο Αντώνιος ήλθε σε ρήξη με τη Σύγκλητο και τον ίδιο τον Οκταβιανό.
Όταν ο Μάρκος Αντώνιος προσέφερε ως δώρο στην Κλεοπάτρα εκτεταμένα εδάφη της Ασίας και ζήτησε διαζύγιο από τη νόμιμη σύζυγό του Οκταβία τη Νεότερη, αδελφή του Οκταβιανού, η Σύγκλητος και ο ρωμαϊκός λαός εξοργίστηκαν. Ο Οκταβιανός κήρυξε εναντίον του πόλεμο, ο οποίος κρίθηκε στο ακρωτήριο Άκτιο, στην είσοδο του Αμβρακικού κόλπου.
Στις 2 του Σεπτέμβρη του 31 π.Χ., στο Ακτιο, ο Αντώνιος νικήθηκε ολοκληρωτικά μαζί με τη σύμμαχό του και δαιμόνια βασίλισσα τηής Αιγύπτου Κλεοπάτρα, η οποία, παρακολουθούμενη από τον Αντώνιο, σώθηκε τότε με τη φυγή.
Πριν από τη ναυμαχία στο Ακτιο, όταν ο Αντώνιος περνούσε τον καιρό του στην Πάτρα, κάηκε εκεί από κεραυνό ο ναός τού Ηρακλή, πού βρισκόταν κοντά στο Κάστρο γεγονός, πού θεωρήθηκε κακό σημάδι και προμήνυμα της οικτρής του Αντώνιου τύχης. Φυσικά περνούσε επίσης τότε τον καιρό της στην Πάτρα και η ωραιότατη βασίλισσα της Αιγύπτου
Ο Αντώνιος, νικημένος, επέστρεψε στην Αίγυπτο, όπου τον ακολούθησε ο νικητής Οκταβιανός. Βλέποντας τους άντρες του να στρέφονται τελικά με το μέρος του Οκταβιανού και να επιτίθενται στην Αλεξάνδρεια, ο Αντώνιος αποφάσισε να αυτοκτονήσει. Παρόμοια ήταν η κατάληξη και της τελευταίας συζύγου του, Κλεοπάτρας, με τον θάνατο της οποίας η Αίγυπτος έγινε τελικά επαρχία του ρωμαϊκού κράτους.
Την 12η Αυγούστου του 30 π.Χ. ο Οκταβιανός εισήλθε θριαμβευτής στην Αλεξάνδρεια. Δεν ήθελε ακόμη την Κλεοπάτρα νεκρή, καθώς επιθυμούσε πρώτα να τη ντροπιάσει μπροστά στα μάτια των Ρωμαίων. Η 40χρονη πλέον βασίλισσα λίγο αργότερα βρέθηκε νεκρή από τσίμπημα ασπίδας, που είναι ένα είδος αιγυπτιακής κόμπρας. Αυτός θα ήταν ένας επώδυνος θάνατος. Σύμφωνα όμως με τον Ρωμαίο ιστορικό Δίωνα Κάσσιο, η Κλεοπάτρα πέθανε χωρίς πόνο, δηλαδή αυτοκτόνησε με μείγμα δηλητηρίων.
Με τ’ άλογό του στα Ψηλαλώνια
Από τις πιο γνωστές περιπτώσεις αυτοχειρίας, σύμφωνα με την θρησκευτική παράδοση, είναι αυτή του Ρωμαίου διοικητή της πόλης, Αιγεάτη.
Ως γνωστόν ερχόμενος ο απόστολος Ανδρέας στην Πάτρα, θεράπευσε σύμφωνα με την παράδοση την Μαξιμίλλα, σύζυγο του Ρωμαίου διοικητή της πόλης, Αιγεάτη.
Παρόλα αυτά, δεν γλύτωσε την καταδίκη, ο Αιγεάτης τον φυλάκισε και τον καταδίκασε σε σταυρικό θάνατο, το 62 μ.Χ. Ο Αιγεάτης μετάνιωσε για την πράξη του, φέρεται πως παραφρόνησε και έφιππος πάνω στ’ άλογό του πέφτει από κάποιο ψηλό σημείο (πιθανόν τα Ψηλαλώνια) και αυτοκτονεί.
