«Καμπανάκι» Στουρνάρα για την κερδοφορία των επιχειρήσεων – Επιδεινώθηκε στο 9μηνο του 2023

Αναλυτικότερα, το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων σε ονομαστικούς όρους μειώθηκε κατά 1,3% το εννεάμηνο του 2023 έναντι αύξησης κατά 35,7% το εννεάμηνο του 2022, σύμφωνα με την ΤτΕ.

Τράπεζα της Ελλάδος

Υποχώρησε κατά το εννεάμηνο του 2023, η κερδοφορία των ελληνικών μη χρηματοοικονομικών επιχειρήσεων σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας (ΤτΕ), η οποία δημοσιεύτηκε σήμερα (08.04.24).

Αναλυτικότερα, το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων σε ονομαστικούς όρους μειώθηκε κατά 1,3% το εννεάμηνο του 2023 έναντι αύξησης κατά 35,7% το εννεάμηνο του 2022, σύμφωνα με την ΤτΕ.

Την ίδια στιγμή, το καθαρό λειτουργικό πλεόνασμα, που προκύπτει μετά την αφαίρεση της ανάλωσης του πάγιου κεφαλαίου, υποχώρησε ακόμη περισσότερο, κατά 7,6% έναντι αύξησης κατά 56,9% την αντίστοιχη περίοδο του 2022.

Η επιδείνωση αυτή οφείλεται, κυρίως, στη σημαντική επιβράδυνση της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας σε 3,3% από 25,7% το εννεάμηνο του 2022, ενώ το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας αυξήθηκε με σχεδόν διπλάσιο ρυθμό (6,2%) συγκριτικά με αυτόν της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας.

Επίσης, η επίδραση των φόρων μείον επιδοτήσεων στην παραγωγή ήταν σημαντικά αρνητική, καθώς υπήρξε αξιοσημείωτη μείωση των επιδοτήσεων το εννεάμηνο του 2023 σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022.

Πιο συγκεκριμένα, υπήρξε σχεδόν καθολική απόσυρση των μέτρων στήριξης έναντι της πανδημίας και απόσυρση της πλειονότητας των ενεργειακών μέτρων στήριξης, καθώς οι τιμές της ενέργειας αποκλιμακώθηκαν σημαντικά.

Κατά συνέπεια, το εννεάμηνο του 2023 το μερίδιο καθαρού κέρδους, που ορίζεται ως ο λόγος του καθαρού λειτουργικού πλεονάσματος προς την καθαρή προστιθέμενη αξία και εκφράζει την απόδοση του επιχειρηματικού τομέα σε όρους λειτουργικών κερδών, υποχώρησε σε 37,7% έναντι 41,4% την αντίστοιχη περίοδο του 2022. Εντούτοις, παρέμεινε εντυπωσιακά υψηλότερο από το μέσο όρο της προ της πανδημίας τριετίας 2017-2019 (28,1%).

Οι καλές επιδόσεις του τουριστικού και του κατασκευαστικού τομέα, συνδυαστικά με τις πληθωριστικές πιέσεις και προσδοκίες και τη διατήρηση της ζήτησης σε θετικούς ρυθμούς, τροφοδότησαν τα τελευταία έτη την εξαιρετική πορεία των κερδών των επιχειρήσεων.

Συμπεράσματα

Σε ειδικό πλαίσιο της έκθεσης με αναφορά στα περιθώρια κέρδους, η ΤτΕ αναφέρει πως:

-Τα υψηλά επίπεδα του πληθωρισμού κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών στις οικονομίες των χωρών της ευρωζώνης επηρέασαν, μεταξύ άλλων οικονομικών μεταβλητών, και τα περιθώρια κέρδους.

Ειδικότερα για την ελληνική οικονομία, η ανάλυση με βάση στοιχεία εθνικών λογαριασμών έδειξε ότι την περίοδο 2021-2022 σημειώθηκε σημαντική αύξηση των περιθωρίων κέρδους.

Πιο συγκεκριμένα, οι ρυθμοί μεταβολής του δείκτη περιθωρίων κέρδους για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας τα έτη 2021 και 2022 ξεπέρασαν τα ιστορικώς υψηλά τους επίπεδα καταγράφοντας αύξηση 4,0% και 9,0% αντίστοιχα.

Στο βιομηχανικό τομέα (βιομηχανία και κατασκευές) ο ρυθμός μεταβολής των περιθωρίων κέρδους διαμορφώθηκε σε ιστορικώς υψηλά επίπεδα, φθάνοντας στο 17,8% το 2022, αλλά και στον τομέα των υπηρεσιών ο ρυθμός μεταβολής των περιθωρίων κέρδους (7,4%) ήταν επίσης αξιοσημείωτος.

Ειδικότερα, οι κλάδοι της βιομηχανίας (εκτός κατασκευών), του εμπορίου και των κατασκευών και ο κλάδος των τεχνών και της διασκέδασης παρουσίασαν τη μεγαλύτερη αύξηση περιθωρίων κέρδους.

Η σχετικά μικρή κλίμακα μεγέθους της ελληνικής οικονομίας όσον αφορά την αγορά προϊόντων και η υστέρηση της εφαρμογής επαρκών διαθρωτικών αλλαγών στην εν λόγω αγορά, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της οικονομικής προσαρμογής, είναι παράγοντες που δημιουργούν έλλειψη ανταγωνισμού και ευνοούν τη διεύρυνση των περιθωρίων κέρδους όταν οι οικονομικές συνθήκες το επιτρέπουν.

