Η Φανέλα με το Δέκα*

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Κάποτε ο καθηγητής Κρεμαστινός ξεκίνησε μια ομιλία του στην κατάμεστη αίθουσα του Πόρτο Ρίο λέγοντας: Οι μισοί εδώ μέσα έχετε στεφανιαία. Κατ΄αναλογία σήμερα ίσως ξεκινούσε λέγοντας ότι οι μισοί αχαιοί, χωρίς την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών δεν θα είμαστε σήμερα ζωντανοί. Διατείνομαι ωστόσο ότι στο Πανεπιστήμιο Πατρών και στην Ιατρική Σχολή, όπως και στο σύνολο των τμημάτων του ιδρύματος χρωστάμε περισσότερα και από τη ζωή μας. Δηλαδή, και τη ζωή μας, και άλλα ακόμα, καθώς η ζωή μας δεν είναι μόνο η ζωή μας.

Ο καθηγητής Διονύσης Μπονίκος μας μεταφέρει στην Πάτρα του 1979, στη χρονιά της ίδρυσης της Ιατρικής Σχολής στο Πανεπιστήμιό μας. Αναπολεί ή περιγράφει την πόλη των χρόνων εκείνων, την πόλη της δικής μας νεότητας. Αλλά και την πόλη στη νεότητά της. Βρισκόμαστε μόλις μια πενταετία μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Περίπου τόσα χρόνια κλείνει η Κόκα Κόλα σαν αναψυκτικό στα μέρη μας, και κάπου τόσα
συμπληρώνονται από τότε που γνωρίσαμε τις πρώτες πιτσαρίες. Το άγαλμα της πλατείας Ολγας είναι ακόμα πάλλευκο, ενώ το άγαλμα του Μιχαλακόπουλου έχει κάνει τα τα πρώτα του βήματα. Η τότε νέα Πατρών Αθηνών έχει γίνει επτά ή οκτώ χρόνων. Το Πανεπιστήμιο της Πάτρας έχει μπεί στη δεύτερη δεκαετία της διαδρομής του. Σήμερα θεωρούμε το ιατρικό τμήμα αυτονόητο κομμάτι του ιδρύματος, αλλά τον καιρό εκείνο δεν ήταν. Η ίδια η
κοινωνία της Πάτρας βρίσκεται ακόμα στον αστερισμό του οικογενειακού γιατρού, το νοσοκομείο «Αγιος Ανδρέας», σχετικά νέο και εκείνο, εμπίπτει στη σφαίρα του Ο Μη Γένοιτο.

Η αναπόληση είναι γνωστό ότι είναι μια από τις μητέρες της αυταπάτης. Αλλά είναι επίσης γνωστό ότι έχουμε ανάγκη από αυταπάτες. Εμείς οι δημοσιογράφοι, παρελθοντοπώλες χωρίς ιδιαίτερη γνώση του παρελθόντος, ταίζουμε συστηματικά την τάση του κοινού να θρηνεί για την Πάτρα που χάσαμε. Αν αναλογιστούμε ποια ήταν η Πάτρα τις προ- μεταπολιτευτικής εποχής, θα σταυροκοπηθούμε που ευτυχώς τη χάσαμε. Ένα πλεονέκτημα
που σίγουρα χάθηκε είναι ότι στην Πάτρα του ‘ 70 εύρισκες να παρκάρεις, αλλά δεν είχες τι να παρκάρεις. Ζούμε μια ειρωνική κωμωδία του ορφανού που έφτασε τα πενήντα του χρόνια και ακόμα θρηνεί και ζητά συγκατάβαση για τις απώλειές του, για εργοστάσια που έχασε και για αριστοκράτες που αναλήφθηκαν στους ουρανούς χωρίς επιγόνους, απρόθυμοι και ανήμποροι να συνειδητοποιήσουμε την επαναστατική μεταβολή των όρων
της ζωή μας. Ενας καθηλωτικός ομφαλοσκοπικός επαρχιωτισμός που μας δίνει δικαιολογία για να ξοδεύουμε τις ώρες μας στα καφέ καπουτσινολογώντας. Όμως η ζωή έχει αποφασιστικά αλλάξει. Το Πανεπιστήμιο της Πάτρας, το Πανεπιστημιακό νοσοκομείο, η
ιατρική σχολή, είναι ένας αποφασιστικός καταλύτης της μεταβολής αυτής. Ενας από τους συντελεστές, πρωταγωνιστές και μάρτυρες της επαναστατικής αναβάθμισης είναι ο καθηγητής Διονύσης Μπονίκος, συγγραφέας του βιβλίου που μας έφερε σήμερα εδώ.

