Η σωστή στάση

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

σωστή

Αστικό λεωφορείο, ώρα μεσημεριανής αιχμής. Κέντρο Πάτρας. Μπαίνουν και βγαίνουν άτομα συγκεκριμένων ηλικιακών τάξεων και κοινωνικών μερίδων: Μαθητές- σπουδαστές, η μία. Ηλικιωμένοι κύριοι και κυρίες, η άλλη. Και μεσόκοπες γυναίκες, η τρίτη. Απουσιάζει πλήρως η ηλικία 30 με 55, που προφανώς μετακινείται με οχήματα και σνομπάρει το λεωφορείο.  Δεν έχει μάθει πόσο χρήσιμη μπορεί να της είναι η αστική συγκοινωνία και δεν ενδιαφέρεται να μάθει. Ούτε και η αστική συγκοινωνία κινείται προς τη μερίδα αυτή, να την πείσει για τη χρησιμότητά της. Η φιλοσοφία του συγκοινωνιακού μας φορέα είναι απλή: Λειτουργούμε για όσους παίρνουν λεωφορείο. Δεν είναι όσοι θα θέλαμε για να ισχυροποιηθούμε και να μπορέσουμε να γίνουμε ακόμα πιο ποιοτικοί στις καλύψεις μας. Τι να σας κάνουμε; Εμείς φταίμε;

Από κεντρική στάση επιβιβάζονται δύο ηλικιωμένοι κύριοι. Ο ένας είναι 70άρης και βάλε, αλλά κρατιέται. Ο δεύτερος είναι καβαλημένα ογδόντα και υποστηρίζεται με μπαστούνι. Οι νεότεροι επιβάτες ούτε που δίνουν σημασία, ενώ θέσεις ελεύθερες δεν υπάρχουν. Σηκώνεται ένας εξηντάρης, για τον δεύτερο. Μερικοί νεότεροι παρατηρούν τη σκηνή, αντιλαμβάνονται ότι είναι μια καλή πράξη να παραχωρείς τη θέση σου στους μεγαλύτερους. Πιθανώς να μην το είχαν διδαχθεί, αντίθετα με τις παλιότερες γενιές που έχουν ενσωματωμένο το ανακλαστικό αυτό σαν τα σκυλιά του Παβλόφ (επίσης: δεν πατάμε το πράσινο,  δεν μιλάμε μέσα στο σινεμά, ανοίγουμε διάδρομο στο πεζοδρόμιο για τον άλλον περαστικό, δεν μιλάμε άσχημα σε μεγάλους ανθρώπους, δεν τηλεφωνούμε ντάλα μεσημέρι σε σταθερά τηλέφωνα κατοικιών)

Ο κυριούλης- τρυφερός νεολογισμός, να λέμε και τα όμορφα που επινόησε η νέα γενιά- αποδέχεται την προσφορά σχεδόν αιφνιδιασμένος. Δεν το περίμενε. Δεν του συμβαίνει. Η διαδρομή θα κυλήσει χωρίς απρόοπτα, μέχρι που θα έρθει η ώρα για τον παππού με το μπαστούνι να κατέβει στη στάση του. Ετσι γρήγορα που κινούνται τα οχήματα, διαθέτοντας σχετικά λίγες χειρολαβές και κυρίως αρκετά ψηλά για άτομα με χαμηλό ανάστημα, είναι για τον άνθρωπο Ηράκλειος άθλος να διασχίσει τον διάδρομο, να κρατηθεί, να πατήσει κουμπί, να φτάσει έγκαιρα στην πόρτα. Δεν θα φτάσει έγκαιρα στην πόρτα, φυσικά. Το όχημα θα ξεκινήσει και πάλι, αλλά ευτυχώς ο οδηγός θα ικανοποιήσει το αίτημα του γηραιού επιβάτη να ξανασταματήσει.

Οσοι παρατήρησαν τη σκηνή, διερωτήθηκαν αν οι αστικές συγκοινωνίες είναι προσαρμοσμένες στις κινητικές δυσκολίες των πολιτών. Και γενικότερα, αν όλη αυτή η μπαρούφα για «βιώσιμη αστική κινητικότητα», λαμβάνει υπόψη της τις πραγματικές ανάγκες των πραγματικών ανθρώπων. Ενας πολίτης μιας προχωρημένης ηλικίας, με τις δυσχέρειες που συνεπάγεται αυτή, συνυπολογιζόμενης της κάμψης της αντίληψης και της ροπής στη σύγχυση που συνεπιφέρει, οδηγείται στον αποκλεισμό πολύ πριν της ώρας του. Το κοινωνικό σύστημα επαυξάνει την αναπηρία του ανήμπορου ανθρώπου, σχεδόν την απολυτοποιεί.  Υπό το πρίσμα αυτή, η κατάληψη πεζοδρομίων από οχήματα, δεν είναι απλή χοντροκοπιά, είναι απάνθρωπη βαρβαρότητα. Τι θέλεις γέροντα και κυκλοφορείς; Τα έφαγες τα ψωμιά σου. Κάτσε στο σπίτι να βλέπεις τηλεόραση, να αναστενάζεις για την κατάντια του κόσμου με όλα αυτά τα εγκλήματα που σου παίζουν οι ειδήσεις, ενώ το πραγματικό έγκλημα, ο Καιάδας της τρίτης ηλικίας, συντελείται στην απλή και φιλήσυχη καθημερινότητά μας.

Όταν γέρασε και αρρώστησε εκείνος που έψαλε ύμνο στα περήφανα γηρατειά, είχε αυτοκίνητα να τον μετακινούν, και πτέρυγες νοσοκομείων μέσα στο σπίτι του.  Οπότε μπορεί και να μην του πέρασε η σκέψη ότι η προσφώνηση εκείνη είναι θλιβερά ειρωνική όταν δεν συλλογιέσαι τον παππού με το μπαστούνι που πασχίζει να ζήσει κανονικά, και φωνάζει στον οδηγό πως αυτή είναι η στάση του, η στάση της ζωής, αυτή θέλει, όχι τη στάση του θανάτου.