Ο Αιγεάτης, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο ιστορικός των Πατρών Στέφανος Ν. Θωμόπουλος στο βιβλίο του «Ο Απόστολος Ανδρέας» (εκδόσεις Βασιλικόν Τυπογραφείον Ιγγλέση – Παπαγεωργίου, 1899), κατοικούσε στον ύψωμα όπου στις μέρες μας είναι ο Ναός των Εισοδίων, δίπλα στον Αι Γιώργη, καταθέτει δε διαφορετική εκδοχή ως προς τον θάνατό του.
Διαβάζουμε σχετικά: «Κατά την παράδοσιν, ην και εν τινι παλαιώ μαρτυρολογίω εύρομεν, ο Αιγεάτης, έφιππος διαδραμών τας γαίας, ίνα επισήμως επιδείξει τοις τε Ρωμαίοις πολίταις και τη Μαξιμίλλα την τιμωρίαν, ην παρ’ αυτού ο Αγιος υπέστη, κατέπεσεν, ολισθάντος του ίππου, επί βραχώδους μέρους των Υψηλών αλωνίων, άτινα μοιραίως προωρίσθησαν αυτώ αντί του Ταρπηΐου λόφου (praecipitatio de rupe) και συνετρίβη. Κατώκει δε ο Αιγεάτης εις περίοπτον της πόλεως μέρος, παρά τον νυν ναΐσκον των Εισοδίων της Θεοτόκου, ένθα ευρέα καθορώνται λείψανα ρωμαϊκών οικοδομημάτων. Εν έτει 1885 εκ του υψώματος Σακκέτου (Σ.σ. στην πλ. Αγίου Γεωργίου) και εκ της πολυομβρίας, κατέπεσε λίθος ογκώδης φέρων επιγραφήν FUNDAM. Ρ. (Δημόσιον θεμέλιον).
Τέλος παρά την θύραν του ναού «Αγιος Γεώργιος», ένθα νυν το Δημοτικόν σχολείον τών αρρένων, υπήρχε τετριμμένος λίθος, ερειδόμενος εις έτερον και αναδίδων δυσοσμίαν ανυπόφορον. Τούτου ένεκεν οι εγχώριοι έλεγον, κατά τους περιηγητάς Wheler και Spon (Σ.σ. το 1676 – «Voyage de Dalmatic de Grece et du Levant. T.Π. p. 9»), ότι επί του λίθου εκείνου εκάθισεν ο τον Απόστολον δικάσας Αιγεάτης. Εκτοτε ο δυσώδης λίθος κατεστράφη. Εσφαλμένως οι μεταγενέστεροι περιηγηταί Pouqueville και Aldenboven λέγουσιν, ότι ο δυσώδης λίθος έκειτο παρά τον νυν ναόν του Αγίου Ανδρέου».
Ο Δανός καλλιτέχνης
Το μακρινό 1838, κι ενώ δεν έχει συμπληρωθεί δεκαετία από την ανεξαρτησία της Ελλάδας, η μικρή κοινωνία της Πάτρας συγκλονίζεται από μια είδηση. Σε (άγνωστο σήμερα) ξενοδοχείο βρέθηκε νεκρός ένας ένοικος!
Διαπιστώθηκε πως είχε υποστεί θανάσιμο τραυματισμό στο λαιμό του, οι περισσότεροι έκαναν λόγο για αυτοκτονία. Κάποιοι άλλοι υποστήριξαν πως δολοφονήθηκε.
Οπως και να έχει η υπόθεση εκείνη έχει καταγραφεί ως ένα από τα άλυτα αστυνομικά μυστήρια στα τοπικά χρονικά!
Αυτόχειρας (ή θύμα) ήταν ο Ερνστ Κρίστιαν Φριτζ Πέτζολντ (Ernst Christian Fritz Petzholdt), Δανός ζωγράφος που γεννήθηκε την πρωτοχρονιά του 1805 και πέθανε, μόλις 33 ετών, στις 29 Αυγούστου του 1838.
