Νίκος Δαββέτας: Το προσωπικό βίωμα που έγινε λογοτεχνία
Ο βραβευμένος συγγραφέας μιλάει στην «Π» για τη «γέννηση» της νουβέλας του, την τεχνική της γραφής, τη δύναμη της επινόησης μιας εναλλακτικής πραγματικότητας.

Αλτσχάιμερ -ασθένεια αμείλικτη που επιτίθεται συχνά-πυκνά στους ηλικιωμένους, κλέβοντάς τους σταδιακά τη μνήμη, σε σημείο να μην αναγνωρίζουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα -ακόμα και τα ίδια τους τα παιδιά. Ο Νίκος Δαββέτας, βλέποντας επί πέντε χρόνια τη μητέρα του να χάνεται μέσα στους αχανείς, σκοτεινούς δαιδάλους της νόσου, άρχισε να γράφει ανελλιπώς τους τελευταίους μήνες της ζωής της -από τον Ιούνιο έως τον Νοέμβριο του 2024- προσπαθώντας, όπως σημειώνει «να διασώσω -τελευταίος μάρτυρας της ύπαρξής της- ένα ελάχιστο ίχνος της κοινής μας ζωής […] σαν να μην υπήρχε άλλος τρόπος να υπάρχω κι εγώ, καμιά άλλη επιλογή μπροστά μου». Αποτέλεσμα, το νέο του βιβλίο «Η δεσμοφύλακας» (εκδ. Πατάκη), που έχει κατακτήσει κοινό και κριτικούς. Ο βραβευμένος συγγραφέας μιλάει στην «Π» για τη «γέννηση» της νουβέλας του, την τεχνική της γραφής, τη δύναμη της επινόησης μιας εναλλακτικής πραγματικότητας.
ΦΩΤ.: ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΖΑΒΟΣ
-Ηταν βαθιά ανάγκη, ήταν οφειλή, ήταν κάτι άλλο αυτή η κατάδυση στη σχέση σας με τη μητέρα σας, που παρακίνησε το χέρι σας να την κάνει βιβλίο;
Προφανώς ήταν μια βαθύτερη ανάγκη να συνομιλήσω μαζί της για το κοινό μας παρελθόν και το δύσκολο παρόν της ασθένειας, από την οποία ταλαιπωρήθηκε τα τελευταία πέντε χρόνια, αλλά δεν υπήρχε η πρόθεση όλο «αυτό» να γίνει ένα βιβλίο. Η αρχική πρόθεση παραμένει η απλή καταγραφή των αναγκών της, η αποτύπωση της περιπέτειάς της και οι δυσκολίες μου ως φροντιστής της. Η ιδέα του βιβλίου γεννήθηκε αργότερα. Κάθε ιστορία όμως όταν γίνεται λογοτεχνία, φεύγει από εμάς, γίνεται κάτι άλλο, ανήκει πια σε κάθε μητέρα και σε κάθε γιο.
-«Η Δεσμοφύλακας». Κυριολεκτική και μεταφορική η έννοια του τίτλου σας. Σπάζοντας τα «δεσμά» μέσα από το γράψιμο, ανακαλύψατε πράγματα για τη μητέρα σας που δεν γνωρίζατε;
Δεν ξέρω αν με το γράψιμο «σπάζεις δεσμά», μπορεί και να δημιουργείς καινούργια. Γενικά μιλώντας, νομίζω ότι οι περισσότεροι δεν ξέρουμε πραγματικά αυτούς που έχουμε δίπλα μας, πολύ δε περισσότερο τους γονείς μας. Υπάρχουν εκατοντάδες άνθρωποι, που με αφορμή το βιβλίο μου, έχουν πλησιάσει διαφορετικά τον οικογενειακό τους περίγυρο και έχουν ανακαλύψει συγκλονιστικές λεπτομέρειες από τα παιδικά τους χρόνια. Για μένα το μεγαλύτερο πραγματολογικό ενδιαφέρον έχει το αρχείο της μητέρας μου που ανακάλυψα στο σπίτι της, με δεκάδες έγγραφα και φωτογραφίες από τις φυλακές στις οποίες υπηρέτησε.
