Καταδίκη της Ελλάδας από το ΕΔΔΑ για απαγωγή Τούρκου πολιτικού πρόσφυγα

Το ΕΔΔΑ καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση της υποχρέωσης αποτελεσματικής έρευνας κάθε ισχυρισμού περί υποβολής σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, που αποτελούσε την βάση των αιτιάσεων του προσφεύγοντα, ο οποίος μετά την εξαναγκαστική επιστροφή του στην Τουρκία συνελήφθη και φυλακίστηκε, με κατηγορίες περί ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, διωκόμενος για τις πολιτικές του πεποιθήσεις.

ΕΔΔΑ

Την είδηση της καταδίκης της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) για παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ σχετικά με την υπόθεση απαγωγής τούρκου πολιτικού πρόσφυγα τον Μάϊο του 2023 από δράστες που επέβαιναν σε αυτοκίνητο με κρατικές πινακίδες και μεταφέρθηκε βιαίως και κατ’ ευθείαν στην Τουρκία κάνουν γνωστή με ανακοίνωσή τους το Δίκτυο Κοινωνικής Υποστήριξης Προσφύγων & Μεταναστών, του Ελληνικό Συμβούλιο για τους Πρόσφυγες (ΕΣΠ) και η Ομάδα Δικηγόρων για τα Δικαιώματα Προσφύγων και Μεταναστών.

«Με την παραπάνω απόφασή του, το Δικαστήριο καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση της υποχρέωσης αποτελεσματικής έρευνας κάθε ισχυρισμού περί υποβολής σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, κατά το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, που αποτελούσε την βάση των αιτιάσεων του προσφεύγοντα, ο οποίος μετά την εξαναγκαστική επιστροφή του στην Τουρκία συνελήφθη και φυλακίστηκε, με κατηγορίες περί ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, διωκόμενος για τις πολιτικές του πεποιθήσεις» επισημαίνεται μεταξύ άλλων στην εν λόγω ανακοίνωση στην οποία επίσης τονίζονται τα εξής:

«Η απόφαση αυτή, 10 χρόνια μετά την καταγγελία της απαγωγής και την φυλάκιση του προσφεύγοντα στην Τουρκία, δικαιώνει, ως προς τα όσα έκανε δεκτά, την αγωνιώδη προσπάθεια των συνηγόρων του προσφεύγοντα, που από εκείνη την ίδια σχεδόν στιγμή της απαγωγής, με αλλεπάλληλες επικοινωνίες με τις αρμόδιες αστυνομικές υπηρεσίες, κατήγγειλαν με στοιχεία την αναγκαστική εξαφάνιση του προσφεύγοντα και προσπάθησαν να αποτρέψουν την παράδοσή του στην Τουρκία, όπου αντιμετώπιζε σοβαρές διώξεις και κίνδυνο βασανιστηρίων λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων».

Σημειώνεται πως το Δικαστήριο, επισημαίνει πως «αναγνωρίζοντας ότι στο καταγγελλόμενο περιστατικό εμπλεκόταν χωρίς καμία αμφιβολία όχημα της Ελληνικής Αστυνομίας, κατέληξε ομόφωνα σε διαπίστωση παραβίασης του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, ως προς το διαδικαστικό του σκέλος και υποχρεώνει την Ελληνική Κυβέρνηση σε καταβολή αποζημίωσης στον προσφεύγοντα ως δίκαιη ικανοποίηση για την ως άνω διαπιστωθείσα παραβίαση».

Ακολουθεί η σχετική ανακοίνωση:

Με την από 26.01.2023 απόφασή του επί της προσφυγής υπ’ αριθμ. 60990/14, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, για την υπόθεση του Τούρκου πρόσφυγα Β.Y., που κατήγγειλε ότι απήχθη βίαια από το κέντρο της Αθήνας, μπροστά στα μάτια δεκάδων έκπληκτων πολιτών, στις 30 Μαΐου 2013, από δράστες που επέβαιναν σε αυτοκίνητο με κρατικές πινακίδες και μεταφέρθηκε με κουκούλα κατ’ ευθείαν στην Τουρκία, με την εμπλοκή, σύμφωνα με την καταγγελία του, και των τουρκικών αρχών, από τις οποίες και συνελήφθη.