Ζωγράφος (κυρίως) τοπίων της Σχολής της Κοπεγχάγης, επίσης γνωστή ως η Χρυσή Εποχή της δανικής Ζωγραφικής. Πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της καλλιτεχνικής ζωής του στην Ιταλία, όπου ζωγράφισε εξευγενισμένα τοπία σε παλέτα ελαφρύ χρώμα.
Ο Πέτζολντ γεννήθηκε στην Κοπεγχάγη και ήταν μέλος ευημερούσας οικογένειας, του μπακάλη Johan Jacob Petzholdt και της (δεύτερη σύζυγός του) Maria Elisabeth Josephine Petzholdt.
Μετά την ολοκλήρωση της μαθητείας ως μπογιατζής, φοίτησε στη Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών της Δανίας, από το 1824, με καθηγητή τον Christoffer Wilhelm Eckersberg, από τους μακροβιότερους στην Χρυσή Εποχή της δανικής Ζωγραφικής που καλύπτουν το πρώτο μισό του 19ου αιώνα.
Ο Πέτζολντ αποφοίτησε το 1828 και ήδη το επόμενο έτος πούλησε τον πρώτο του πίνακα ζωγραφικής, En mose ved Høsterkøb med tørvearbejdere (A Bog at Høsterkøb) στη Βασιλική Συλλογή Ζωγραφικής της Δανίας.
Αν και ποτέ δεν κέρδισε το χρυσό μετάλλιο της Ακαδημίας, το οποίο αποτελούσε το βασικό εργαλείο για τους σπουδαστές της Ακαδημίας να πάνε στο εξωτερικό για να συνεχίσουν τις σπουδές τους, δεδομένου ότι συνοδευόταν από σημαντικό χρηματικό πόσο, η οικονομική άνεση της οικογένειάς του, του επέτρεψε να ταξιδέψει στη Χαρτς (νότια Γερμανία) το ίδιο έτος (1829) και, στη συνέχεια, τον Μάιο του 1830 την Ρώμη. Ενδιάμεσα πέρασε από Δρέσδη, Πράγα, Νυρεμβέργη, Μόναχο, Βενετία και Φλωρεντία.
Στη Ρώμη ένωσε τη δανική αποικία καλλιτεχνών που είχε σχηματιστεί στην πόλη μαζί με τον φίλο του, Δανό γλύπτη, Μπέρτελ Θόρβαλντσεν (Bertel Thorvaldsen)
Εκανε εκδρομές και μικρά ταξίδια στη ρωμαϊκή ύπαιθρο, σε μέρη όπως το Τίβολι, το Σουμπιάτσιο, το Ολεβάνο, καθώς επίσης και στη Νότιο Ιταλία (Νάπολη, Σικελία).
Το χειμώνα του 1835-1836 επέστρεψε στην Κοπεγχάγη, λόγω βαριάς ασθενείας του πατέρα του, που τελικά υπέκυψε. Λίγο μετά την κηδεία, επέστρεψε στην Ιταλία, μένοντας για λίγο στο Μόναχο. Από την Ιταλία συνέχισε για Ελλάδα, στην οποία έφτασε τον Ιούνιο του 1838. Ενας άγνωστος προορισμός για τους Δανούς, μόνο ο Δανός ζωγράφος Μαρτίνους Ρόρμπι (Martinus Christian Wesseltoft Rørbye), (17 Μαΐου 1803 – 29 Αυγούστου 1848) την είχε επισκεφθεί πριν από αυτόν.
Πρώτος και τελευταίος σταθμός ήταν η Πάτρα, πύλη εισόδου και εξόδου της Ελλάδας προς τη Δύση.
Στις 29 Αυγούστου 1838 βρέθηκε νεκρός στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του στην Πάτρα με κομμένα τον λαιμό του. Πιθανώς ήταν αυτοκτονία, που πάντως δεν έχει επιβεβαιωθεί. Το πέπλο μυστηρίου της αυτοκτονίας ή δολοφονίας ποτέ δεν ξεδιάλυνε, πότε δεν έγιναν γνωστά τα αίτια ή κίνητρα αυτής της πράξης.
Η οικονομική καταστροφή
Ο Ανδρέας Λόντος (1786-1845) ήταν προεστός του Αιγίου, με σημαντική στρατιωτική και πολιτική δράση στην Επανάσταση του 1821 και μετά από αυτή, που δυστυχώς όμως είχε τραγικό τέλος.
