Λογική και ευαισθησία

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Λογική και ευαισθησία Πάει καμιά δεκαετία από τότε που συντονίσαμε μια συζήτηση πάνω στο βιβλίο του εγγονού
Πρωτοπαπαδάκη, στο πλαίσιο μιας προσπάθειάς του να αποκαταστήσει τη μνήμη του παππού του, που μαζί με τον Δ. Γούναρη είχε εκτελεστεί δυνάμει της περίφημης Δίκης των

Εξ ως πρωταίτιος για τη Μικρασιατική Καταστροφή. Σχεδόν κατάπληκτοι είχαμε γίνει μάρτυρες μιας πολυπρόσωπης διαφωνίας μεταξύ μελών του ακροατηρίου: Ολοι τους ήταν παιδιά ή έγγονοι Ελλήνων που είχαν ζήσει τα γεγονότα του 1922, ως Ελλαδίτες ή
πρόσφυγες, ως βενιζελικοί ή φιλοβασιλικοί, και ήταν εντελώς ποτισμένοι με το πνεύμα του Διχασμού, έναν σχεδόν αιώνα μετά. Το συμπέρασμά μας ήταν ότι είναι πολύ δύσκολο να προσεγγίζεις ιστορικά θέματα που αποτελούν ταμπού στη χώρα. Η εξήγηση εν μέρει έχει να κάνει με το μεσογειακό θυμικό και την κουλτούρα. Κυρίως σχετίζεται με τη σφοδρότητα με την οποία οι αναταράξεις του περασμένου αιώνα άγγιξαν την ελληνική κοινωνία. Οι
διχασμοί και οι εμφύλιοι δεν ήταν απλά ιδεολογικά ζητήματα (αν και γι’ αυτά μια χαρά αρπαζόμαστε, διότι τα συνδέουμε με τη μνήμη προσώπων που μας έχουν επηρεάσει σαν μικροί θεοί). Ο κόσμος, τους είχε ζήσει με βαρύ ατομικό ή οικογενειακό τίμημα. Για πολλά
χρόνια, και σε αλλεπάλληλες περιόδους, το να είσαι «κάτι» ή «κάπου» στη χώρα μας, είχε συνέπειες. Σήμερα καθαρίζεις με ένα κράξιμο στο φέισμπουκ.

Ο μακρύς αυτός πρόλογος αφορά ένα μεταγενέστερο, αλλά επίσης συνθλιπτικό γεγονός: Την εκτέλεση των Καλαβρυτινών από τους Ναζί, 13 Δεκεμβρίου 1943, που τιμάται σήμερα στην πόλη των Καλαβρύτων. Το Ολοκαύτωμα, όπως έμεινε χαρακτηρισμένο στην ιστορία, είναι συνδυασμένο με διάφορα ταμπού: Την οπτική μας γωνία έναντι των Γερμανών, τις αποζημιώσεις, την πίστη ως προς τις διαθέσεις της Γερμανικής Πολιτείας αλλά και την καχυποψία ότι η Ελληνική πολιτική ηγεσία προτιμά να μην κακοκαρδίζει τους Γερμανούς εταίρους παρά να υποστηρίζει το αίτημα των αποζημιώσεων, όπως επίσης και την καχυποψία έναντι της ίδιας της Καλαβρυτινής ηγεσίας που πολύ συχνά εγκαλείται ότι
συμβιβάζεται απέναντι στον γερμανικό παράγοντα για μικρο-ωφέλη. Αλλά το μείζον ταμπού είναι η σύνδεση του Ολοκαυτώματος, ως πράξη αντιποίνων για την εκτέλεση 75 Γερμανών αιχμαλώτων στρατιωτών από τους αντάρτες, μετά τη μάχη της Κερπινής. Η συζήτηση αυτή μάλλον ιδιωτικά γίνεται παρά δημόσια, με την εξής μορφή: Εχουν ευθύνη οι αντάρτες για το Ολοκαύτωμα; Γιατί προχώρησαν στην εκτέλεση, ενώ ήξεραν – δεν ήταν απλά διακηρυγμένο, αλλά υπήρχαν και νωπά αιματηρά δείγματα- ότι οι Γερμανοί θα αντιδρούσαν φονεύοντας και πυρπολώντας άμαχο πληθυσμό, στο πλαίσιο της ναζιστικής
εμπνεύσεως χρέωσης συλλογικής ευθύνης, και για παραδειγματισμό;

