Διχασμένοι με τον Διχασμό

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Διχασμένοι

Όταν όλα έχουν κριθεί, είναι αρκετά εύκολο να αποφαίνεσαι τι θα έπρεπε να είχες αποφασίσει και τι να αποφύγεις. Όλα εξηγούνται, αλλά τίποτα δεν προβλέπεται. Όταν εμπλέκεσαι στη δίνη των γεγονότων, και μάλιστα σε μια περίοδο κοσμογονική, και μάλιστα όταν από τις αποφάσεις σου θα κριθεί η μοίρα χιλιάδων ανθρώπων, μιας πατρίδας, της ιστορίας και του εαυτού σου, το πράγμα ζορίζει πολύ.

Μια από τις εμβληματικότερες περιστάσεις με τέτοια χαρακτηριστικά είναι η φάση των συμβάντων που εξελίχθηκαν μετά το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και μέχρι τη Μικρασιατική καταστροφή σε σχέση με τους Ελληνες πρωταγωνιστές εκείνων των μοιραίων εξελίξεων. Τα γεγονότα ήταν τόσο περίπλοκα, και η εναλλαγή τους τόσο ιλιγγιώδης, αλλά και το αποτέλεσμα τόσο εκκωφαντικό, που ακόμα και σήμερα ιστορικοί, αναλυτές, παρατηρητές και απλοί πολίτες που η συνείδησή τους επηρεάζεται από τον απόηχο του πολυδιάστατου εκείνου θρίλερ, αποκλίνουν, διαφωνούν και διαπληκτίζονται παραθέτοντας τις διαπιστώσεις και τις εκτιμήσεις τους.

Το ίδιο θα συμβεί αν πιάσουμε κουβέντα για το βιβλίο του πατρινού δικηγόρου, ερευνητή, συγγραφέα (και συλλέκτη)Χρήστου Μούλια «Στον απόηχο του Εθνικού Διχασμού», το οποίο διατρέχει διεξοδικά και με μαχητικό παλμό την επίμαχη περίοδο, της οποίας οι επιπτώσεις σφράγισαν με αιματηρές απώλειες και συγκλονιστικές αναταράξεις τον εθνικό χάρτη στη σημερινή μορφή του, με αστερίσκο στην μεταγενενέστερη προσθήκη των Δωδεκανήσων. Εχει ενδιαφέρον ότι ενώ η καθιερωμένη προσλαμβάνουσα χαρακτηρίζει ως Διχασμό την διάσταση Βενιζέλου- Κωνσταντίνου ως προς την εμπλοκή της χώρας στον πρώτο Μεγάλο Πόλεμο, ο συγγραφέας εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στη Μικρασιατική τραγωδία, ως κυρίαρχο αποτέλεσμα του αποτελέσματος του Διχασμού: Η κόντρα πρωθυπουργού και θρόνου κύλησε στο πολιτικό τοπίο (ο θρόνος στη χώρα, άλλωστε, συγκρότησε παράταξη, διότι αυτό απέρρεε από την πολιτική κουλτούρα θρόνου και κοινωνίας), προκάλεσε σχισματική πόλωση, διαμόρφωσε δύο εμπόλεμα παραταξιακά άκρα, μηδένισε τα περιθώρια εθνικής συνεννόησης μπροστά στην ιστορική πρόκληση της εκστρατείας στην Ιωνία, εγκλώβισε τις εθνικές δυνάμεις σε κλειδωμένες πορείες και παρέσυρε τον ελληνισμό σε μια άνευ προηγουμένου τραγωδία. Σαν τον Οιδίποδα πήγαμε και βγάλαμε τα μάτια μας: Πρέπει να φύγωμεν, αναφωνεί με λυγμούς ο Γούναρης. Αλλά δεν έφυγε. Επέμεινε σε έναν πόλεμο, τον οποίο δεν ήθελαν ούτε οι Μικρασιάτες, που ήθελαν την αυτονόμηση, αλλά χωρίς να πολεμήσουν οι ίδιοι.

Εκ των συνθηκών, στο βιβλίο του Χ. Μούλια αναδύονται δύο πρωταγωνιστές του Διχασμού: Ο Βενιζέλος και ο Γούναρης. Ο Κωνσταντίνος δραπετεύει από το προσκήνιο. Ο συγγραφέας του επιδεικνύει μια μεροληπτική ίσως συγκατάβαση και ασχολείται κυρίως με την Καταστροφή.

