Εγκλημα και τιμωρία

*Ο Κωνσταντίνος Μάγνης είναι διευθυντής Σύνταξης εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Εγκλημα

Οι τραγωδίες, ιδιαίτερα της μεγάλης κλίμακας, συνθλίβουν και συγκλονίζουν την κοινή γνώμη. Το δημόσιο αίσθημα, στο οποίο κατά κόρον αναφερόμαστε τελευταία. Ερεθίζει επίσης τις συνειδήσεις, ατομικά και μαζικά, η μη απόδοση δικαιοσύνης κατά αναλογικό τρόπο. Εδώ οι προσεγγίσεις δεν ταυτίζονται.

Το 1922 η αίσθηση αναλογικότητας απέναντι στην παρατεταμένη εγκληματική ανικανότητα της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας οδήγησε το πλατύ κοινό στην αξίωση εξόντωσης είτε των υπαίτιων είτε όσων βρέθηκαν καβάλα στο άλογο στην ακατάλληλη στιγμή. Ακόμα και σήμερα οι γνώμες διίστανται. Αλλος υποστηρίζει ότι η αξίωση αυτή μπορεί να είχε θυμική βάση, αλλά οδήγησε σε ασύμμετρα αποτελέσματα σε σχέση με το είδος και την ένταση της ευθύνης. Και άλλος λέει ότι το μέγεθος της πρόκλησης γέννησε φορτίσεις των οποίων μόνο η αιματοχυσία θα απέφερε εξισορρόπηση, και ότι, επιπλέον, οι ευθύνες και το μέγεθος της καταστροφής ήταν τόσο ογκώδειςς, που δημιουργούσαν επαναστατικώ δικαίω ένα δίκαιο βραχείας διαρκείας.

Αυτό που είναι αισχρό είναι η παραταξικο-ποίηση των τραγωδιών. Να υποδαυλίζεται ο σάλος που προκάλεσαν οι ήπιες ποινές για τον όλεθρο στο Μάτι, επειδή συμφέρει πολιτικά η επαν-ενοχοποίηση του πολιτικού αντιπάλου και η παγίωση της μνημόνευσής του ως συνωνύμου της αφερεγγυότητας. Και, από την άλλη, να επιδιώκεται η ρεβάνς μέσω Τεμπών, με διεύρυνση του ηθικού και πολιτικού κατηγορητηρίου. Αισχρή είναι, ομοίως, η αμυντική χρήση ανακλαστικών κατά τους όρους του πολιτικού συμφέροντος. Οι μεν να σιωπούν για το Μάτι, ευελπιστώντας ότι κάποια στιγμή ο απόηχος θα ατονήσει και οι ερινύες θα βραχνιάσουν- η πρώην περιφερειάρχης μάλιστα θεώρησε την ποινή ως αφορμή για έναν αυτοδικαιωτικό Περί Εαυτού της Λόγο-, και οι δε να εμφανίζουν τις εικασίες περί ξυλόλιου σαν σύμπτωμα συνωμοσιολογίας ψεκασμένων και δόλιων προβοκατόρων. Να τώρα που ψάχνουμε και για ξυλόλιο, καθώς δεν έχει δοθεί αδιαμφισβήτητη εκδοχή για το μέγεθος της έκρηξης.

Οταν συγκρούονται οι Γολιάθ είτε στο ξέφωτο είτε με νον πέιπερ και μέσω επικοινωνιακών βραχιόνων και πρακτόρων, δεν βρίσκει στέρεο έδαφος ο αντικειμενικός παρατηρητής ή έστω ο παρατηρητής που προσπαθεί να είναι αντικειμενικός. Η ποινή στο Μάτι. Είναι πράγματι κατώτερη της φύσης της τραγωδίας όπως αντιλαμβάνεται τα πράγματα ο κοινός νους, επηρεασμένος από το συναίσθημα. Αλλά εάν ο δικαστής έφθασε την ποινή μέχρι τα περιθώρια που του αφήνει ο νόμος, δεν μπορείς να αξιώνεις πεζοδρομιακή νομοθέτηση τύπου 1922, εάν έχει κάποιο νόημα, εκτός αν ο σκοπός είναι να εκθέσουμε το κόμμα που θέσπισε θωπευτικές διατάξεις, αλλά την ίδια στιγμή εμείς οι ίδιοι επιτρέπουμε στον υπουργό της ημετέρας τραγωδίας να διατηρήσει τη βουλευτική του έδρα και να προστατεύεται ποινικά μέσα από το αμυντικό τείχος των 151 εδρών.

Πέρα από αυτά: Η τραγωδία στο Μάτι ήταν μια υπόθεση ασύμμετρου φυσικού γεγονότος που εξέθεσε εκκωφαντικά την επάρκεια, την προβλεπτικότητα, τα ανακλαστικά και την αίσθηση υπηρεσιακής και ηθικής ευθύνης διοικητικών και πολιτικών αξιωματούχων, που δεν κατάφεραν ούτε καν πλεούμενα να στείλουν στη φλεγόμενη ακτή. Χρόνια τώρα μας συνοδεύει το ερώτημα αν η υστέρηση αυτή μπορεί να μετατραπεί σε ποιας βαθμίδας ποινική κατηγορία. Μπορεί να τιμωρηθεί και πώς το Ανεπίγνωστο μιας συμφοράς; Παραβαίνει το καθήκον κάποιος που το αμελεί. Εκείνος που στέλνει τα οχήματα από λάθος δρόμο, μπορεί «να θέλει σκότωμα» κατά τη λαϊκή ρήση, αλλά μέχρι ποιου σημείου η ικανοποίηση του δημόσιου αισθήματος -πάντα αγριεμένου στις συμφορές- θα μετασχηματίζεται σε ποινική τιμωρία; Το επαναστατικό δίκαιο είναι πολύ καθαρτικό, αλλά ακόμα μιλάμε για το 1922 και όχι χωρίς σύγκρυο στη σπονδυλική στήλη.

*Ο Κωνσταντίνος Μάγνης είναι διευθυντής Σύνταξης εφημερίδας «Πελοπόννησος».