Η συγγραφέας Μαίρη Μαγουλά μιλάει στην «Π»: «Οι Σειρήνες του Βοσπόρου» ζωντανεύουν την Πόλη

Η συγγραφέας θεωρεί χρέος τιμής την ανάδειξη των πραγματικών ιστορικών γεγονότων μέσα από το βιβλίο της για την Κωνσταντινούπολη

Η συγγραφέας Μαίρη Μαγουλά μιλάει στην «Π»: «Οι Σειρήνες του Βοσπόρου» ζωντανεύουν την Πόλη

Το νέο μυθιστόρημα της Μαίρης Μαγουλά με τίτλο «Οι Σειρήνες του Βοσπόρου» (εκδόσεις Χάρτινη Πόλη) είναι ένα πόνημα που ερείδεται πάνω σε ένα ιστορικό υπόβαθρο, αν και η ίδια η συγγραφέας αποφεύγει τον όρο «ιστορικό μυθιστόρημα». Ενα βιβλίο που δεν αφηγείται απλώς την ιστορία, αλλά τη βιώνει.

Η Μαγουλά έφυγε από την Κωνσταντινούπολη το 1964, αγέννητη στα Σεπτεμβριανά του ’55. Οι γονείς της συζητούσαν τα γεγονότα «επιφανειακά» για να μην αγγίξουν τις πληγές τους.

Προσωπική σύνδεση με την Πόλη είναι η εκκλησία του Αγίου Χαράλαμπου στο Μπεμπέκι. Μαζί με το σπίτι της γιαγιάς της, αποτελούν σημεία προσωπικής, βαθιάς συγκίνησης και μνήμης.

Μιλώντας στην «Π» η συγγραφέας σημειώνει ότι η Κωνσταντινούπολη αποτελεί την ακρογωνιαία πέτρα της έμπνευσης της. Γεννημένη εκεί, η Μαγουλά αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει το 1964 λόγω των απελάσεων, ούσα πολύ μικρή. Η πόλη είναι ο «τόπος» της, σε αντίθεση με την Ελλάδα που είναι η «πατρίδα» της.

Η φράση αυτή υπογραμμίζει τον βαθύ προσωπικό και συναισθηματικό δεσμό της με την Κωνσταντινούπολη, ένα μέρος που, αν και δεν ήταν συνειδητά παρούσα κατά τα Σεπτεμβριανά του ’55 (αγέννητη τότε), το βίωσε μέσα από τις διηγήσεις των γονέων της.

Τα Σεπτεμβριανά του 1955 αποτελούν ένα κομβικό και «δραματικό σημείο καμπής για τις κοινότητες της πόλης που ακόμα βέβαια είναι κόμπος στον λαιμό μας αλλά και στην ψυχή μας». Η συγγραφέας θεωρεί χρέος τιμής την ανάδειξη αυτών των «πραγματικών γεγονότων» που αποτελούν «μια καμπή στην ελληνική ιστορία και που πρέπει να αναλυθεί, έτσι ώστε να μην υπάρχουν σκιές αλλά και να μην υπάρχουν απορίες σχετικά με την πραγματικότητα».

· Το «Χρέος τιμής»
Η συγγραφή του βιβλίου, ειδικά ενόψει της 70ής επετείου των Σεπτεμβριανών, θεωρείται από τη Μαγουλά «σαν τιμή μου σαν μια υποχρέωση που είχα στον εαυτό μου πρώτα απ’ όλα στους προγόνους μου και ίσως και στις επόμενες γενιές».

Υπογραμμίζεται η έλλειψη φωτισμού αυτού του ιστορικού γεγονότος: «Είναι ένα κομμάτι ιστορίας που δεν είναι φωτισμένο και δεν ξέρω αν ποτέ θα φωτιστεί και τόσο όσο του όσο του πρέπει».