Η αύξηση των περιθωρίων κέρδους την περίοδο 2021-2022 οφείλεται ενδεχομένως στις υψηλές τιμές που καθόρισαν οι επιχειρήσεις προκειμένου να καλύψουν το αυξημένο κόστος παραγωγής και στην υπερβάλλουσα ζήτηση που παρατηρήθηκε μετά το τέλος της πανδημίας του COVID-19 και την επανεκκίνηση της οικονομίας.

Οι παραπάνω παράγοντες σε συνδυασμό με έναν αρνητικό μέσο ρυθμό μεταβολής του μοναδιαίου κόστους εργασίας φαίνεται ότι συνέβαλαν στην αύξηση των περιθωρίων κέρδους την περίοδο 2021-2022.

Εντούτοις, σύμφωνα με τα στοιχεία των πιο πρόσφατων τριμήνων, παρατηρείται υποχώρηση των περιθωρίων κέρδους σε χαμηλότερα επίπεδα, γεγονός στο οποίο έχουν συμβάλει η αύξηση του ρυθμού μεταβολής των αμοιβών ανά μισθωτό από το δεύτερο εξάμηνο του 2022 και η σταδιακή εξομάλυνση του ρυθμού ανόδου των τιμών στην οικονομία κυρίως ως αποτέλεσμα της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής και της εξασθένησης της υπερβάλλουσας ζήτησης.

Συμπεράσματα

Σε ειδικό πλαίσιο της έκθεσης με αναφορά στα περιθώρια κέρδους, η ΤτΕ αναφέρει πως:

Τα υψηλά επίπεδα του πληθωρισμού κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών στις οικονομίες των χωρών της ευρωζώνης επηρέασαν, μεταξύ άλλων οικονομικών μεταβλητών, και τα περιθώρια κέρδους.

Ειδικότερα για την ελληνική οικονομία, η ανάλυση με βάση στοιχεία εθνικών λογαριασμών έδειξε ότι την περίοδο 2021-2022 σημειώθηκε σημαντική αύξηση των περιθωρίων κέρδους.

Πιο συγκεκριμένα, οι ρυθμοί μεταβολής του δείκτη περιθωρίων κέρδους για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας τα έτη 2021 και 2022 ξεπέρασαν τα ιστορικώς υψηλά τους επίπεδα καταγράφοντας αύξηση 4,0% και 9,0% αντίστοιχα.
Στο βιομηχανικό τομέα (βιομηχανία και κατασκευές) ο ρυθμός μεταβολής των περιθωρίων κέρδους διαμορφώθηκε σε ιστορικώς υψηλά επίπεδα, φθάνοντας στο 17,8% το 2022, αλλά και στον τομέα των υπηρεσιών ο ρυθμός μεταβολής των περιθωρίων κέρδους (7,4%) ήταν επίσης αξιοσημείωτος.

Ειδικότερα, οι κλάδοι της βιομηχανίας (εκτός κατασκευών), του εμπορίου και των κατασκευών και ο κλάδος των τεχνών και της διασκέδασης παρουσίασαν τη μεγαλύτερη αύξηση περιθωρίων κέρδους.

Η σχετικά μικρή κλίμακα μεγέθους της ελληνικής οικονομίας όσον αφορά την αγορά προϊόντων και η υστέρηση της εφαρμογής επαρκών διαθρωτικών αλλαγών στην εν λόγω αγορά, ιδιαίτερα κατά την περίοδο της οικονομικής προσαρμογής, είναι παράγοντες που δημιουργούν έλλειψη ανταγωνισμού και ευνοούν τη διεύρυνση των περιθωρίων κέρδους όταν οι οικονομικές συνθήκες το επιτρέπουν.

Η αύξηση των περιθωρίων κέρδους την περίοδο 2021-2022 οφείλεται ενδεχομένως στις υψηλές τιμές που καθόρισαν οι επιχειρήσεις προκειμένου να καλύψουν το αυξημένο κόστος παραγωγής και στην υπερβάλλουσα ζήτηση που παρατηρήθηκε μετά το τέλος της πανδημίας του COVID-19 και την επανεκκίνηση της οικονομίας.

Οι παραπάνω παράγοντες σε συνδυασμό με έναν αρνητικό μέσο ρυθμό μεταβολής του μοναδιαίου κόστους εργασίας φαίνεται ότι συνέβαλαν στην αύξηση των περιθωρίων κέρδους την περίοδο 2021-2022.

Εντούτοις, σύμφωνα με τα στοιχεία των πιο πρόσφατων τριμήνων, παρατηρείται υποχώρηση των περιθωρίων κέρδους σε χαμηλότερα επίπεδα, γεγονός στο οποίο έχουν συμβάλει η αύξηση του ρυθμού μεταβολής των αμοιβών ανά μισθωτό από το δεύτερο εξάμηνο του 2022 και η σταδιακή εξομάλυνση του ρυθμού ανόδου των τιμών στην οικονομία κυρίως ως αποτέλεσμα της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής και της εξασθένησης της υπερβάλλουσας ζήτησης.