ΕΚΤ: Τι κρίνει μια νέα μείωση επιτοκίων τον Σεπτέμβριο

Η EKT αύξησε για πρώτη φορά τα επιτόκια τον Ιούλιο του 2022, όταν ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη είχε φθάσει ήδη στο 8,6%, δηλαδή τέσσερις και πλέον φορές πάνω από τον δικό της στόχο του 2%

ΕΚΤ

Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) επικρίθηκε έντονα πριν από δύο χρόνια ότι απέτυχε να προβλέψει την εκτίναξη του πληθωρισμού -πρωτόγνωρη για τα δεδομένα στην εποχή του ευρώ- καθυστερώντας έτσι τη σύσφιξη της νομισματικής πολιτικής και τον περιορισμό των αυξήσεων στις τιμές.

Η EKT αύξησε για πρώτη φορά τα επιτόκια τον Ιούλιο του 2022, όταν ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη είχε φθάσει ήδη στο 8,6%, δηλαδή τέσσερις και πλέον φορές πάνω από τον δικό της στόχο του 2%. Η πρόεδρος της κεντρικής τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, επικαλέστηκε τότε ότι δεν ήταν δυνατό να προβλεφθεί η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία που οδήγησε στην εκρηκτική αύξηση των τιμών ενέργειας και ορισμένων τροφίμων.

Ωστόσο, ο πληθωρισμός είχε σηκώσει κεφάλι πριν τον πόλεμο στην Ουκρανία, κυρίως λόγω των προβλημάτων στις εφοδιαστικές αλυσίδες που προκάλεσε η πανδημία του κορονοϊού, με την προσφορά να αδυνατεί να ικανοποιήσει την απότομη αύξηση της ζήτησης μετά το άνοιγμα των οικονομιών. Τον Ιανουάριο του 2022, ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη «έτρεχε» με ετήσιο ρυθμό 5,1% και ήταν σε ανοδική τροχιά.

Από τον Ιούλιο του 2022 η ΕΚΤ προχώρησε σε 10 μειώσεις επιτοκίων έως τον Σεπτέμβριο του 2023 για να μειώσει τον πληθωρισμό, κάτι που κατάφερε σε σημαντικό βαθμό, με τη συνδρομή βέβαια και άλλων παραγόντων και κυρίως της αποκλιμάκωσης των τιμών ενέργειας. Από τον Ιούνιο άρχισε τον κύκλο χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, προχωρώντας στην πρώτη μείωση των επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης, με το επιτόκιο καταθέσεων να υποχωρεί στο 3,75% από 4%.

Εν τω μεταξύ, οι προβλέψεις των εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα και αυξήθηκε ο βαθμός αξιοπιστίας τους. Η Λαγκάρντ δήλωσε τον περασμένο μήνα ότι λόγω αυτής της αξιοπιστίας υπάρχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στην πρόβλεψή των αξιωματούχων της ΕΚΤ ότι ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη θα επιτύχει τον στόχο του 2% στο δεύτερο εξάμηνο του 2025. Την Πέμπτη, όταν ρωτήθηκε ξανά, εμφανίστηκε λιγότερο κατηγορηματική.

Σε κάθε περίπτωση, προβλέψεις είναι προβλέψεις και δεν μπορεί να εφησυχάζει κανείς με αυτές. Στον βαθμό που η πρόβλεψη των υπηρεσιών της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό, η οποία επικαιροποιείται κάθε τρίμηνο, θα επιβεβαιώνεται από τα νεότερα στοιχεία, οι μειώσεις των επιτοκίων θα συνεχισθούν.

Την Πέμπτη (18.7.2024), η ΕΚΤ διατήρησε αμετάβλητα τα επιτόκια, αλλά αυτό ήταν κάτι που είχε σηματοδοτηθεί από την προηγούμενη συνεδρίαση, με τη λογική ότι χρειάζεται ικανός χρόνος για να επιβεβαιώνονται από τα στοιχεία οι προβλέψεις της ΕΚΤ.

Με άλλα λόγια, συζήτηση για νέα μείωση των επιτοκίων θα γίνει στη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου, όταν θα υπάρχουν τα στοιχεία για τον πληθωρισμό του Ιουλίου και του Αυγούστου, αλλά και νέα δεδομένα για τους βασικούς προσδιοριστικούς παράγοντες του, όπως οι αυξήσεις των μισθών, τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων και η παραγωγικότητα της εργασίας.

Η Λαγκάρντ είπε ότι η απόφαση του Σεπτεμβρίου είναι πολύ ανοικτή και θα εξαρτηθεί από την πορεία των παραπάνω στοιχείων. Αν αυτά είναι συνεπή με την πρόβλεψη για την επάνοδο του πληθωρισμού στο 2% θα πρέπει να αναμένεται και νέα μείωση, Αν όχι, τότε η ΕΚΤ δεν θα μειώσει τα επιτόκια μέχρι τα στοιχεία να επιβεβαιώσουν ότι ο πληθωρισμός κινείται προς τον στόχο.

Από τους προσδιοριστικούς παράγοντες του πληθωρισμού, θετική για την επάνοδό του στον στόχο είναι η μείωση του περιθωρίου κέρδους των επιχειρήσεων στο πρώτο τρίμηνο του 2024 μετά από δύο χρόνια σημαντικής αύξησης. Η εξέλιξη αυτή, έχει ως αποτέλεσμα να μη μετακυλίεται στις τιμές όλο το ποσοστό αύξησης των μισθών που κινείται μεταξύ 4% και 5% κατά μέσο όρο, αλλά ένα μέρος τους να απορροφάται από τα κέρδη. Τα κέρδη, τα οποία ευθύνονταν σε σημαντικό βαθμό για την εκτίναξη του πληθωρισμού το 2022, τώρα φαίνεται να συμβάλλουν στη μείωσή του.

Ένας άλλος παράγοντας που μπαίνει στην εξίσωση για τη μείωση του πληθωρισμού είναι η παραγωγικότητα της εργασίας. Αν αυτή αυξανόταν, θα συγκρατούσε επίσης τις ανοδικές πιέσεις στις τιμές, αλλά για την ώρα η βελτίωση της είναι πολύ μικρή. Ελπίδες εκφράζονται, ωστόσο, ότι με την αύξηση της ζήτησης θα ήταν δυνατό να βελτιωθεί σημαντικά.