Ρέα Γαλανάκη: «Τρομάζω με όσα έζησα επί δικτατορίας, αλλά σεμνύνομαι»

Επί δεκαετίες εξαντλημένο, το βιβλίο της νιότης της με τίτλο «Πού ζει ο λύκος;» επανεκδίδεται από τον «Καστανιώτη», δίνοντάς μας την ευκαιρία να γνωρίσουμε μέσα από τον τρόπο έκφρασης –ποιητική η αφήγηση- της 25χρονης τότε Ρέας Γαλανάκη, όσα άγρια και τρομακτικά βίωσε, επαναστατώντας κατά της δικτατορίας και όχι μόνο, άγνωστα στην Πάτρα, όπου εγκαταστάθηκε αργότερα. Η σπουδαία συγγραφέας, προσφάτως τιμηθείσα με το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για τη συνολική προσφορά του έργου της, μιλώντας στην «Π», μοιράζεται μνήμες, σκέψεις και συναισθήματα.

-Πενήντα χρόνια μετά το τέλος της στρατιωτικής δικτατορίας το βιβλίο σας «Πού ζει ο λύκος;» επανεκδίδεται, μαζί με το προσωπικό σας υστερόγραφο. Πώς θυμάστε τη Ρέα που κραύγαζε μέσα από τις σελίδες του; 

Μια κοπέλα στα είκοσι πέντε της τότε, που είχε επαναστατήσει κατά της δικτατορίας αλλά και κατά του τρόπου που ζούσαν  οι γυναίκες στις πατριαρχικές οικογένειες και κοινωνίες. Δεν κραύγαζε απλώς, μα τόλμησε να μπει στα οδοφράγματα τη νύχτα του Πολυτεχνείου με γνωστούς και άγνωστους μαζί, να ανάβουνε φωτιές και να διαλύονται εν μέσω πυροβολισμών  για να ανασυνταχθούν δυο δρόμους  παρακάτω. Αυτό το μεγάλο κομμάτι της ζωής μου είναι απολύτως άγνωστο στην Πάτρα, όπου ήρθα να ζήσω αργότερα. Τρομάζω σήμερα και μόνο που  τα σκέφτομαι, σεμνύνομαι ωστόσο που τα έζησα.

-Ο αναγνώστης του μεταγενέστερου πεζογραφικού σας έργου, βλέπει μια διαφορετική πένα, όσον αφορά στον τρόπο, το ύφος της γραφής. Εσείς πώς αισθανθήκατε όταν το ξαναπιάσατε στα χέρια σας;

Το βιβλίο ανήκει στη μετάβασή μου από την ποιητική αφήγηση σε  μια καθαρότερη πεζογραφική γραφή.  Ξέρω την πορεία μου,        κατανοώ πλήρως το βιβλίο συνδέοντας τον ποιητικό-αφηγηματικό αναρχισμό του με την τόσο βίαιη ενηλικίωσή μου επί δικτατορίας. Διότι δεν  μπορείς να μιλήσεις για μια στρατιωτική δικτατορία, που την έζησες, με αβρότητα πορσελάνης. Με δυσκόλεψε και με σαγήνευσε ξαναδιαβάζοντάς το  για να εκδοθεί. Δεν  αμφέβαλα για  το κείμενο (ούτε μία λέξη του δεν άλλαξα), αλλά ο ψυχισμός μου προφανώς έχει  αλλάξει με τα χρόνια.

-Ο Λύκος, η Κοκκινοσκουφίτσα… Η εμφανής αλληγορία κεντρίζει ιδιαίτερα. Και το νεαρό αναγνωστικό κοινό. Τι μήνυμα θα θέλατε να απευθύνετε, κυρίως, σε αυτές τις ηλικίες.

Μακάρι να κεντρίζει αυτή η αλληγορία το νεαρό αναγνωστικό κοινό. Οχι μήνυμα, μα σε μια φιλική συζήτηση θα  έλεγα στους νεότερους να σέβονται το δημοκρατικό πολίτευμα παρόλο που ποτέ και πουθενά δεν έχει φέρει τον επί γης παράδεισο (κάτι που είναι ουτοπία). Θα τους ευχόμουν να μη ζήσουν ποτέ σε στρατιωτική δικτατορία, ούτε με το μόνο συγκρίσιμο, δηλαδή μια κατοχή της χώρας.

-Γράψατε το εξαιρετικά διαφωτιστικό υστερόγραφό σας, με σκοπό να…;

Με βασάνισε αυτό το υστερόγραφο. Το αποτόλμησα διότι  το περιεχόμενο του βιβλίου, και ιδίως ο τρόπος γραφής του το 1982, ίσως δεν θα ήταν ευρύτερα κατανοητά το 2024. Ηθελα, λοιπόν, να λειτουργήσει το υστερόγραφο σαν ένα χαμηλών τόνων χρονικό, που θα υποστήριζε την τόλμη του λογοτεχνικού κειμένου.

