Χαντς Φρικ

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος»

 

Είναι πολύ συνηθισμένο να περπατάς και να μιλάς στον δρόμο, μοναχός σου. Παλιά μας παραξένευε ή και μας ανατρίχιαζε, αλλά στο τέλος εξοικειωθήκαμε όλοι με τη νέα τεχνολογία. Μικρόφωνα-ψείρες, ασύρματα πλέον, μεταφέρουν τη φωνή μας μέσω κινητού σε μακρινό αποδέκτη. Βαθμιαία μάθαμε να μη μας πτοεί ότι μας βλέπει ή μας ακούει ο κόσμος. Μερικοί, στο πεζοδρόμιο, στο λεωφορείο, στο καφέ, είναι και φωναχτοί, δεν έχουν επίγνωση ότι ακούγονται, μπορεί και να μην τους ενδιαφέρει, η εθελούσια κατάλυση της ιδιωτικότητας είναι επίσης συνηθισμένο και καθιερωμένο, αν όχι και επιβεβλημένο, σκοτίστηκες για τους άλλους και την εντύπωση που τους δίνεις, σκοτίστηκες προφανώς και για την όχληση που προκαλείς. Ελευθερία. Γύμνια. Εξωστρέφεια. Ετσι, ακούς τι τους συμβαίνει, ευκρινώς, σημαντικό ή ασήμαντο. Και τα ασήμαντα, σημαντικά είναι, άμα δίνουμε σημασία στον εαυτό μας. Φωνάζω, άρα υπάρχω.

Αλλά εκείνος που περπατούσε μπροστά μας μιλώντας με ένταση εν μέση οδώ, δεν είχε ούτε ψείρα, ούτε τηλέφωνο. Συνομιλούσε με έναν ακροατή, χωρίς παύση για να τον ακούει: Ηταν βέβαια τρελός, αλλά όχι τόσο τρελός ώστε να σταματάει για να ακούσει έναν ανύπαρκτο συνομιλητή. Μιλούσε μόνο εκείνος, και μιλούσε συνεχώς, στριφογυρίζοντας γύρω από μία και μόνη φράση που έβγαζε ένα νόημα, καθώς οι άλλες ήταν ακατάληπτες. Τον απασχολούσε, που λες (υποτιθέμενε αναγνώστη), ότι δεν είναι θεμιτό πράγμα να ανέχεσαι τόσους μαζεμένους ρομά σε κάποιο σημείο που δεν προσδιόριζε.

Κάτι έπρεπε να γίνει με τους ρομά αυτούς, να μεταφερθούν, να απομακρυνθούν, να φύγουν οικειοθελώς, και τέλος πάντων να μη μαζεύονται όλοι αυτοί οι ρομά. Και περπατούσε, και αγόρευε στεντόρεια, και η γλώσσα του πήγαινε κοπίδι, και το βλέμμα του πλανιόταν μια δώθε και μια κείθε, όπως κάνουμε όταν μιλάμε στο τηλέφωνο πραγματικά, χάνοντας τα όρια ανάμεσα στο «βλέπω» και στο «δεν προσέχω». Και καθώς ο ομιλών κινούμενος άνθρωπός μας διασταυρωνόταν με ανυποψίαστους, βιαστικούς, αφηρημένους περαστικούς, συγκεντρωμένους στα δικά τους, δεν αντιλαμβάνονταν οι πολλοί την ιδιαιτερότητα της περίπτωσης. Περνούσαν από δίπλα του αδιάφοροι, με την πεποίθηση ότι επρόκειτο για έναν ακόμα άνθρωπο με χαντς φρι ή κάποιο άλλο τηλεμαραφέτι, όμως είτε το ακατάληπτο των λόγων του, είτε το προσωπικό τους ένστικτο ξυπνούσε κάποιους από την πλάνη.

Και τότε το θέαμα και το θέμα γίνονταν άλλο: Ηταν το κατάπληκτο, το τρομαγμένο, το εμβρόντητο, το παραξενεμένο ύφος με το οποίο οι περαστικοί αντιμετώπιζαν το ξωτικό που περνούσε από δίπλα τους, ένα πλάσμα με κεφάλι, λαιμό, κορμό και παντελόνια, αλλά ένα είδος διαφορετικό, απόκοσμο, επικίνδυνο- ποιος ξέρει- και πάντως απεχθές, αποσυνάγωγο. Να ένα ον που δεν ανήκει στα όντα τα συμβατικά, τα αναγνωρίσιμα, τα φυσιολογικά, ένα ον ακατάτακτο, άναρχο, ένα ανθρωποειδές «Άλλο», ξένο. Αλλά αποφεύγουν την άμεση εστίαση, ανήσυχοι μήπως το Πλάσμα ερεθιστεί, και μπλέξουν σε μια αναμέτρηση όπου ο Άλλος μπορεί να βγάλει αφρούς, αφορισμούς, γροθιές, μαχαίρια, πλοκάμια, κοπτήρες τύπου Αλλιεν. Επίφοβα αυτά και αναξιόπρεπα.

Ετσι, αφήνουν το Αλλιεν να περάσει, κι ύστερα καρφώνουν το βλέμμα στα πλάγια και στα νώτα του, οι θεοσεβούμενοι σταυροκοπιούνται, γιατί το Ανορθόδοξο είναι μια εκδοχή δαιμονισμένου ή, ακόμα χειρότερα, δαιμονικού, και οι φιλοπαίγμονες αναζητούν στα βλέμματα των άλλων γνωστικών ματιές συγκατάβασης και ενιαίας αντίληψης: Το είδες δαύτο; Άλλο και τούτο. Στήνουν μια φευγαλέα συνωμοσία γνωστικών, μια αμοιβαία διαβεβαίωση ότι Εμείς είμαστε οι Καλά, ιδού η μεγάλη χρησιμότητα των Αλλιεν εν τω δημοσίω βίω: Όταν τελούν σε κατάσταση καταστολής και ελέγχου, καθρεπτίζεται πάνω τους η ατομική μας διαφορά, η προσωπική και συλλογική κανονικότητα.

Πήγαμε καθένας στη δουλειά του, εμείς στη δική μας, το Πλάσμα συνέχισε την πορεία του σαν ποταμός λόγων και χειρονομιών προς το Πουθενά του, μια παρέλαση αοράτων στοιχειών, φωνών, βιωμάτων και σκιών. Μπορούσες να διακρίνεις τις παλλόμενες, φωνασκούσες φιγούρες, αν φορούσες τα ειδικά πολυδιάστατα γυαλιά, που κάνουν ορατά τα διαόλια και τα τριβόλια που σέρνουν όχι μονάχα τα σχιζοειδή πλάσματα, αλλά και σύσσωμοι οι περαστικοί του πεζοδρόμου. Επειδή δεν μιλούν φωναχτά;

Επειδή δεν διαπληκτίζονται με τον αέρα; Νομίζεις πως δεν έχουν μέσα τους καυγάδες με το σύμπαν όλο, με το παρόν, το παρελθόν, ανθρώπους, ιστορίες και φαινόμενα; Αλλά το Αλλιεν , που ξέρει να ακούει και να αφουγκράζεται το Αόρατο και το Αηχο, δεν δίνει σημασία καμία, γιατί θεωρεί πως είμαστε όλοι σαν και κείνο. Φυσιολογικοί, καθημερινοί, στρωτοί, ευηπόληπτοι. Κατάλαβες Μήτσο;

Όλες οι ειδήσεις άμεσα μέσα από το Google News. Κάντε κλικ εδώ και κάντε εγγραφή


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