Το θέμα είχε αποτελέσει ταμπού για δύο λόγους. Πρώτον, γιατί η Αντίσταση όφειλε να αντιμετωπίζεται ως ηρωική και μόνον, άμεμπτη και άσπιλη, συνεπώς κάθε σχετική νύξη έπαιρνε χαρακτήρα βεβήλωσης. Αλλά η ιστορία δεν είναι θεολογία: Υποχρεούται να εξετάζει τα πάντα, και όποιος ενοχλείται, να μένει σπίτι του. Δεύτερον, γιατί η σχετική σύνδεση, έπαιρνε άρωμα σχετικοποίησης του ναζιστικού εγκλήματος: Ηταν εκείνοι
βάρβαροι, αλλά πήγαμε κι εμείς γυρεύοντας. Οποιος αναζητούσε ενδεχόμενη συνευθύνη- η οποία δεν συμψηφιζόταν ούτε φυσικά αναιρούσε την κτηνώδη και μισάνθρωπη φρικαλεότητα- είχε να αντιμετωπίσει κατηγορητήρια: Αθωώνεις τους ναζί; Σπιλώνεις τους
αντάρτες;

Με την πάροδο των χρόνων η κρούση πάνω στο θέμα παραμένει δύσκολη, αλλά δεν είναι απαγορευτική. Εχουμε αρκετά τέτοια δείγματα, που πάντως δεν προκαλούν πιο γενικευμένη συζήτηση, είτε επειδή δεν την τολμάμε, είτε επειδή η ιστορία αρχίζει να μη
μας αγγίζει. Χούντες. Πολυτεχνεία, Καλάβρυτα, Καταστροφή της Σμύρνης, Αποστασία, ιστορίες για παππούδες.

Εν προκειμένω, το ζήτημα δεν είναι στενά ιστορικό (ποιος, τι, ποια μέρα ακριβώς, τι ήξεραν Γερμανοί, τι ήξεραν οι αντάρτες, τι μεθόδευσαν οι Βρετανοί: σκέτος πονοκέφαλος, με βαρύ
φόρτωμα πληροφοριών και εικασιών, όχι εύκολα απογυμνωμένων από τον υποκειμενισμό), αλλά ηθικό.

Μπορεί η αντίσταση στον αυταρχισμό και την εθνική προσβολή, όπως και η υπεράσπιση της προσωπικής αξιοπρέπειας να τελεί υπό το κανονιστικό πλαίσιο που θέτει ο αυταρχικός;

Αν παραβούμε το πλαίσιο αυτό, γινόμαστε εμείς υπαίτιοι των συνεπειών που θα υποστούμε εμείς ή κάποιο εξιλαστήριο θύμα; Από ποιο σημείο και πέρα η σωφροσύνη μετατρέπεται σε ταπεινωτικό ενδοτισμό;

Επειδή καθαρή απάντηση σ’ αυτό δεν υπάρχει όταν τη νύφη πληρώνει ο ανέπαφος τρίτος, ποιο είναι το σημείο που ενεργοποιεί το Ναι ή το Όχι ενός ηθικού, ευαίσθητου και ενσυνείδητου στοιχείου; Και πόσο βάρος συνεπάγεται η αίσθηση των συνεπειών Β της επιλογής Α;

Η επιτυχής έκβαση ενός πολέμου είναι στενά συνάρτηση των επίσημων στρατιωτικών επιχειρήσεων και μόνον εκείνων; Οι λοιποί καθόμαστε στα αυγά μας και περιμένουμε να μας φωνάξουν, ακόμα και αν τελούμε υπό βάναυση, φονική, ληστρική καταπίεση;

Αν η θεωρία ότι μείζων προτεραιότητα είναι η ασφάλεια των αμάχων, τότε δεν θα έπρεπε ούτε η Επανάσταση του ’21 να είχε συμβεί, αλλά να περιμένουμε τους Οθωμανούς να φύγουν μόνοι τους ή να εκχριστιανιστούν και να κηρύξουν δημοκρατία. Επιπλέον, όλα διαβάζονται ευκολότερα όταν έχεις γνώση του εκβάντος που ακολούθησε κάθε επιλογή. Καλά κάναμε και ξεσηκωθήκαμε το ’21. Κακώς το τολμήσαμε το 1770. Αλλά εάν αντί για τη ναυμαχία του Κατσώνη τότε είχε συμβεί η του Ναβαρίνου, καλώς θα το είχαμε τολμήσει.

Συνοψίζοντας, η αναζήτηση των ορίων μεταξύ φρόνησης και αναξιοπρέπειας, δεν είναι μια αντικειμενική υπόθεση. Κατά κάποιο τρόπο, οι άνθρωποι πράττουν, κερδίζουν, χάνουν, εκθέτουν τρίτους, πονούν, τύπτονται ή δικαιώνονται ή και δικαιώνονται τυπτόμενοι. Η ιστορία είναι που αποφασίζει τι θα συμβεί. Και πάντως όχι η ηθική. Η ηθική αποφασίζεται από τους νικητές και από τους χαμένους. Απλώς καθένας έχει τη δική του.

#Το κείμενο γράφτηκε με αφορμή μια μελέτη του Σπ. Χαραλαμπόπουλου για τον Δεκέμβριο του 1943.

Γιατί οι Καλαβρυτινοί δεν έφυγαν έγκαιρα;