Η συγγραφέας τονίζει τη δυσκολία της συγγραφής πάνω σε ιστορικό υπόβαθρο, καθώς απαιτεί σεβασμό στην αλήθεια και τους αναγνώστες. Χρησιμοποιεί «πρωτοσέλιδα εφημερίδων» και «μαρτυρίες» (προσωπικές και καταγεγραμμένες) για να διασφαλίσει την ακρίβεια.

· Ο πολυφωνικός χαρακτήρας και η κοινωνική διάσταση:
Το μυθιστόρημα στήνει ένα πολυφωνικό… δρώμενο που εκτείνεται από τη δεκαετία του 50″ και ξετυλίγει «ιστορίες αγάπης απώλειας ρήξης και μνήμης» μέσα από τις ζωές «Τούρκων Ρωμιών, Εβραίων και Λεβαντίνων».

Αναδεικνύεται η Κωνσταντινούπολη ως ένα «ετερόκλητο αλλά πάντως πολύχρωμο μωσαϊκό», πριν τα Σεπτεμβριανά που «σάρωσαν ζωές και θρύψαλα αναμνήσεων».

Η αφήγηση επιχειρεί να αναλύσει το «οινωνικό το οικονομικό» υπόβαθρο της εποχής, καθώς η κοινότητα των Ελλήνων βρισκόταν τότε σε περίοδο άνθησης.

· Η διαδικασία της συγγραφής και ο ρόλος της μνήμης:
Η Μαγουλά ξεκίνησε να γράφει πριν από 15 χρόνια, αρχικά με φόβο να αγγίξει το θέμα του ’55 και ’64, νιώθοντας έλλειψη «ωριμότητας και της συγγραφής».

Η συγγραφή βασίζεται στην έρευνα (βιβλιοθήκη Πατριαρχείου, ελληνόφωνες εφημερίδες) και στην εμπειρία. Η συγγραφέας περπάτησε πολύ στην Πόλη, ανακαλύπτοντας «τη μυρωδιά από το κιτρινισμένο χαρτί της ελληνόφωνης εφημερίδας», για να “αναζωογονήσει τις χαμένες γειτονιές της πόλης».

Η μνήμη είναι κεντρική, όχι μόνο ως ιστορικό γεγονός αλλά και ως προσωπική βίωση. Αναφέρει συγκεκριμένες προσωπικές αναμνήσεις από την παιδική της ηλικία (εκκλησία, σπίτι γιαγιάς, συναντήσεις με Τούρκους που θυμόντουσαν τους προγόνους της), επιβεβαιώνοντας ότι αυτές «ήταν πραγματικά βιωματικά. Τα είχα ζήσει. Δεν ήταν από ακούσματα».
Η συγγραφή της δεν είναι τυπική· δεν γράφει συγκεκριμένες ώρες, αλλά «όταν έρθει η έμπνευση».

· Σχέση συγγραφέα – ήρωα – αναγνώστη:
Η συγγραφέας δηλώνει ότι «τους κάνω ειλικρινά ό,τι θέλω» τους χαρακτήρες της, με εξαίρεση τον πατέρα της που εμφανίζεται σε κάθε βιβλίο για την Πόλη. Αναγνωρίζει ότι μέσα από τους ήρωες μπορούν να βγουν «κομμάτια δικά μου».

Οπως λέει, οι ήρωες δεν της ανήκουν μετά τη συγγραφή: «τους ξεχνώ και πάμε παρακάτω».

Οσον αφορά τη σχέση βιβλίου-αναγνώστη, η Μαγουλά δηλώνει: «Εγώ δίνω εμένα, το συναίσθημά μου, την τοποθέτησή μου. Από κει και πέρα είναι ελεύθερος βέβαια αναγνώστης». Παρομοιάζει την ανάγνωση με το περπάτημα στην Πόλη, όπου ο αναγνώστης μπορεί να ακολουθήσει τον συγγραφέα ή να πάρει «άλλο μονοπάτι» σε «πολλούς παράδρομους, πολλά σοκάκια» της πόλης.