Αντώνης Κορωναίος: Η όπερα απαιτεί πειθαρχία και πάθος

Ο λυρικός τενόρος Αντώνης Κορωναίος έχει κατακτήσει με τη φωνή του ένα τεράστιο και απαιτητικό κοινό στις μεγαλύτερες μουσικές σκηνές του κόσμου. Δεν έχει μόνο συγκλονιστική φωνή.

Κορωναίος

Η πορεία του διαγράφεται λαμπρή στο κλασικό οπερατικό τραγούδι με σημαντικές συνεργασίες, πολλά βραβεία και διακρίσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό και έχοντας πραγματοποιήσει πλήθος συναυλιών με τις μεγαλύτερες συμφωνικές ορχήστρες στα καλύτερα μουσικά θέατρα της χώρας μας και της Ευρώπης. Ο λυρικός τενόρος Αντώνης Κορωναίος έχει κατακτήσει με τη φωνή του ένα τεράστιο και απαιτητικό κοινό στις μεγαλύτερες μουσικές σκηνές του κόσμου. Δεν έχει μόνο συγκλονιστική φωνή. Είναι ένας συνδυασμός πολλών πραγμάτων.

Σε κερδίζει με τη συναισθηματικότητα και την αβρότητά του, που συνδυάζονται με μια «αφοπλιστική» απλότητα και μια σπάνια ευγένεια. Ο λυρισμός, η συναισθηματική ειλικρίνεια, το αστείρευτο πάθος και το ασίγαστο ταλέντο του, ο επαγγελματισμός και η πειθαρχία του πάνω στη σκηνή ερμηνεύοντας ρόλους, βασικούς και πρωταγωνιστικούς, προ-κλασικού και σύγχρονου ρεπερτορίου, τον κατατάσσουν ως έναν από τους καλύτερους ερμηνευτές της γενιάς του, γνωρίζοντας παγκόσμια καταξίωση.

Στη συζήτησή μας αυτή διανύουμε μαζί τον δρόμο μιας μεγάλης καριέρας, στεκόμαστε στις πιο σημαντικές στιγμές αυτής και ανακαλύπτω ένα μεγάλο κλασικό τραγουδιστή, ένα σπουδαίο και βαθιά φιλοσοφημένο άνθρωπο που μιλά για τα παιδικά του χρόνια, τα πρώτα επαγγελματικά του βήματα, τις σπουδές και την καριέρα του στο εξωτερικό, αποκαλύπτοντάς μας τα μελλοντικά του σχέδια. Ο Αντώνης Κορωναίος συμμετείχε στο Χριστουγεννιάτικο Κοντσέρτο της Πολυφωνικής, ερμηνεύοντας κλασικά εορταστικά τραγούδια.

 

-Πρώτα βραβεία σε διεθνείς διαγωνισμούς, σημαντικές συνεργασίες, διακρίσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό, εμφανίσεις σε μουσικά θέατρα, εκατοντάδες συναυλίες. Σε όλα αυτά τι άλλο μπορούμε να προσθέσουμε;

Αγάπη και πίστη σε αυτό που αποφάσισα από μικρή ηλικία να ακολουθήσω. Μουσική και φωνή. Ευτυχισμένες στιγμές συνύπαρξης και συνεργασίας με ανθρώπους στη σκηνή.

 

-Πόσο εύκολο είναι για έναν Ελληνα κλασικό αοιδό να σταθεί μπροστά σε αυτό το μεγαλείο που κουβαλάνε όλα αυτά τα μεγάλα λυρικά θέατρα;

Θέλει διαρκή μελέτη και προετοιμασία, μα είναι παράλληλα και η πιο ωραία στιγμή να βρίσκεσαι σε αυτούς τους χώρους. Μιλώντας με το χέρι στην καρδιά, οι άνθρωποι, όταν είσαι καλά προετοιμασμένος, σε αυτά τα θέατρα σε βοηθούν και σε υποστηρίζουν σε όλα τα επίπεδα.

 

-Από ποιον δεχτήκατε τα πρώτα μουσικά ερεθίσματα-ακούσματα;

Από την οικογένειά μου, ο πατέρας μου, τενόρος κι εκείνος και μαέστρος εκκλησιαστικών χορωδιών καθώς και ψάλτης, άκουγε διαρκώς όπερα στο πικάπ. Εύκολο ήταν να θέλω να είμαι στη μουσική. Πρώτος τενόρος που άκουσα ήταν ο Mario Lanza. Πρότυπά μου σε πολύ μικρή ηλικία ο Placido Domingo και ο Giuseppe di Stefano (του οποίου το πρώτο βραβείο πήρα στον διαγωνισμό του από τον ίδιο).

 

-Τι σας ώθησε στη μουσική και το κλασικό τραγούδι; Οι σπουδές στο εξωτερικό ήταν επιλογή ή ανάγκη;

Αγάπησα την κλασική μουσική από πολύ μικρή ηλικία. Οι σπουδές στο εξωτερικό ήταν ανάγκη βέβαια. Εμαθα πολλά στην Ελλάδα, μα στο εξωτερικό ήταν η συνολική σπουδή και συμμετοχή στο οπερατικό «γίγνεσθαι» πολύ πιο ολοκληρωμένη.