Το βιβλίο είναι μια δημιουργική κατάθεση ενός ανήσυχου, συνεπούς, μαχητικού αλλά και οραματικού αρχειοφύλακα. Ο οποίος ολοκλήρωσε το ενενηντάλεπτο της αγωνιστικής του δραστηριότητας αλλά πνίγεται από τη γόνιμη, ανάγκη να υπερασπιστεί τη διαδρομή του, για λόγους που άπτονται του προσωπικού εγωισμού αλλά και της επίγνωσης της ιστορικότητας της διαδρομής αυτής. Δεν μας μιλάει τόσο ως Διονύσης Μπονίκος αλλά ως ουσιώδης μάρτυρας της ιστορίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών, σαν μέλος μιας κοινότητας, σαν μέλος της ομάδας.

Ο Διονύσης Μπονίκος είναι η φανέλα με το 10, με την οποία έγινε γνωστός στη φίλαθλη κοινότητα μέσα από το ταλαντούχο
ποδοσφαιρικό συγκρότημα του Αιγάλεω, στα χρόνια του ’60. Υπάρχουν δεκάρια εγωκεντρικά, που θεωρούν ότι το παιχνίδια αρχίζει και τελειώνει στα πόδια τα δικά τους και υπάρχουν δεκάρια επιτελικά, που διεκδικούν τη μπάλα για να κάνουν παιχνίδι, να
μοιράσουν, να δημιουργήσουν, να πολεμήσουν να υπερασπιστούν.

Ο Διονύσης Μπονίκος είναι το 10άρι της ομάδας, που δίνει αξία στην ομάδα αλλά και παίρνει αξία από αυτήν. Υπήρξε σπουδαίος σαν γιατρός και σαν καθηγητής, αλλά υπήρξε σπουδαίος και για τον
λόγο ότι συμμετείχε ενεργά σε ένα μεγάλο κεφάλαιο της ελληνικής επιστημονικής εκπαίδευσης, της εγχώριας ακαδημαικής ζωής και του πατραικου βίου. Η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών υπήρξε κομβικός σταθμός για τη μεταπολιτευτική ιστορία της
Πάτρας, και ο πιο αποφασιστικός και ευεργετικός σύνδεσμος ανάμεσα στο Πανεπιστήμιο και την τοπική κοινωνία.

Στα πρόσωπα του καθηγητικού δυναμικού της σχολής, το παλιό
αντι- πρότυπο του αφηρημένου, ακοινώνητου και εκκεντρικού επιστήμονα που πρωταγωνιστούσε στη σάτιρα που απαξιωνε τη γνώση και την έρευνα, αντικαταστάθηκε από γήινες, ανθρώπινες, προσιτές μορφές της λευκής μπλούζας που ασχολήθηκαν όσο
κανείς με τον άνθρωπο και την αγωνία του, μετασχηματίζοντας την ακαδημαική κατάρτιση, τη ζωντανή έρευνα και την πρακτική εμπειρία σε σωτήρια εργαλεία για έναν πληθυσμό που έφτασε να υπερβαίνει το ένα εκατομμύριο πολίτες, πολίτες ξεχασμένους από το υδροκεφαλικό κράτος, εκπαιδευμένους σε μια πραγματικότητα κατά την οποία η ασθένεια επέβαλλε ως μονόδρομο την αιματηρή μετακίνηση στην Αθήνα, την Ελβετία, το Λονδίνο.

