«Αυτοδιοίκηση – Εκπαίδευση – Έρευνα: Πορείες παράλληλες ή αποκλίνουσες;»

Η οικονομική ανάπτυξη, η επιχειρηματικότητα, η καινοτομία, αλλά και αυτή η ίδια η ύπαρξη ενός κράτους ως οντότητας στο διεθνές γεωπολιτικό στερέωμα, περνά μέσα από την εκπαίδευση και την πολυεπίπεδη έρευνα. Η απόκτηση Παιδείας και η ανάπτυξη της έρευνας αποτελούν δύσκολες και διαρκείς διαδικασίες οι οποίες πολλές φορές σκοντάφτουν επάνω σε εμπόδια και δυσκολίες. Εμπόδια και δυσκολίες που άπτονται στην πλειονότητα των περιπτώσεων οικονομικής ενίσχυσης από την Πολιτεία και τους φορείς.

Μιλώντας για έρευνα οφείλει κανείς να ξεκαθαρίσει ότι δεν πρόκειται για μία απλή διαδικασία. Η έρευνα για να διεξαχθεί απαιτεί υλικοτεχνική υποδομή, ανθρώπινο δυναμικό και πόρους. Χωρίς πόρους, ακόμη και αν υπάρχει πρόθυμο ανθρώπινο δυναμικό, δεν μπορεί να εξασφαλιστεί η απαραίτητη υλικοτεχνική υποδομή για τη διεξαγωγή της έρευνας.

Αν λάβει κανείς υπόψη τις δυσκολίες που ανέκυψαν λόγω της πολυετούς οικονομικής κρίσης, αλλά και της πανδημίας, διαπιστώνει τη δυσπραγία στην επιτέλεση εκπαιδευτικού και κατ’ επέκταση και ερευνητικού έργου, καθώς πόροι έχουν περικοπεί, κτιριακές υποδομές και υλικοτεχνική υποδομή δεν έχουν συντηρηθεί επί σειρά ετών, ενώ οι ερευνητές καλούνται να επιτελέσουν ένα έργο ύψιστης σημασίας με πενιχρές ή και καθόλου απολαβές.

Αυτή είναι η πραγματικότητα στη σύγχρονη Ελλάδα του Δυτικού κόσμου, στην Ελλάδα που καλείται να καινοτομήσει. Ερευνητές με πενιχρή ή καθόλου χρηματοδότηση. Και δεν χρειάζεται να σκεφτεί πολύ κανείς για να διαπιστώσει τους λόγους για τους οποίους οι νέοι επιστήμονες και οι ερευνητές εγκαταλείπουν την χώρα μας. Προφανώς αναζητώντας τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να ασκήσουν ανεμπόδιστα την ερευνητική τους δραστηριότητα και επιπλέον αναζητώντας μία αξιοπρεπή διαβίωση.

Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον η Αυτοδιοίκηση (α΄και β΄βαθμού) μπορεί να διαδραματίσει ενεργό ρόλο συμβάλλοντας ουσιαστικά στην προώθηση της εκπαιδευτικής και ερευνητικής διαδικασίας. Ωστόσο, ο βαθμός διασύνδεσης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης με την εκπαιδευτική και ερευνητική διαδικασία παραμένει χαμηλός και μάλιστα ορισμένες φορές οι πορείες που ακολουθούνται είναι αποκλίνουσες. Και μπορεί να μην είναι δυνατό – τουλάχιστον στην παρούσα φάση – να εκχωρηθούν σημαντικές αρμοδιότητες στην Αυτοδιοίκηση για την ουσία ή την οργάνωση της εκπαίδευσης, ωστόσο η Αυτοδιοίκηση μπορεί να διαδραματίσει ουσιαστικό και όχι εμβαλωματικό ρόλο στη διεξαγωγή της έρευνας συμβάλλοντας με τρόπους που θα αφήνουν κοινωνικό αποτύπωμα.

Η μακροχρόνια κρίση που αντιμετώπισε η Ελληνική κοινωνία επέβαλε τη χρησιμοποίηση πόρων προκειμένου να μη διαρραγεί ο κοινωνικός ιστός, μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων όπως το Ε.Σ.Π.Α. Πλέον, επιβάλλεται ο αναστοχασμός και η αναθεώρηση της διοχέτευσης πόρων με στροφή στην έρευνα και την ουσιαστική ενίσχυσή της.

Σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, όπου η γνώση διαρκώς ανανεώνεται και εμπλουτίζεται, δεν νοείται να ομιλεί κανείς για καινοτομία, ενίσχυση επιχειρηματικότητας και αειφόρο οικονομική ανάπτυξη, εάν τους στόχους αυτούς δεν τους βασίζει σε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο ανάπτυξης και προώθησης της ερευνητικής διαδικασίας.

Καλείται, λοιπόν, η Αυτοδιοίκηση του μέλλοντος να διεκδικήσει και να διαδραματίσει έναν ουσιαστικό ρόλο στην προώθηση της έρευνας, ενισχύοντας και συσφίγγοντας τις «χαλαρές» σχέσεις που υπάρχουν με το Πανεπιστήμιο, ούτως ώστε οι πορείες να γίνουν παράλληλες αφήνοντας κοινωνικό αποτύπωμα. Σε διαφορετική περίπτωση, στην επόμενη κρίση που θα ενσκήψει, η καινοτομία και η ανάπτυξη θα είναι χωρίς αντίκρισμα.