ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Η περίοδος των βουλευτικών εκλογών από το 1956 μέχρι το 1964

Σε δύο περιόδους, μπορεί να χωριστεί η περίοδος των βουλευτικών εκλογών από το 1956 μέχρι το 1964.

Η περίοδος των βουλευτικών εκλογών από το 1956 μέχρι το 1964 μπορεί να χωριστεί σε δύο περιόδους.

Η πρώτη καλύπτει τις αναμετρήσεις του 1956, 1958 και 1961. Είναι ηεποχή του Κωνσταντίνου Καραμανλή και της ΕΡΕ. Γύρω από τον νέο τότε και δυναμικό πολιτικό συσπειρώνεται μια ολόκληρη κοινωνία που προσπαθεί να ξεπεράσει τις πληγές του εμφυλίου πολέμου, και παρ’ ότι πρόκειται για την παράταξη των νικητών του, συναισθάνεται την ανάγκη να οδηγήσει τη χώρα σε μια πορεία οικονομικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης.

Η δεύτερη περίοδος έχει ως αφετηρία τις εκλογές του 1961 και φτάνει έως τον εκλογικό θρίαμβο της Ενωσης Κέντρου και του Γεωργίου Παπανδρέου το 1964. Είναι η περίοδος που το Κέντρο επιχειρεί να επιστρέψει στην εξουσία, αντιμετωπίζοντας όμως πλήθος εσωτερικών και εξωτερικών προβλημάτων που είχαν τη γνωστή συνέχεια που έφτασε μέχρι τη δικτατορία.

Αξίζει, όμως, μια μικρή τοπική στάση στις βουλευτικές εκλογές του 1964. Σε εκείνες τις εκλογές, στο μεν ψηφοδέλτιο της ΕΡΕ πρώτος σε σταυρούς ήταν ο Κωστής Στεφανόπουλος, ενώ στο ψηφοδέλτιο της Ενωσης Κέντρου πρώτος σε σταυρούς με μια ανεπανάληπτη επίδοση ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου, ενώ και οι δυο τους, τότε εξελέγησαν για πρώτη φορά βουλευτές.

Λαμπρή αφετηρία, αφού χρόνια αργότερα ο μεν Παπανδρέου κυριάρχησε στη χώρα εκλεγόμενος τρεις φορές Πρωθυπουργός, ενώ ο Κωστής Στεφανόπουλος ανεδείχθη για δύο θητείες Πρόεδρος της ∆ημοκρατίας.

ΠΡΕΜΙΕΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΕ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟ ΚΑΡΑΜΑΝΛΗ

Οι εκλογές του 1956 έχουν τρία βασικά χαρακτηριστικά. Είναι η πρώτη εμφάνιση της ΕΡΕ υπό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, είναι η πρώτη φορά που ψηφίζουν σε βουλευτικές εκλογές οι Ελληνίδες και είναι, επίσης, η πρώτη φορά που την κοινοβουλευτική πλειοψηφία την κερδίζει κόμμα που ήταν, έστω και οριακά, δεύτερο σε ψήφους

ΗΓΕΜΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΡΕ ΚΑΙ Η ΕΚΠΛΗΞΗ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ

Η αναμέτρηση του 1958 επιβεβαίωσε την ηγεμονία της ΕΡΕ και του Κ. Καραμανλή, τη βαθιά κρίση του κεντρώου χώρου, ενώ η μεγάλη έκπληξη ήταν το γεγονός ότι η Αριστερά με την Ε∆Α, εννιά μόλις χρόνια μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου, βγαίνει δεύτερο κόμμα και γίνεται αξιωματική αντιπολίτευση.