Το βιβλίο του Διονύση Μπονίκου, είναι ένα χρονικό κατανεμημένο σε κεφάλαια- σταθμούς της διαδρομής της Ιατρικής Σχολής, εμπλουτισμένο με τεκμήρια και αρχειακό υλικό που αποτελούν ιστορικά ντοκουμέντα ευρύτερης ακαδημαικής, κοινωνικης, δημοσιογραφικής αλλα και πολιτικής σημασίας. Ο καθηγητής εντάσσει την αφήγησή του στο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής καθως η Ιατρική Σχολή και το επιστημονικό της προσωπικό πορεύονται στην ακαδημαική και την τοπική ζωή αφομοιώνοντας και αφομοιούμενοι, ως ενεργοί κοινωνικοί εταίροι, σε μια Πάτρα που μετασχηματίζεται προς τη σημερινή μορφή της, αφήνοντας σταδιακά πίσω της τη βιομηχανική της ταυτότητα και αποκτώντας τα χαρακτηριστικά της πόλης των υπηρεσιών, της μαζικής βιοτικής ανόδου και των αστικών αναμνήσεων. Ο καθηγητής δεν κάνει κοινωνιολογική ανάλυση, αλλά αναπολεί με συγκατάβαση τους χώρους των συναντήσεων, των περιδινήσεων και των συναναστροφών, από τον Κουκούτση μέχρι την Τρελή ροδιά, στο μεγάλο αυτό οικόπεδο του συλλογικού μας παλμού, που αποτέλεσε το μαζικό μας καρναβαλικό άρμα τεσσάρων και πλέον δεκαετιών. Δεν είναι προσωπικά εξομολογητικός, αλλά μας αφήνει να φανταστούμε την προσωπική του διαδρομή έξω από την ιατρική μπλούζα, σαν ένας πολίτης με τους πολίτες, σαν ένας φίλος με τους φίλους.

Η Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου μας δημιουργήθηκε από την ιστορία αλλά και δημιούργησε ιστορία. Μια ιστορία με τεράστιο κοινωνικό αντίκτυπο, αφού συνδέθηκε με τη διόγκωση του πανεπιστημιακού φαινομένου στην Πάτρα, αλλά και με τη γεωμετρική πρόοδο στην ιατρική και τις συνοδές επιστήμες της υγείας, Η πρόοδος είχε όνομα και επώνυμο . Οι σελίδες του βιβλίου του Διονύση Μπονίκου είναι μια παρέλαση φυσιογνωμιών, ανθρώπων με τα λευκά που άφησαν εποχή στην τοπική ζωή, εισάγοντας ιδέες που προσέδωσαν διαστάσεις στην επιστήμη της ιατρικής σε σχέση με τον ασθενή και την κοινωνία.

