Η αυλή των θαυμάτων

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Πάει κάμποσος καιρός, όταν μέρες γιορτής του Αγίου Ανδρέα, ένας βαλκάνιος ρομά
πλησιάζει, κρατώντας μια πατερίτσα τον ναό του Πολιούχου, στον οποίο συνέρρεε κόσμος. Λίγο πριν μπει στην Ευμήλου, την περιμετρική του ναού, ο άνδρας περπατάει κανονικά. Αλλά περνώντας στη λατρευτική ζώνη, αρχίζει να κουτσαίνει. Επιστρέφοντας στην εφημερίδα, γράψαμε για σπάνια περίπτωση αρνητικού θαύματος: Υποτίθεται ότι πας κουτσός στην εκκλησία και φεύγεις αποκατεστημένος, και όχι το ανάποδο. Αλλά βέβαια ο άνθρωπος είχε σαν σκοπό την επαιτεία. Λίγο αργότερα περιφερόταν ανάμεσα στους πιστούς, όχι ακριβώς υποδυόμενος τον χωλό, αλλά παριστάνοντας κάποιον που παριστάνει τον χωλό, σαν να λέει «ξέρετε ότι δεν πάσχω από κάτι, αλλά έχω μια πατερίτσα τάχα μου, να τηρούμε και κανένα πρόσχημα, δώστε μου κανένα κέρμα για να φύγω από μπροστά σας». Είναι μια σατανική ανακάλυψη του πολιτισμού της επαιτείας: Βασικός λόγος για τον οποίο ικανοποιούμε τον ζητιάνο, δεν είναι τόσο ο οίκτος, όσο η αποστροφή.

Θα μπορούσε ο επαίτης της ιστορίας να παίξει τον ρόλο αλλιώς. Να υποδύεται τον κουτσό που θεραπεύεται επειδή πλησίασε την εκκλησία. Αλλά αυτό δεν συνέφερε, γιατί δεν μπορεί να παίζεις την ίδια παράσταση ενώπιον των ίδιων πιστών, σε κάθε γιορτή. Εάν το έκανε άπαξ, ωστόσο, σίγουρα θα υπήρχε κόσμος που θα πίστευε τη θεραπεία ως αυθεντική, ακόμα και αν φώναζαν οι συνθήκες για μούφα. Δεν είναι ότι η θρησκεία μας έχει εμβάλει την πιθανότητα ότι κάτι υπερφυσικό ή αδύνατο, μπορεί να συμβεί, είναι ότι ένα κομμάτι του εαυτού μας είναι ευεπίφορο σε μια τέτοια ιδέα. Η οποία, εάν καλλιεργηθεί καταλλήλως από τους καλλιεργητές των θαυμάτων, μπορεί να βρει κοινό. Και το κοινό φέρνει περισσότερο κοινό. Μας διέπει μια υπέροχη ανοικτότητα απέναντι στην «ιδιαίτερη εξήγηση»: Πώς ερμηνεύεις, λέει ο άλλος, ότι με το που συλλογίστηκα τη Μαρία που έχω
καιρό να τη δω, είδα να έρχεται η Μαρία; Πώς ερμηνεύεις, απαντά ο Ντόκινς, ότι τις άλλες 99 φορές που συλλογίστηκες τη Μαρία ή την Πελαγία, είδες να έρχεται η Γιαννούλα;