Η ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΟΛΩΣΗΣ

Οι εκλογές του 1961 δίνουν μεν και πάλι τη νίκη στην ΕΡΕ, αλλά το εκλογικό αποτέλεσμα αμφισβητείται, με την Ενωση Κέντρου να ξεκινάει τον «ανένδοτο αγώνα» και την πολιτική ζωή να εισέρχεται σε μια πρωτοφανή πολιτική και κοινωνική ένταση. ∆εν είναι τυχαίο που ο βίος αυτής της κυβέρνησης κράτησε μόνο δύο χρόνια.

ΑΝ∆ΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝ∆ΡΕΟΥ ΚΑΙ ΚΩΣΤΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

Οι εκλογές του 1964 έχουν ένα παράδοξο. Ανέδειξαν μια εξαιρετικά λαοπρόβλητη κυβέρνηση υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου που σύντομα, όμως, αποδείχθηκε πολιτικά αδύναμη. Για την Αχαΐα, πάντως, οι εκλογές του 1964 έχουν μια ιστορική μοναδικότητα. Τότε εκλέγονται για πρώτη φορά βουλευτές ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Κωστής Στεφανόπουλος.

Η πρώτη νίκη του Κωνσταντίνου Καραμανλή και το τριφασικό εκλογικό σύστημα

Η ανάθεση της πρωθυπουργίας στον Κ. Καραμανλή στις 6 Οκτωβρίου 1955, αμέσως μετά τον θάνατο του Αλέξ. Παπάγου, ήταν αναπόφευκτο να προκαλέσει σημαντικούς τριγμούς στις τάξεις του Ελληνικού Συναγερμού και τις έντονες αντιδράσεις όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης.

Για να αντιμετωπίσει τις επικρίσεις αυτές, αλλά και για να εξασφαλίσει την εκλογική επικύρωση των επιλογών του Οκτωβρίου (άρα και τη δική του ηγετική καθιέρωση), ο Κ. Καραμανλής, ήδη με τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησής του, ανακοίνωσε την πρόθεσή του να προχωρήσει σε νέες εκλογές, την άνοιξη του 1956 (και όχι στο τέλος της τετραετίας, η οποία έληγε τον Νοέμβριο του 1956). Προνόησε όμως ταυτόχρονα να μεταβάλει το εκλογικό σύστημα, ώστε να εξασφαλίσει το ευνοϊκότερο γι’ αυτόν θεσμικό πλαίσιο. Στις 25 Νοεμβρίου 1955, η κυβέρνηση κατέθεσε στη Βουλή το σχέδιο του νέου εκλογικού νόμου, το οποίο είχε διαμορφώσει ο υπουργός Προεδρίας Γ. Ράλλης και ο διευθυντής του πολιτικού γραφείου του πρωθυπουργού Σ. Συριώτης.

Το νέο εκλογικό σύστημα ονομάστηκε από την κυβέρνηση «πλειοψηφικό με περιορισμένη εκπροσώπηση της μειοψηφίας», αλλά χαρακτηρίστηκε από τα κόμματα της αντιπολίτευσης «τριφασικό», λόγω των τριών διαφορετικών τρόπων που προέβλεπε για την κατανομή των βουλευτικών εδρών, χαρακτηρισμός που αποτελούσε και λογοπαίγνιο, λόγω της πρόσφατης τότε εισαγωγής στη χώρα του τριφασικού ηλεκτρικού ρεύματος.

Σύμφωνα με τον νέο εκλογικό νόμο, στις περιφέρειες που εξέλεγαν μέχρι τρεις βουλευτές ως εκλογικό σύστημα οριζόταν το πλειοψηφικό, στις περιφέρειες που εξέλεγαν από τέσσερις έως δέκα βουλευτές ως εκλογικό σύστημα οριζόταν το πλειοψηφικό με περιορισμένη εκπροσώπηση του δεύτερου κόμματος ή συνασπισμού, ενώ στις περιφέρειες όπου εκλέγονταν περισσότεροι από δέκα βουλευτές οι έδρες κατανέμονταν «αναλογικά» μεταξύ των δύο πρώτων εκλογικών σχηματισμών.