Θυμόμαστε σαν χθες τον Ηλία Λαμπίρη να μας εξομολογείται την απόγνωσή του για την υποτυπώδη κουλτούρα των πολιτών σε θέματα πρόληψης κατά την οδήγηση, τον καθηγητη Βλαχογιάννη να αποδαιμονοποιεί τις μεταμοσχεύσεις, τον καθηγητή Ανδρουλάκη να μάχεται προκειμένου να εξηγήσει τη σημασία της ταχείας και φροντισμένης μεταφοράς τραυματιών από το σημείο του ατυχήματος μέχρι το νοσοκομείο, την Αλίκη Μανιάτη να προπαγανδίζει σθεναρά υπέρ της εθελοντικής αιμοδοσίας. Ανακαλώντας εικόνες, δράσεις, προσπάθειες, γεγονότα, συμπεραίνεις ότι η χιλιοτραγουδισμένη σύνδεση Πανεπιστημίου και πόλης έχει σε μεγάλο βαθμό συντελεστεί, τουλάχιστον στον άξονα μεταξύ πανεπιστημιακών γιατρών και κοινωνίας, με τη μορφή των ιατρικών υπηρεσιών αλλά και της ώσμωσης. Μισό αιώνα
πανεπιστημιακής ζωής, ίσως θα έπρεπε να αναλογιστούμε ότι αυτή η περίφημη σύνδεση έναν τρόπο είχε προκειμένου να επιτελεστεί, την εξαγωγή δηλαδή τεχνογνωσίας προς την πόλη με σκοπό την αναβάθμισή της και ταυτόχρονα τον εμπλουτισμό της ερευνητικής και επιστημονικής εμπειρίας πάνω σε ζωντανό κοινωνικό σώμα.

Στο σημείο αυτό πολλά θα μπορούσε ο περιφερειακός τύπος να συνεισφέρει- μια που ο καθηγητής κάνει την τιμή στους ανθρώπους του να τους μνημονεύει γενναιόδωρα- αλλά αν μου επιτρέπεται μια αυτοκριτική εκ μέρους του κλάδου μας, έστω και αυτοκλήτως- δεν ασκήσαμε τον ρόλο μας αρκούντως ανήσυχα και παραγωγικά. Τύπος και πανεπιστήμιο δεν συναντήθηκαν όλα αυτά τα χρόνια στην έκταση που θα αναλογούσε στο δυναμικό και στα αντικείμενα σπουδών και έρευνας του πανεπιστημίου, αλλά βέβαια και το ίδιο το
πανεπιστήμιο δεν ενδιαφέρθηκε να το κάνει, καθώς πλείστοι άνθρωποί του υπήρξαν αθηνό-στροφοι, αλλά και όταν προσανατολίζονταν προς τις τοπικές στήλες, συνήθως
παραγόταν μάλλον πλήξη και αποστειρωμένη, αφόρητα ακαδημαϊκή αυτοπαρουσίαση παρά κατατόπιση με κοινωνική χρησιμότητα.

Όμως θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι οι τοπικές ενημερωτικές επιχειρήσεις δεν είχαν την ακαδημαϊκότητα ως αναγκαίο όρο για την επιλογή συνεργατών. Ετσι, πολύ συχνά το λεγόμενο πανεπιστημιακό ρεπορτάζ ήταν στην ουσία ένας μηχανισμός προβολής τμημάτων που οι επικεφαλής τους ήταν πιο εύκολοι ή και πιο ευεπίφοροι στη δημοσιότητα. Και ευτυχώς, σε εισαγωγικα, που ήρθε ο κορονοϊός για να αναπτυχθεί γύρω του ένα μοντέλο εύληπτης επιστημονικής κατατόπισης, που μας δίδαξε ότι το Πανεπιστήμιο μπορεί και πρέπει να ενδιαφερθεί για μια εκλαικευμένη αναφορά στο ευρύ κοινωνικό σύνολο προκειμένου όχι μόνο να ενημερώνει και να καθοδηγεί, αλλά και να κατηχεί τον τύπο και την κοινωνία σε μια δόκιμη, δεοντολογικά ορθή διαδικασία πρόσληψης επιστημονικών πληροφοριών, να μας κάνει δηλαδή επιστημονικότερους. Εστω και αν ζούμε σε μια εποχή κατά την οποία ο πολίτης αισθάνεται ότι ξέρει τα πάντα, πρωτίστως δε ότι γνωρίζει εκείνα τα οποία αγνοεί, ένα φαινόμενο που θα μπορούσε να αποκληθεί άγνοια αγνοίας.