-Η αφήγησή σας «πλέκει» παρελθόν -της μητέρας στην εργασία της (στις φυλακές Αβέρωφ και Κορυδαλλού) και τις δικές σας μνήμες- με το παρόν, όπου τη ζείτε καταβεβλημένη από το Αλτσχάιμερ έως τον θάνατό της. Πώς το διαχειριστήκατε συγγραφέας και γιος, πλάι-πλάι;
Το βιβλίο δεν το έχει γράψει ο γιος, αλλά ο συγγραφέας. Το πρωταρχικό υλικό, η πρώτη ύλη της νουβέλας αυτής, ήταν οι σημειώσεις μου για την ασθένεια, αυτές μετατράπηκαν βαθμιαία σε μια αφήγηση για το μόνο κομμάτι της μνήμης της που δεν είχε αλώσει ο κύριος Αλτσχάιμερ, την επαγγελματική της ιδιότητα ως σωφρονιστικής υπαλλήλου. Για παράδειγμα, ήταν εκπληκτικό το γεγονός ότι ενώ δεν θυμόταν στο τέλος το όνομά μου, θυμόταν τα ονόματα κρατουμένων με τους οποίους είχε συγχρωτισθεί.
-Πάντως καταφέρατε να κρατήσετε αποστάσεις από τη συναισθηματική φόρτιση. Πώς το πετύχατε;
Δεν κράτησα αποστάσεις όταν έγραφα, κράτησα αποστάσεις όταν πια άρχισα να επεξεργάζομαι το υλικό μου. Μια διαδικασία που κράτησε μήνες. Είπαμε και παλαιότερα: συγγραφέας δεν γίνεσαι γράφοντας, γίνεσαι σβήνοντας! Πετώντας οτιδήποτε περιττό, οτιδήποτε σε στρέφει από το δράμα στο μελόδραμα.
-Οταν γράφατε, φανταζόσασταν ότι το κοινό θα ταυτιζόταν τόσο έντονα με το βιβλίο σας;
Οχι, αλλά καταλαβαίνω τις αντιδράσεις του και τη χαρά του όταν συνομιλούμε στις παρουσιάσεις. Ολοι σχεδόν έχουν πια στην οικογένειά τους ένα συγγενικό πρόσωπο που πάσχει από άνοια ή Αλτσχάιμερ. Είναι φυσικό να τους συγκινεί αυτή η ανεξέλεγκτη κατάσταση που βιώνουν και να αντλούν παρηγοριά από τα ξένα παθήματα. Η λογοτεχνία δρούσε πάντοτε και ιαματικά.
-«Πόσο ήθελα τότε να είμαι κι εγώ στη φυλακή, να κάνουμε μια φορά μαζί Πρωτοχρονιά» γράφετε, ενώ αναφέρετε ότι η μητέρα σας δεν είχε στη βιβλιοθήκη της ούτε ένα βιβλίο σας.
Η μητέρα μου δεν διάβαζε τα βιβλία μου, δεν την ενδιέφεραν, αλλά αυτό δεν με πλήγωσε ποτέ. Το θεωρώ φυσιολογικό. Ανήκε σε μια γενιά (της Κατοχής) που είχε περάσει σκληρές εποχές και το πρώτο μέλημα αυτής της γενιάς των «πέτρινων χρόνων» ήταν η επιβίωση, όχι η μόρφωση ή η ψυχαγωγία. Η μητέρα μου ίσως τη θεωρούσε και «πολυτέλεια» αυτή την ενασχόληση μου με τα λογοτεχνικά. Ονειρευότανε να με δει μηχανικό ή γιατρό, όχι πεζογράφο! Λογικό μου φαίνεται.
– «Γράφω γιατί μ’ αρέσει να επινοώ» ομολογείτε. Πώς λειτουργεί το γράψιμο σε έναν δύστροπο, άσχημο κόσμο σαν τον σημερινό;
Με τη γραφή, τη μυθοπλασία ειδικότερα, δημιουργούμε συχνά ένα παράλληλο σύμπαν που για πολλούς συγγραφείς και αναγνώστες αυτό είναι το θολάμι τους, η ύστατη καταφυγή τους «όταν πυκνώνουν στον ορίζοντα τα μαύρα σύννεφα». Ομως η επινόηση μιας εναλλακτικής πραγματικότητας στην ουσία είναι ένας τρόπος να στέκεσαι στα πόδια σου, είναι ο τρόπος που βρίσκεις από παιδί να υπάρχεις μέσα στον κόσμο των ενηλίκων και πάνω σε αυτόν τον τρόπο -αν έχεις και το απαραίτητο ταλέντο- μπορείς να χτίσεις τη συγγραφική σου ταυτότητα.
Η «Πελοπόννησος» και το pelop.gr σε ανοιχτή γραμμή με τον Πολίτη
Η φωνή σου έχει δύναμη – στείλε παράπονα, καταγγελίες ή ιδέες για τη γειτονιά σου.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News