Προβλεπόταν όμως επιπλέον ότι για να έχει το δεύτερο κόμμα (ή συνασπισμός) δικαίωμα στη διανομή των εδρών μίας εκλογικής περιφέρειας έπρεπε να συγκεντρώσει τουλάχιστον το 15% (ή το 25% στην περίπτωση συνασπισμού κομμάτων) των έγκυρων ψηφοδελτίων, και στη συγκεκριμένη περιφέρεια, αλλά και στο σύνολο της χώρας.

Η διάταξη αυτή μετέτρεπε ουσιαστικά το εκλογικό σύστημα με αμιγές πλειοψηφικό για τους σχηματισμούς που δεν πληρούσαν τις παραπάνω προϋποθέσεις (15%,ή 25% αντίστοιχα, στο σύνολο της χώρας) και αφορούσε έμμεσα την Ε∆Α -είτε σε- περίπτωση αυτοτελούς της καθόδου (όριο 15%) είτε σε περίπτωση συνασπισμού με κεντροαριστερές δυνάμεις (όριο 25%).

Μία σημαντική επίσης καινοτομία του νέου εκλογικού συστήματος, ανεξάρτητα από τον μηχανισμό κατανομής των εδρών, ήταν και η καθιέρωση της μονοσταυρίας για όλες τις εκλογικές περιφέρειες, γεγονός που επιτρέπει την επακριβή μέτρηση της εκλογικής επιρροής των διαφόρων πολιτευτών.

Οι ρυθμίσεις του νέου εκλογικού συστήματος ήταν άμεσα προσαρμοσμένες στις συγκεκριμένες εκλογικές αναγκαιότητες της κυβερνητικής πλειοψηφίας. Πρόκειται για τη μοναδική περίπτωση εκλογικού νόμου κατά τη μεταπολεμική περίοδο που ψηφίστηκε και εφαρμόστηκε χωρίς να διαθέτει κανενός είδους ευρύτερη συναίνεση. Γι’ αυτό και οδήγησε τελικά σε μία πλήρως πολωτική εκλογική αναμέτρηση, όπου συγκρούστηκαν για την εξουσία δύο μόνον εκλογικοί σχηματισμοί, αφενός η Εθνική Ριζοσπαστική Ενωση (ΕΡΕ), την ίδρυση της οποίας εξήγγειλε ο Κ. Καραμανλής στις 4 Ιανουαρίου 1956, και αφετέρου η συμμαχία όλων σχεδόν των κομμάτων της αντιπολίτευσης, δηλαδή ένα οιονεί Λαϊκό Μέτωπο, το οποίο συγκροτήθηκε εξήμισι μόλις χρόνια μετά τον τερματισμό του Εμφυλίου.

Οι διεργασίες στον χώρο της αντιπολίτευσης, που κατέληξαν στη συγκρότηση ενός ευρύτατου πολιτικού συνασπισμού, με την επωνυμία ∆ημοκρατική Ενωσις (∆Ε).

Η ∆Ε αποτέλεσε έτσι τελικά συνασπισμό επτά κομμάτων, που κάλυπταν όλες σχεδόν τις εκτός ΕΡΕ πολιτικές δυνάμεις, και τα οποία αναλυτικά ήταν τα εξής:

Το Λαϊκό Κόμμα (ΛΚ), με αρχηγό τον Κ. Τσαλδάρη,

Το Κόμμα Φιλελευθέρων (ΚΦ), με αρχη- γό τον Γ. Παπανδρέου,

Η Φιλελεύθερη ∆ημοκρατική Ενωσις (Φ∆Ε), υπό τον Σοφ. Βενιζέλο, η οποία ήταν το κοινοβουλευτικά ισχυρότερο κεντρώο κόμμα,

Η Εθνική Προοδευτική Ενωσις Κέντρου (ΕΠΕΚ), με αρχηγό τον Σ. Παπαπολίτη, Το Κόμμα Αγροτών-Εργαζομένων (ΚΑΕ), με αρχηγό τον Αλ. Μπαλτατζή,

Το ∆ημοκρατικό Κόμμα Εργαζομένων Λαού (∆ΚΕΛ), με συναρχηγούς τους Γ. Καρτάλη και Αλ. Σβώλο,

Η Ενιαία ∆ημοκρατική Αριστερά (Ε∆Α), με πρόεδρο τον Ι. Πασαλίδη.

