Με ό,τι μας κατέβει

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Είναι κάτι απογεύματα- μάλλον όλα τα απογεύματα- που δουλεύουμε μιλώντας και γελώντας με ό,τι μας κατέβει. Με τα χρόνια αποκτάς τη διαστροφική δεξιότητα να μπορείς να γράφεις και να κουβεντιάζεις, να τσακώνεσαι, να τραγουδάς, και, παρεμπιπτόντως, να σκέφτεσαι το αντικείμενο το οποίο θα σερβίρεις στον καημένο τον αναγνώστη. Μια τέτοια μέρα ήταν η Πέμπτη, όταν κάποιος βάλθηκε, ένας θεός ξέρει με ποια αφορμή, να τραγουδάει το διαφημιστικό σινγκλ για τα κοτόπουλα Μποκτάς. Το κόλλησαν όλοι, το ήξεραν όλοι: Είναι φοβερή η δυναμική των διαφημιστικών μουσικών φράσεων. Η πιο επιτυχημένη όλων των εποχών πρέπει να ήταν το τραγουδάκι της μικρής Τερέζας, αν και το συναγωνίζεται ο καουμπόι που σώζει τη μικρή Λόλα.

Λάθος. Το πιο διάσημο και πιασάρικο είναι το διαφημιστικό τζινγκλάκι των Χριστουγέννων, τζίνκγλ μπελς, και τα ρέστα, το σήμα κατατεθέν της κατακλυσμιαίας γιορτίτιδας που εξαπλώνεται στην πλάση όλη κάθε που μπαίνει Δεκέμβριος, πλέον και από τα τέλη Νοεμβρίου για πολλούς. Δεν πρόκειται για τα Χριστούγεννα, αλλά για τη χριστουγεννίτιδα, την εκδήλωση μιας ανάγκης για ευφορία, η οποία τρέφεται, και ξεχειλώνει σαν Γαργαντούας, με ψώνια και συναναστροφές, ντερλικώματα και πιώματα και διασκεδάσεις, ντυσίματα και σουλατσάρισμα, ευχές και πρωτίστως μεγάλες προσδοκίες. Η ευφορία αυτή ποτίζεται από το περιρρέον κλίμα και υποβοηθείται, ενίοτε και δόλια, από τις δυνάμεις της αγοράς, που ξυπνούν τη βουλιμία μέσα μας. Αυτή η ανάγκη για ευχαρίστηση παίρνει χαρακτηριστικά ναρκωτικού, είναι ένα φουσκωμένο μπαλόνι που όταν χάσει τον αέρα του, από μια απογοήτευση ή με το πλήρωμα του χρόνου, σε γεμίζει με πολλά γαλόνια απόγνωσης και βαρυθυμίας. Όταν βρεθείς, χειμώνα καιρό, σε ένα άδειο πεζοδρόμιο, κάτω από τις στοές, να βαδίζεις σε ένα σύννεφο από υγρασία και σιωπή, αισθάνεσαι σαν τον εξόριστο Ναπολέοντα, αλλά χωρίς να έχεις γευτεί την ηδονή της επικυριαρχίας, σαν να ζεις Βατερλώ χωρίς τα προηγούμενα.

Το Πάσχα, όλο και κάποια σύνοψη θα περάσει από τα χέρια μας, ένας απόσπασμα του Ευαγγελίου, ένας ψαλμός, μια φράση εμβληματική για έναν κρανίου τόπου ή για τριάκοντα αργύρια ή για το κοκόρι που λαλεί την τρίτη και φαρμακερή. Το ευαγγέλιο των Χριστουγέννων δεν είναι του Ματθαίου, είναι τα κάλαντα των πιτσιρίκων, που συμπυκνώνουν το αφήγημα με μια σοφή οικονομία στίχων που ισορροπεί ανάμεσα στο μεταφυσικό υπόβαθρο, την πλάσιν όλη και τη φάτνη των αγγέλων, τον ποιητή των Ολων, και στο καταναλωτικό αντιστάθμισμα: Αφού σου είπα τα ευχάριστα, δώσε το κάτι τι σου, για να δέσει ο κύκλος της παράδοσης. Αγγελιοφόρος, χαρμόσυνα νέα, αποζημίωση, επιβεβαίωση ειρήνης και δικαιώματος στην τάξη, την κανονικότητα, την άνωθεν προστασία και την ελπίδα.

Όμως η σύνδεσή μας με τη σημειολογία και το ιστορικό και το νοηματικό βάθος της γιορτής, ναι μεν είναι εγγεγραμμένη στο DNA μας- με κάποιο τρόπο, και να μην υπήρχαν τα Χριστούγεννα, θα τα είχαμε επινοήσει, αν και πολλοί αιρετικοί διατείνονται ότι αυτό έγινε- αλλά αποδυναμώνεται κάτω από τη φούρια των καταναλωτικών αναγκών και της αγχώδους κοινωνικότητας. Νιώθω άνθρωπος, ίσον χαίρω με τους πολλούς τα κοινά μας επινοήματα, μιας χρήσεως φωτάκια και μπιχλιμπίδια, σφηνάκια και τραγουδίσματα. Δεν το χαλάμε σε κανέναν, ούτε στον εαυτό μας. Η συγκατάβαση είναι η μεγαλύτερη αρετή της ωριμότητας αλλά και το πιο σατανικό προσωπικό άλλοθι. Τι να κάνουμε; Χριστούγεννα είναι. Το φρέσκο κοτόπουλο που θέλουμε για μας, κοιτάμε να είναι το κοτόπουλο των διαφημίσεων. Απομακρυνόμαστε από τη φάτνη, αλλά παίρνουμε μερικούς αγγέλους για ντεκόρ πάνω από το αχέλατό μας.

Όλες οι ειδήσεις άμεσα μέσα από το Google News. Κάντε κλικ εδώ και κάντε εγγραφή

Άμεση ενημέρωση με όλες τις ειδήσεις τώρα και μέσω WhatsApp - Δες εδω


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