Ο Τερτυλλιανός είχε αποφανθεί πως «το πιστεύω, επειδή είναι απίστευτο», εννοώντας ότι η πίστη προϋποθέτει αποδοχή του μη εξηγήσιμου δια της γνώσης και της λογικής. Φαίνεται ότι ο άνθρωπος διεγείρεται, εξάπτεται και εκστασιάζεται πάνω σε τέτοια αφηγήματα, επειδή ενισχύουν την ελπίδα πως, επειδή το εξω-φυσικό, το υπερφυσικό και το μεταφυσικό είναι δυνατά, τότε μπορούν τα πράγματα που μας στενοχωρούν να αλλάξουν άρδην, στο πεδίο της ταπεινής μας μικρής κλίμακας. Οι άνθρωποι που τρέχουν στην εκκλησία της Αττικής, έχοντας ακούσει ότι ο ιερέας είναι μεσίτης θαυματουργών διεργασιών, δεν πάνε ακριβώς επειδή πιστεύουν, αλλά επειδή θέλουν να πιστεύουν στην εφικτότητα αυτής της
πιθανότητας. Ακόμα και αν τίποτα απολύτως δεν θα συμβεί, και ασφαλώς τίποτα δεν θα συμβεί, η όλη διαδικασία τους γεμίζει τη ζωή, συναρπάζονται με όρους διαρκείας, μεταφέρονται σε άλλες σφαίρες, όπως υποθέτουμε ότι γίνεται με ορισμένα δραστικά διεγερτικά ή καταπραϋντικά.

Η θεολογία έχει προσδιορίσει την έννοια του θαύματος δογματικά και φιλοσοφικά,
προκειμένου να θέσει με ακρίβεια το θεμέλιο του θρησκεύματος αλλά και να θέσει τα πλαίσια σύμφωνα με τα οποία ένα θαύμα γίνεται παραδεκτό. Με αυτά δεν παίζουμε: Αν καθένας διατεινόταν ότι βίωνε ένα θαύμα, ότι είδε έναν Αγιο, ότι ενώ ξύπνησε με πονοκέφαλο προσευχήθηκε στον Αγιο Ιωάννη που αποκεφαλίστηκε και ο πονοκέφαλος του πέρασε μαγικά, τότε κάθε φαντασιόπληκτος, κάθε απατεώνας, και κάθε βιομήχανος ελπίδων, θα έφτιαχνε από μια εκκλησία, θεός να την κάνει, και η θρησκεία θα πνιγόταν μέσα από τα φθηνά και απατηλά ψευδεπίγραφα. Στα θέματα αυτά πρέπει να είμαστε αυστηροί αλλά και προσεκτικοί: Δεν πρέπει, από την άλλη, να εμβάλουμε στη συνείδηση του πιστού την υποψία πως αντιδράμε επειδή τα θαύματα δεν είναι εν τέλει δυνατά, διότι αυτό θα δημιουργήσει άλλα προβλήματα έτσι και η δυσπιστία έναντι των θαυμάτων γενικευθεί. Αλλά επειδή το μαζικό κοινό δεν επικοινωνεί εύκολα με τη θεολογία του θαύματος, κρατάμε τη θέση ότι πότε είναι θαύμα και πότε δεν είναι, θα σας το πούμε εμείς.

Την ίδια στιγμή, όμως, το μαζικό κοινό συνεχίζει τη ροή προς το εκκλησάκι του μεσίτη, διότι, σου λέει, ξέρω κι εγώ τι άλλο μπορεί να ισχύει εκτός από το αναγνωρισμένο; Ο λαός μας επινόησε το μεγαλειώδες ρητό «σαν πηγαίνεις σε αγιασμό, πάρε και μια γάτα», καθότι οι λαοί είχαν προϊστορία που προηγήθηκε των θρησκειών, και τα βάθη της ιστορίας στέλνουν απόηχους, όχι από θαύματα αλλά από την υπερφυσική εξήγηση των φυσικών φαινομένων, η οποία με τη σειρά της προηγήθηκε της επιστήμης. Αλλά επειδή η επιστήμη απέκλεισε τα θαύματα, πες της να μην ανακατεύεται εκεί που δεν τη σπέρνουν.

Όλες οι ειδήσεις άμεσα μέσα από το Google News. Κάντε κλικ εδώ και κάντε εγγραφή

Άμεση ενημέρωση με όλες τις ειδήσεις τώρα και μέσω WhatsApp - Δες εδω


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