Η συνεργασία των κεντρώων κομμά- των με την Ε∆Α αποφασίστηκε να είναι μόνο εκλογική και να βασίζεται στην «προγραμματική διακήρυξη» του ∆ημοκρατικού Κέντρου. Παρά τη συνεργασία του Κέντρου και της Αριστεράς παρέμεινε η θεμελιώδης αδυναμία τους: Η έλλειψη εσωτερικής συνοχής και αξιόπιστου κυβερνητικού προγράμματος. Ηταν προφανής ο ιδεολογικός συμβιβασμός των επιμέρους μονάδων της ∆ημοκρατικής Ενώσεως για μικρόπνοες εκλογικές σκοπιμότητες. Η κοινή εναντίωσή τους στη διακυβέρνηση Καραμανλή επέτεινε την εντύπωση ότι στις εκλογές συγκρούονταν ανανεωτικά στοιχεία με τον παλαιοκομματισμό, που, για να επιβιώσει, δεν δίσταζε να συμμαχήσει ακόμα και με τον απόλυτο αντίπαλο, την Αριστερά. Τα κεντρώα κόμματα δεν έδειχναν καμία αυθεντική διάθεση να συνδιαμορφώσουν κοινές θέσεις με την Αριστερά, τονίζοντας ότι συνεργάζονταν μόνον για τις εκλογές και όχι για κοινή κυβέρνηση. Πνιγμένη σε αντιφάσεις, η ∆ημοκρατική Ενωση αδυνατούσε να αντιμετωπίσει την ηγετική κινητοποίηση του Καραμανλή.

Τo 1956 ήταν η χρονιά κατά την οποία οι Ελληνίδες ψήφισαν σε βουλευτικές εκλογές. Για πρώτη φορά είχαν ψηφίσει στις δημοτικές εκλογές της 11ης Φεβρουαρίου 1934. Εκλογικό δικαίωμα δεν δόθηκε σε όλες, αλλά μόνο σε όσες είχαν κλείσει τα 30 χρόνια και διέθεταν τουλάχιστον απολυτήριο ∆ημοτικού. Η συμμετοχή των γυναικών ωφέλησε την ΕΡΕ, καθώς η γυναικεία ψήφος προτιμούσε την πολιτική σταθερότητα.

Κυριαρχία Κωνσταντίνου Καραμανλή και μεγάλη άνοδος της Ε∆Α

Το κεντρικό συμπέρασμα των εκλογών του 1956 ήταν ότι η εναλλαγή στην εξουσία προϋπέθετε πια απαραιτήτως σταθερές μονοκομματικές κυβερνήσεις και όχι μεταβατικά συμμαχικά σχήματα. Ο μακρόσυρτος ανταγωνισμός Σοφοκλή Βενιζέλου – Γεωργίου Παπανδρέου για την ηγεσία του Κέντρου καθυστέρησε την αναδιοργάνωσή του γύρω από αυτό το πρωταρχικό πολιτικό αίτημα. Ο δρόμος άνοιξε μετά το ανατρεπτικό αποτέλεσμα των εκλογών του 1958, εν πολλοίς χάρη στη βασική συναίνεση του Κ. Καραμανλή και του Γ. Παπανδρέου ως προς την ανά- γκη δημιουργίας ενός βιώσιμου δικομματισμού. Βέβαια, η θεωρία από την πράξη απείχε πολύ, όπως απέδειξε η αποτυχία του δικομματικού πειράματος από το 1961 έως το 1967.