Εθελοντής της πυρκαγιάς

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Εθελούσια έκθεση σε μπούλινγκ. Δεν είναι μαζοχισμός, δεν αποτελεί εκδοχή της
σεξουαλικότητας ή έστω, δεν είναι απαραίτητο κάτι τέτοιο. Δεν το ευχαριστιέσαι, το
αποδέχεσαι, σαν έναν ρόλο στη ζωή, σαν τους ήρωες του Αρκά, στο πλανόδιο τσίρκο, ασώματες κεφαλές, ανθρωπόμορφα φίδια και θηριοδαμαστές της συμφοράς, που δαμάζονται αδιαμαρτύρητα από την ιδιοκτήτρια του θιάσου, τη φρικτή γυναίκα με τα γένια, που υποτάσσει τους πάντες στις ορέξεις, τις ανασφάλειες, την απληστία, τον ναρκισσισμό της. Φυσιολογικά θα έπρεπε να αντιστέκεσαι, αλλά είσαι αυτοεκπαιδευμένος στην ανοχή. Ενδεχομένως πηγαίνεις και γυρεύοντας, για να αντλήσεις ένα μεροκάματο, ένα φιλοδώρημα, μια εύνοια της καρπαζιάς: Όταν πηγαίνεις να τη φας ως εθελοντής, μια μορφή Τζανετάκου απέναντι στον στιβαρό Κωνσταντάρα που επιδεικνύει τον ανδρισμό του
με φάπες και απαξίωση -και ο κόσμος γελάει-, αυξάνεις τις πιθανότητες να μη σε
αναζητήσουν εκείνοι, να σε εντοπίσουν όπως τα κυνηγόσκυλα τον λαγό, να σε αρπάξουν από τον σβέρκο και να σε σούρνουν στο χώμα μέχρι το ξέφωτο.

Μια πλάκα ήτανε ρε παιδιά. Καλαμπούρι της παρέας. Αυτό ήταν όλο. Παραμονή
Πρωτοχρονιάς ήτανε, σηκώνει ένα πρωινό γλεντάκι. Πήγα στην παρέα να τους πω τα κάλαντα, γονάτισα για να παραστήσω το αρκούδι και το κέφι φούντωσε κυριολεκτικά, σε βαθμό που άναψαν τα ρούχα μου. Βοήθησε κι ένα υγρό που μου πέταξαν, και η φλόγα του αναπτήρα που κάποιος είχε μαζί του, και βρέθηκα ένα παραναλωματάκι. Αν δεν το πιστεύετε, υπάρχει και βίντεο. Γύρισαν τη σκηνή και την ανέβασαν στα σόσιαλ, γιατί δεν έχει νόημα μια φάση, άμα μένει μεταξύ μας. Άλλο να το ακούς και άλλο να το βλέπεις, δεν λέγαμε; Ε, να που με τις κάμερες των κινητών το λύσαμε αυτό. Η τεχνολογία είναι μεγάλο πράγμα, δεν είναι τόσο διαβολική όσο νομίζεις, αρκεί να ξέρεις να τη χρησιμοποιείς, και να
μη σε χρησιμοποιεί εκείνη.

Και ο κόσμος γελάει. Εντάξει, οι καρπαζιές του Κωνσταντάρα τον πονούσαν τον Τζανετάκο- εκ των υστέρων μάθαμε ότι παραπονιόταν ανάμεσα στα γυρίσματα, αλλά αγνοείτο και αυτό φυσικά δεν τον εμπόδιζε να εμφανιστεί στην επόμενη σκηνή πρόθυμος για μερικές φουσκιές ακόμα- αλλά η πλάκα είναι πλάκα, όπως και να το κάνουμε. Ρομά στα τέσσερα, κουδουνισμένος, και από το Αγιος Βασίλης έρχεται να το γυρίζουμε στο μια φούντωση- μια φλόγα, επιτέλους, μια διαφορετική πρωτοχρονιά, αυθεντική, λαϊκή, παραδοσιακή, να καίμε τους Ιούδες, τους ζαβούς, τους διαφορετικούς, τους ανίσχυρους, τους καταδικασμένους από τη φύση, την ταξική θέση, τον εαυτό τους τον ίδιο, ανθρώπους που έχουν πάρει απόφαση ποιος ρόλος τους αναλογεί στο γενικότερο τσίρκο της κοινότητας και της πραγματικότητας, σαν τους Κακοφωνίξ που θα μετέχουν στο γλέντι είτε δερρόμενοι και προπηλακιζόμενοι, είτε φιμωμένοι και αποσυνάγωγοι, με τον κόσμο, είπαμε, να γελάει.

Στο μεταξύ οι πλακατζήδες εμπρηστές, λεβέντες και παλικάρια αγέρωχα, ούτε που
ψηλαφίζουν τις μελανιές από τις καρπαζιές που αναλογούν στον δικό τους ρόλο, στη δική τους θέση στο σκηνικό, ούτε που ψυχανεμίζονται τις φλόγες στα δικά τους τα μπατζάκια, ούτε που ακούν τα γέλια και τα χάχανα του θεατή που χαζεύει τη δική τους και τη δική μας συλλογική γελοιότητα και αναξιοπρέπεια. Υπάρχουν παραστάσεις όπου ξέρεις ότι παίζεις στο έργο και παραστάσεις όπου το αγνοείς: Αυτές δεν έχουν και μεγάλη πλάκα, αλλά αν έπεφταν οι θόρυβοι από τους κινητήρες και τις αγοραίες φωνές θα άκουγες γέλια χοντρά που θα έρχονταν από ψηλά, πολύ ψηλά, από τα σύννεφα κι ακόμα ψηλότερα. Αχ, Κύριε Λάμπρο, το παρακάνατε πάλι σ’ αυτή τη σκηνή. Σκάσε Αλέκο. Σκάσε γιατί θα τη φας χειρότερη. Και ο χερουβείμ γελάει.

Όλες οι ειδήσεις άμεσα μέσα από το Google News. Κάντε κλικ εδώ και κάντε εγγραφή


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