-«Το Σπίτι», το α’ μέρος του βιβλίου, φέρνει στον νου το τελευταίο σας βιβλίο «Εμμανουήλ και Αικατερίνη – Τα παραμύθια που δεν είναι παραμύθια», όπου εκεί περιγράφετε με αλλιώτικα χρώματα το πατρικό σας σπίτι. Στο υστερόγραφό σας, αναφέρεστε σε αυτή τη σύγκριση. Θα μας πείτε;

Το 1982 ο πατέρας μου Εμμανουήλ, είχε πρόσφατα πεθάνει, και όλα ήταν ανοικτά: αν θα έμενε στο πατρικό σπίτι στο Ηράκλειο η μαμά μου (ο αδερφός μου ζούσε στην Αθήνα κι εγώ στην Πάτρα), αν θα το πουλούσαμε, αν και αν. Υπήρχε  μια θεμιτή ασάφεια, που φυσικά δεν υπήρχε πια στο πρόσφατο «Εμμανουήλ και Αικατερίνη»,  για τον λόγο  όλα είχαν πλέον συντελεστεί.   Γι’  αυτό και ο προσωπικός μου «διάλογος» με το σπίτι, με  τους γονείς, είναι πολύ διαφορετικός από το ένα βιβλίο στο άλλο. 

Μία από τις «Δέκα διαφορετικές ιστορίες της Παύλας» καταλήγει στο συγκλονιστικό «Χαίρε σακούλα, η δόξα του επισκεπτηρίου στη φυλακή». Θα μοιραστείτε μαζί μας αυτή την εμπειρία;

Ο πρώτος μου σύζυγος, ο φοιτητής -όπως κι εγώ- Νίκος Γιανναδάκης, υπήρξε από τους ιδρυτές της πρώτης φοιτητικής αντιστασιακής οργάνωσης, του Ρήγα Φεραίου. Το 1968 καταδικάστηκε σε 21 χρόνια φυλάκισης (ας σημειωθεί: για λίγες προκηρύξεις κι ένα πανό που άνοιξε μέσα στο πανεπιστήμιο), και βγήκε με την αμνηστία το 1973. Ετσι,  για  πέντε περίπου χρόνια πήγαινα στα επισκεπτήρια της φυλακής, τα αραιά, τα αυστηρά, τα ολιγόλεπτα τότε επισκεπτήρια των συγγενών πρώτου βαθμού στους πολιτικούς κρατούμενους. Ας πω ότι κι εμένα μου αρέσει  ιδιαίτερα αυτό το ποίημα. 

-Οι παρέες από το ’67 ως το ’74, «αυτοί οι ‘’όλοι εμείς’’», όπως γράφετε, τι σήμαιναν για εσάς και την εποχή;

Η αφιέρωση του βιβλίου «στις παρέες από το ’67 ως το ’74» όχι μόνο δεν άλλαξε στην επανέκδοση, μα εξακολουθεί να ισχύει. Ζώντας χωρίς οικογενειακό περιβάλλον ως φοιτήτρια στην Αθήνα, είχα ως μόνο ανθρώπινο δεσμό εκείνες τις παρέες. Πιο συγκεκριμένα  το «όλοι εμείς»  σημαίνει όσους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, άλλος λίγο άλλος περισσότερο, αντισταθήκαμε στη στρατιωτική δικτατορία παρά τους κινδύνους, παρά τον φόβο, με αποτέλεσμα να ενωθούμε  με αλληλεγγύη, με φιλία. Μιλώ για δυο-τρεις γενιές ανθρώπων, δεν ήμασταν μόνο οι πιο νέοι. Μιλώ ειδικότερα για διανοούμενους, για ποιητές και συγγραφείς, για ανθρώπους που διάβαζαν πάρα πολύ, που λίγο ή πολύ είχαν υποστεί διώξεις από τη χούντα, και ανήκαν όλοι στην ευρύτερη δημοκρατική παράταξη. Δεν  έχει σημασία αν δεν βλεπόμαστε από χρόνια, αν αλλάξαμε όλοι μας ζωή, μπορεί και ιδέες, αν πολλοί έχουν πεθάνει. Είναι ένας αόρατος και ηθικός δεσμός που καταλύεται μόνο με τον θάνατο ενός εκάστου -μένει ωστόσο ακατάλυτη, λάμπουσα η μνήμη.

-Αναφέρετε σ’ εσάς, τις νεαρές γυναίκες του τότε, που διεκδικούσατε την «προσωπική ελευθερία» σας ή μια κάποια ερωτική ανεξαρτησία. Σχόλιό σας για όσα αδιανόητα υφίστανται κάποιες γυναίκες, σήμερα, με τους κακοποιητές τους, ενίοτε, να αφήνονται ελεύθεροι;

Σκέτη ντροπή όσα συμβαίνουν στον 21ο αιώνα με την κακοποίηση ή τη δολοφονία γυναικών από κάποια ανθρωπόμορφα αρσενικά τέρατα. Ακόμη χειρότερα που κακοποιητές κι επίδοξοι δολοφόνοι, παρά τις ενδείξεις,  αφήνονται ελεύθεροι. Παρά τους δημοκρατικούς θεσμούς, τους ισχύοντες νόμους, την ανάπτυξη των δικαιωματικών κινημάτων, στις σύγχρονες κοινωνίες συνεχίζουν να λειτουργούν υπόγεια   οι προαιώνιοι άγραφοι νόμοι του πατριαρχικού δικαίου στη σκληρότερη μορφή του, όπου το ξύλο και η θανάτωση μιας γυναίκας από αντρικό χέρι ήταν θέμα «οικογενειακής τιμής».  Πολύ αυστηρότεροι νόμοι και παραδειγματική τιμωρία μάλλον θα περιορίσουν  τα περιστατικά, η εξάλειψή τους όμως είναι δυσκολότερη.