Γεννήθηκε το 1786 στο Αίγιο από ισχυρή οικογένεια προυχόντων της πόλης. Ηταν γιος του προεστού Σωτηράκη Λόντου που αποκεφαλίστηκε το 1812 στην Τριπολιτσά. Παππούς του ήταν ο Γκολφίνος ο οποίος συμμετείχε στην εξέγερση του 1770. Σπούδασε στο σχολαρχείο της Βοστίτσας, το οποίο διεύθυνε ο Ευστάθιος Παλαμάς, πρόγονος του ποιητή Κωστή Παλαμά. Ο Ανδρέας έζησε για ένα διάστημα στην Κωνσταντινούπολη και επανήλθε στην Πελοπόννησο το 1816. Σύνηψε φιλία με τον νέο Μόρα-Βαλεσή Σακήρ Αχμέτ και το 1818 αναγορεύτηκε επίσημα σε προεστό με έγγραφο των εκπροσώπων του καζά Βοστίτσας, επικυρωμένο από τον επίσκοπο Κερνίτσης Προκόπιο.
Μετείχε ενεργά στην Επανάσταση, όπως και οι αδελφοί του Αναστάσιος και Λουκάς. Στις 23 Μαρτίου κήρυξε την επανάσταση στο Αίγιο, εκδίωξε τους Τούρκους χωρίς μάχη και ύψωσε την πρώτη Ελληνική επαναστατική σημαία. Στη διάρκεια της επανάστασης διοικούσε δικό του σώμα στρατού, με το οποίο πήρε μέρος στην πολιορκία της Πάτρας και του Μεσολογγίου.
Κατά τον Καλλίνικο Καστόρχη (1789-1877) ο Ανδρέας Λόντος σε συνεννόηση με τον Παλαιών Πατρών Γερμανό εκφώνησε την 25 Μαρτίου 1821 προς συμπατριώτες του το ίδιο λόγο που εκφώνησε και ο Γερμανός στην Αγία Λαύρα. Μετά από αυτό επικεφαλής ενόπλων συμμετείχε στην πολιορκία της Πάτρας και του Ρίου.
Μετά την απελευθέρωση ο Λόντος παραγκωνίστηκε από τον Ιωάννη Καποδίστρια, γι’ αυτό και πρωτοστάτησε στα αντικαποδιστριακά κινήματα. Το 1833 μετακόμισε στο Ναύπλιο, προκειμένου να συναντήσει τον βασιλιά Όθωνα κατά την άφιξη του. Το 1835 ο Οθων τον διορίζει συνταγματάρχη και στη συνέχεια στρατιωτικό επιθεωρητή. Κατά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου ο Λόντος έλαβε ενεργά μέρος όντας αρχηγός του Αγγλικού κόμματος. Μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου διορίστηκε αντιπρόεδρος της εθνοσυνέλευσης ενώ στη συνέχεια χρημάτισε υπουργός στρατιωτικών & εσωτερικών στην επαναστατική κυβέρνηση. Με την άνοδο όμως του Κωλέττη, ο Λόντος εκδιώχθηκε και έχασε όλα του τα αξιώματα.
Τα οικονομικά του προβλήματα αλλά και η πίκρα του για την πολιτική του αποτυχία τον οδήγησαν στην αυτοκτονία. Έθεσε τέλος στην ζωή του στις 24 Σεπτεμβρίου του 1845 στο σπίτι του στην Αθήνα. Η σορός του μεταφέρθηκε στο Αίγιο, και συγκεκριμένα στο σπίτι του αδερφού του Λουκά, στις 15 Οκτωβρίου αλλά δεν τάφηκε με εκκλησιαστικό τελετουργικό εξαιτίας της απαγόρευσης που είχε επιβληθεί από την κυβέρνηση Κωλέττη. Τελικά η κηδεία του πραγματοποιήθηκε τον Σεπτέμβρη του 1847, αμέσως μετά τον θάνατο του Κωλέττη.
*Από τις “Επιλογές” της “Πελοποννήσου” το Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News