Με την παραπάνω απόφασή του, το Δικαστήριο καταδίκασε την Ελλάδα για παραβίαση της υποχρέωσης αποτελεσματικής έρευνας κάθε ισχυρισμού περί υποβολής σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, κατά το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, που αποτελούσε την βάση των αιτιάσεων του προσφεύγοντα, ο οποίος μετά την εξαναγκαστική επιστροφή του στην Τουρκία συνελήφθη και φυλακίστηκε, με κατηγορίες περί ένταξης σε εγκληματική οργάνωση, διωκόμενος για τις πολιτικές του πεποιθήσεις.

Ειδικότερα, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ό,τι, κατ’ αρχάς, έλαβε χώρα απαγωγή από αυτοκίνητο που έφερε κρατικές πινακίδες και το γεγονός ότι από τις ίδιες τις Ελληνικές αρχές επιβεβαιώθηκε, με έγγραφό τους, ότι οι πινακίδες ανήκαν στην Ελληνική αντιτρομοκρατική υπηρεσία, διαπίστωσε ότι καμία κατάλληλη και αποτελεσματική έρευνα δεν διεξήχθη για την διερεύνηση των ισχυρισμών του προσφεύγοντα για το καταγγελλόμενο περιστατικό, κανείς αστυνομικός υπάλληλος δεν εξετάστηκε ποτέ από τις Ελληνικές ανακριτικές αρχές, οι οποίες δεν προέβησαν σε καμία απολύτως ενέργεια για να διερευνήσουν ποιοι ήταν οι εμπλεκόμενοι στην απαγωγή και έθεσαν το φάκελο στο αρχείο αγνώστων δραστών, κατά παράβαση των υποχρεώσεών τους που απορρέουν από το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο, αναγνωρίζοντας ότι στο καταγγελλόμενο περιστατικό εμπλεκόταν χωρίς καμία αμφιβολία όχημα της Ελληνικής Αστυνομίας, κατέληξε ομόφωνα σε διαπίστωση παραβίασης του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, ως προς το διαδικαστικό του σκέλος και υποχρεώνει την Ελληνική Κυβέρνηση σε καταβολή αποζημίωσης στον προσφεύγοντα ως δίκαιη ικανοποίηση για την ως άνω διαπιστωθείσα παραβίαση.

Το ΕΔΔΑ με ψήφους 4, μεταξύ των οποίων και του Έλληνα δικαστή, έναντι 3, δεν έκανε δεκτή την αιτίαση για παραβίαση του άρθρου 3 ως προς το ουσιαστικό του μέρος, διότι, παρά τη σωρεία των στοιχείων που κατατέθηκαν, η πλειοψηφία του Δικαστηρίου διατήρησε επιφυλάξεις και εν τέλει κατέληξε σε αδυναμία παραδοχής της παρουσίας του προσφεύγοντα στην Ελλάδα κατά το επίδικο χρονικό διάστημα.

Σημειωτέον ότι οι Ελληνικές αρχές ισχυρίστηκαν ότι δεν αποδεικνυόταν η παρουσία του στην Ελλάδα επειδή ο Β.Υ δεν είχε επισήμως καταγραφεί ως αιτών άσυλο. Το Δικαστήριο επισημαίνει, ωστόσο ότι, ότι η αδυναμία του αυτή πηγάζει σε μεγάλο βαθμό από την αποτυχία των εθνικών αρχών να διεξαγάγουν την οφειλόμενη ενδελεχή και αποτελεσματική έρευνα και να εισφέρουν τα απαραίτητα στοιχεία.

Αντίθετα έκριναν επ’ αυτού τα 3 μέλη του Δικαστηρίου με μία ισχυρή κοινή μειοψηφούσα γνώμη και υποστήριξαν ότι έπρεπε να καταδικαστεί η Ελλάδα και ως προς το ουσιαστικό μέρος της παραβίασης του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, καθώς από πλήθος στοιχείων προκύπτει η προηγούμενη παρουσία του προσφεύγοντα στην Ελλάδα.

Σημειώνουν ειδικότερα ότι, ενόψει των συστημικών ελλείψεων στο σύστημα ασύλου την περίοδο των γεγονότων, το γεγονός ότι ο προσφεύγων δεν είχε επίσημα καταθέσει αίτηση ασύλου δεν είναι επαρκές για να αμφισβητηθεί η παρουσία του στην Ελλάδα. Αντίθετα, σημειώνουν ότι όλα τα στοιχεία, όπως και οι μαρτυρίες περί των προσπαθειών του προσφεύγοντα να υποβάλλει αίτημα ασύλου, αποδεικνύουν ότι ήταν αυτός ο απαχθείς κατ’ εκείνα τα γεγονότα.