Περνώντας καμιά φορά από τα μέρη της ξαπλωμένης, πολυκυτταρικής πανεπιστημιούπολης, με τις ταμπελίτσες που είναι φτιαγμένες για οδηγούς με μάτια σούπερμαν, είναι να σαν διέρχεσαι από τα μέρη μιας αινιγματικής γοργόνας που δεν ξέρει πώς να αγαπηθεί. Διάσπαρτα οικήματα με αφανείς ενοίκους, μια κατοικημένη ερημία. Το Πανεπιστήμιό μας. Προσπαθείς να ορίσεις την έννοια του Μας, το νόημα αυτής της κοινότητας. Το Πανεπιστήμιό μας, λοιπόν, στον λοφίσκο των αιώνιων ανέμων, τα αντικριστά αγάλματα του νέου και της νέας, το λεωφορείο νούμερο 6, οι φοιτητές μας, τα δυάρια και οι γκαρσονιέρες, τα ταβερνάκια, οι διαδηλώσεις κατά του Παπαδόπουλου και της Δέσποινας, τα επεισόδια για τον νόμο πλαίσιο, οι θεατές του σινέ Ομόνοια με τον ανυπόφορο Γκοντάρ, οι θαμώνες του Διεθνούς Φεστιβάλ και του μπιστρό Σάκης, οι άνθρωποι με τις λευκές στολές, το πανεπιστημιακό νοσοκομείο ως γιαπί, ο Γιάσερ Αραφάτ, τα τριαντάφυλλα στο Παράρτημα, τα ημιυπόγεια μαγαζιά με τα γιουνισεξ μπλουζάκια και τζιν, το θρυλικό καθηγητικό κατεστημένο, αλλά και η Υδρία του Σκαρτσή και ο Βαλαωρίτης στο συμπόσιο- να δω τους ποιητές πρόλαβα εγώ- το Πανεπιστήμιό μας είναι ένας αναπόσπαστος και πιο ογκώδης πλανήτης του ηλιακού μας
συστήματος, παλιός πλέον όσο και η πόλη στην τελική εκδοχή της.

Δεν είναι το Πανεπιστήμιο και η πόλη, είναι μια Πάτρα, πόλις παραλιακή, πόλις πανεπιστημιακή, αυτό το Μας της κοινότητας λοιπόν εμπεριέχει τη μνήμη και ορίζει ταυτότητα.

Ο Διονύσης Μπονίκος μας δίνει την αφορμή όχι μόνο να αναγνωρίσουμε τη μεγάληυπόθεση που λέγεται Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Πατρών, να ζήσουμε την ιστορία της σαν ένα αφήγημα που συμπυκνώνει ένα από τα άλματα της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, αλλά και να συλλάβουμε το ευρύτερο ακαδημαικό φαινόμενο σαν ένα θεμελιώδες στοιχείο της τοπικής μας ζωής και της ιδιότητας του πατρινού πολίτη. Η φανέλα με το 10 μας επιβιβάζει σε μια αναδρομική περιήγηση με το λεωφορείο με το 6. Ούτε το βιβλίο ούτε η περιήγηση τελειώνουν ποτέ, γιατί η ζωή συνεχίζεται. Τα μαλλιά γκριζάρουν κάποτε, αλλά το αγαλματένιο κορίτσι της πανεπιστημιούπολης θα αγκαλιάσει ένα νέο αγαλματένιο αγόρι, οι κρόταφοι θα σκουρήνουν ξανά και το λεωφορείο θα αναχωρήσει και πάλι.

*Κείμενο που γράφτηκε για το βιβλίο του καθηγητή Διονύση Μπονίκου «Αν δεν με απατά η μνήμη μου», σχετικά με την ιστορία της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Πατρών , και αναγνώστηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου, στην αίθουσα του Επιμελητηρίου Αχαϊας. Άλλες εισηγήσεις έγιναν από τους καθηγητές Δ. Μέγα, Δ. Σιαμπλή και Μαρία Μελαχροινού. Συντόνισε ο δημοσιογράφος Απόστολος Βουλδής.