Ο Χ. Μούλιας έχει σαν σημεία εκκίνησης την προσωπική έρευνα, τη διεξοδική μελέτη υφιστάμενων πηγών αλλά και το διακηρυγμένο κίνητρό του να λύσει τις διαφορές του με τη μυθοπλασία και την εξιδανίκευση που (θεωρεί πως) επιφυλάχθηκε σε συγκεκριμένους πρωταγωνιστές των γεγονότων, με επικεφαλής τον Βενιζέλο και τον Πλαστήρα, οι οποίοι αποκαθηλώνονται στις σελίδες του βιβλίου του. Ο μεν – δυνάμει στοιχείων και μαρτυριών που κομίζει ο συγγραφέας- εμφανίζεται ως μέγας υπαίτιος των εμπλοκών της πατρίδας σε περιπέτειες με αμφίβολο όφελος, δηλαδή τον Α’ Πόλεμο, και την εκστρατεία στην Ιωνία, καθώς επίσης σαν διάτρητο στοιχείο, ευάλωτο στον πλουτισμό, και αδίστακτος τιμωρός των αντιπάλων του. Μάλλον λιγότερο δημοκρατικός από όσο του αναγνωρίζεται, ως θεμελιωτή της «δημοκρατικής παράταξης», και πάντως όχι αντιμοναρχικός. Ο Χ. Μούλιας κάνει ένα βήμα μπροστά σε σχέση με άλλους μελετητές της περιόδου: Όχι απλώς ο Βενιζέλος ανέχθηκε την εκτέλεση των Εξι, όχι απλώς δεν την παρεμπόδισε, αλλά την ευνόησε, αν δεν τη μεθόδευσε ως άτυπος καθοδηγητής των «Επαναστατών» του μετώπου. Ταυτόχρονα, μεταφέρει μείζον μέρος της ευθύνης για την καταστροφή στη στρατιωτική ηγεσία του εκστρατευτικού σώματος για σωρεία άστοχων χειρισμών, με μοιραίο πρόσωπο τον ίδιο τον Πλαστήρα, τον οποίο ο συγγραφέας κατεβάζει από το άλογο πάνω στο οποίο παγιώθηκε στην ιστορία ως θρυλικός Μαύρος Καβαλάρης, δίνοντας μια εικόνα ανεπαρκούς στρατιωτικού και αναξιοπρεπούς ατομικιστή. Με μηδενική «πολιτικότητα», αν υπολογίσουμε ότι πίστευε πως η χώρα έπρεπε να προσδεθεί στους Γερμανούς κατά τον Β’ Παγκόσμιο για να της τα βρουν με την Ιταλία.

Είναι γεγονός ότι η αποκρυστάλλωση της πρόσληψης των γεγονότων της περιόδου ηρωοποίησε μονομερώς τη μια μερίδα των πρωταγωνιστών της και απαξίωσε την πλευρά των ηττημένων. Ηττημένων, με ποια κριτήρια; Ηττημένων στα μάτια της μάζας, με γνώμονα το εύληπτο αφήγημα της αψήφησης του Θρόνου και της μανιχαϊστικής ενοχοποίησης της πολιτικής παράταξης που πιάστηκε αιχμάλωτη του εαυτού της στο ανοιχτό πολεμικό μέτωπο της Μικρασίας. Η μερίδα που βγήκε από την περιπέτεια καβάλα στο άλογο εξαφάνισε τον αντίπαλο, επέβαλε την αλήθεια της, εκμεταλλεύθηκε την εύλογη λαϊκή οργή και τις εκρηκτικές περιστάσεις. Ο Χ. Μούλιας μοιάζει σαν να αναζητά δικαιοσύνη, αλλά καθώς τον παθιάζει η δίψα του αυτή, εκτίθεται ριψοκίνδυνα στο παιχνίδι της απώλειας των ισορροπιών και της τολμηρής δίκης προθέσεων.

Στο πεδίο αυτό, το βιβλίο του θα κριθεί από τους ιστορικούς. Οι αναγνώστες από την πλευρά τους αναμετρώνται με ένα πλούσιο, ερεθιστικό και αποκαλυπτικό πόνημα, τα ντοκουμέντα του οποίου οπωσδήποτε μας ρυμουλκούν σε αναψηλαφίσεις γύρω από πρόσωπα, καταστάσεις και ρόλους. Ποτέ δεν θα μάθουμε τι ακριβώς έγινε το 1922 τελικά. Η ιστορία ποτέ δεν λέει την αλήθεια γιατί η βούληση των πρωταγωνιστών της πολύ δύσκολα αποκωδικοποιείται. Ας μείνουμε στα γεγονότα, τελικά: Μοιραίοι άνθρωποι βούλιαξαν κάτω από το βάρος των καταστάσεων που τους ξεπερνούσαν, όπως άλλωστε συνέβη με τους πάντες τον καιρό εκείνο. Το ερώτημα είναι, με τους θρύλους τι θα κάνουμε, με τα εμβατήρια, τα αγάλματα και τις αγέρωχες μουστάκες των πορτρέτων. Αμα τα αποκαθηλώσουμε, τι θα μας μένει να τραγουδάμε;