Διαπίστωσαν, δε, ότι δεν παρέχεται από τις Ελληνικές αρχές καμία εύλογη εναλλακτική εξήγηση έναντι της αφήγησης του προσφεύγοντα και τούτο ενισχύει περαιτέρω την δική του εκδοχή των γεγονότων.

Οι τρεις Δικαστές επισημαίνουν :

τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία μια συνεκτική εκδοχή των γεγονότων αποτελεί σταθερή αφετηρία σε υποθέσεις εξαναγκαστικών εξαφανίσεων και καταλήγουν ότι τα διαθέσιμα στοιχεία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ήταν ο προσφεύγων, και όχι άλλο άτομο, αυτός που απήχθη το βράδυ της 30ης Μαΐου 2013, καθώς παρέθεσε λεπτομερή περιγραφή των γεγονότων, εξέθεσε λεπτομερώς τον ακριβή τόπο, όπου φέρεται να συνέβησαν αυτά, το δρομολόγιο και τις συνθήκες παράδοσής του στις Τουρκικές αρχές.

ότι θα περίμενε κανείς από το υπόλογο Κράτος να παράσχει επαρκείς εξηγήσεις σχετικά με το πώς έγιναν τα γεγονότα, δεδομένου μάλιστα ότι το αυτοκίνητο που χρησιμοποιήθηκε ανήκε στην Ελληνική αστυνομία, αναφέροντας ότι σύμφωνα με την νομολογία του ΕΔΔΑ επί των άρθρων 2 και 3, όταν τα γεγονότα στο σύνολο τους ή σε ένα μεγάλο μέρος τους είναι αποκλειστικά σε γνώση των αρχών, όπως στις περιπτώσεις προσώπων που βρίσκονται υπό τον έλεγχο τους και δη στις περιπτώσεις καταγγελλόμενης αναγκαστικής εξαφάνισης, το βάρος της απόδειξης για ό,τι τους συμβαίνει μετατίθεται στις αρχές και

Διαπιστώνουν, περαιτέρω, ότι υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για να γίνει δεκτό ότι η καταγγελθείσα απαγωγή του προσφεύγοντα και η στέρηση της ελευθερίας που υπέστη εξ αυτής πραγματοποιήθηκαν με την εμπλοκή του Ελληνικού κράτους.
Καταλήγουν, δε, οι 3 μειοψηφούντες δικαστές ότι :

«[…] η έλλειψη αποτελεσματικής εκ των υστέρων έρευνας από τις Ελληνικές αρχές σχετικά με την εξαφάνιση του προσφεύγοντος, την οποία διαπίστωσε ομόφωνα το Τμήμα, ενισχύει το συμπέρασμα ότι αυτές εμπλέκονται στα γεγονότα της 30ής Μαΐου 2013 [..] […]».

«[…] Λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο με τον οποίο συνέβησαν τα γεγονότα, δηλαδή ότι τα μάτια του προσφεύγοντος καλύφθηκαν, αρχικά με τα χέρια και στη συνέχεια με μία κουκούλα, και ότι τα χέρια του ήταν δεμένα με χειροπέδες, η απαγωγή του προσφεύγοντος και η μεταφορά του στη Δημοκρατία της Τουρκίας του προκάλεσαν αναμφίβολα αισθήματα οδύνης και φόβου, που ισοδυναμούν με απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση κατά παράβαση του άρθρου 3 […]».

Η απόφαση αυτή, 10 χρόνια μετά την καταγγελία της απαγωγής και την φυλάκιση του προσφεύγοντα στην Τουρκία, δικαιώνει, ως προς τα όσα έκανε δεκτά, την αγωνιώδη προσπάθεια των συνηγόρων του προσφεύγοντα, που από εκείνη την ίδια σχεδόν στιγμή της απαγωγής, με αλλεπάλληλες επικοινωνίες με τις αρμόδιες αστυνομικές υπηρεσίες, κατήγγειλαν με στοιχεία την αναγκαστική εξαφάνιση του προσφεύγοντα και προσπάθησαν να αποτρέψουν την παράδοσή του στην Τουρκία, όπου αντιμετώπιζε σοβαρές διώξεις και κίνδυνο βασανιστηρίων λόγω των πολιτικών του πεποιθήσεων.

Η ισχυρή μειοψηφία εξάλλου, με την εμπεριστατωμένη Γνώμη της, αφήνει ανοικτή την προοπτική παραπομπής της υπόθεσης στο Τμήμα Ευρείας Συνθέσεως του Δικαστηρίου, για μια περαιτέρω κρίση επί των θεμάτων της προσφυγής.