 

-Τι θεωρείτε μεγαλύτερη πρόκληση στο συγκεκριμένο είδος που έχετε επιλέξει; Τι απαιτεί η ζωή ενός λυρικού τραγουδιστή της όπερας;

Απαιτεί πειθαρχία, ενασχόληση και άσκηση διαρκή, μελέτη και πάθος. Πρόκληση είναι για μένα να στέκομαι στο ύψος των ρόλων που καλούμαι να ερμηνεύσω. Μεγάλη ευθύνη μα και ικανοποίηση όταν το πετυχαίνω.

 

Εχετε ερμηνεύσει ρόλους πρωταγωνιστικούς και βασικούς σε πάνω από 20 όπερες. Ποιο ρόλο ξεχωρίζετε και ποια συνεργασία;

Ενας από τους ρόλους που έχω αγαπήσει πολύ είναι αυτός του Duka di Mantova στον «Rigoletto» του Giuseppe Verdi. Θα αναφέρω σα μνημειώδη τη συνεργασία μου με την Αγνή Μπάλτσα στο έργο «Ιταλιάνα» στο Αλγέρι του Gioacchino Rossini στην Κρατική Οπερα της Βιέννης και στο Εθνικό θέατρο του Τόκιο.

 

-Ποια η μαγικότερη στιγμή πάνω στη σκηνή; Να κερδίζετε προσωπικά την αναμέτρηση με το έργο «πιάνοντας» το αίσθημα του συνθέτη μέσα από τις νότες που μετατρέπονται σε ευχάριστα ακούσματα ή να μοιράζεστε με όλο και μεγαλύτερο κοινό όσα έχετε κερδίσει;  

Πιστεύω ότι αυτά τα δύο είναι αλληλένδετα. Η προσπάθεια είναι να πλησιάσουμε τη σκέψη του συνθέτη στην απόδοσή μας και να δώσουμε προσωπικό χρώμα. Εάν συμβεί αυτό, νομίζω ότι το κοινό ανταποκρίνεται πάντα θετικά. Σίγουρα το κυνήγι της δόξας δεν είναι το άμεσο ενδιαφέρον μου. Η μελέτη και η συνέπεια στην απόδοση όσων ζητά ο συνθέτης είναι το ευκταίο.

 

-Πόσο συνυφασμένη είναι η μουσική έκφραση με την υποκριτική, δεδομένου ότι οι άριες που ερμηνεύετε προέρχονται από όπερες;

Είναι απόλυτα συνυφασμένη αρκεί κάνεις να μελετήσει τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συνθέτης. Γι’ αυτό πάντα συμβουλή μου στους νεότερους είναι η εκμάθηση ξένων γλωσσών, προκειμένου να ερμηνεύουν καλύτερα όσα ο συνθέτης έχει γράψει.

 

-«Η όπερα ταιριάζει στους Ελληνες καθώς είναι η εξέλιξη της αρχαίας τραγωδίας» είχατε πει σε μια συνέντευξή σας. Ως Ελληνες έχουμε την κατάλληλη παιδεία να καταλάβουμε και να νιώσουμε αυτό το είδος της κλασικής μουσικής;

Δυστυχώς όχι, η παιδεία μας είναι δεν είναι η κατάλληλη. Αλλωστε δεν μελετούμε πια ούτε τους αρχαίους συγγραφείς και ποιητές. Αν αυτό γινόταν, η αίσθησή μου είναι ότι ταιριάζει στους Ελληνες. Ομως πρέπει να γίνουν βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.

 

Στην εποχή μας, όταν οι υπολογιστές μπορούν να «συνθέτουν» πλέον μουσική, ποιο μπορεί να είναι το μέλλον της κλασικής μουσικής; Τι λείπει σήμερα; Το ταλέντο; Το συναίσθημα;

Λείπει το όραμα. Μα κανένας υπολογιστής δεν μπορεί να αντικαταστήσει τη φωνή. Ακόμα κι αν καταφέρει να μοιάσει απόλυτα στον ήχο, θα λείπει το συναίσθημα γιατί είναι άυλο, δεν είναι αποτέλεσμα σκέψης. Επίσης το μέλλον είναι ζωντανό εφόσον υπάρχουν ζωντανές παραστάσεις. Αυτό είναι αναντικατάστατο: η ζωντάνια της στιγμής στο θέατρο.

 

-Τι ετοιμάζετε για τη νέα χρονιά; Επόμενα καλλιτεχνικά σχέδια;

Στους επόμενους μήνες έχω δύο πρωταγωνιστικούς ρόλους. Εναν στην οπερέτα του Σπύρου Σαμάρα «Η πριγκίπισσα της Σάσσονος» στην Κέρκυρα και μετά ο Νεμορίνο στο «Ελιξήριο του έρωτος» του Ντονιτσέττι στο Ηράκλειο Κρήτης. Μεγάλο αριθμό συναυλιών σε διάφορες πόλεις καθώς και την παρουσίαση μιας όπερας με το μεταπτυχιακό τμήμα μονωδίας στο Δημοτικό Ωδείο Αγ. Βαρβάρας του οποίου είμαι καθηγητής, όπερα με τα παιδιά μου, όπως αποκαλώ.