Ο ανεπανάληπτος και το ανεπανάληπτο
Ο διευθυντής σύνταξης της “Π” Κωνσταντίνος Μάγνης γράφει…
Σχεδόν όλες οι σημερινές εφημερίδες στις αναφορές τους για τον Τόλη Βοσκόπουλο είχαν τον προσδιορισμό «ανεπανάληπτος», από το ρεφρέν ενός από τα θρυλικά τραγούδια του. Ακόμα πιο ανεπανάληπτο, ωστόσο, φαίνεται πως ήταν η λατρεία του κόσμου προς το πρόσωπό του και τα τραγούδια. Μια σχέση που ίσως και να ξεπέρασε τις δυνάμεις του- δεν είναι διαχειρίσιμα αυτά, όσο ισχυρή προσωπικότητα και να είσαι- και να του αλλοτροίωσε τον χαρακτήρα, σπρώχνοντάς τον με τα χρόνια στην περιοχή της παραδοξότητας.
Όπως όλοι οι πανελληνίως λατρεμένοι τραγουδιστές, ο Βοσκόπουλος θήτευσε- και το απογείωσε- στο λαϊκό τραγούδι που συναντά την ευρεία μάζα ως ολότητα, συγκινώντας ταυτόχρονα κάθε μέλος της ξεχωριστά. Το τραγούδι του νιώθεις πως σου απευθύνεται, μιλά για τη δική σου περίπτωση, ακόμα και αν δεν έχεις καμία κοινότητα με τις ιστορίες που περιγράφει. Το μυστικό είναι ότι θα ήθελες να έχεις. Το μυστικό είναι ότι θέλεις να μπεις στην ιστορία σαν πρωταγωνιστής, να δονηθείς από τα αισθήματα και τα συναισθήματα των ηρώων. Να γίνεις κάποιος ή κάποια που αγαπά, αγαπήθηκε, προδόθηκε «μεγάλως», που έγραφε ο Καβάφης.
Τα τραγούδια του Βοσκόπουλου, στην ουσία, είναι ένα. Ο στίχος μιλάει για μεγάλους έρωτες, ναυαγισμένους, για την ανωτερότητα, το πάθος, την αξιοπρέπεια με την οποία μόνο μια αρχοντική ψυχή μπορεί να τους βιώσει και να τους προεκτείνει στη σφαίρα του λυρισμού και του παράπονου. Στο τραγούδι του Βοσκόπουλου δεν υπάρχουν πολιτικά ζητήματα ή αντιθέσεις, υπάρχει άνεση και δύναμη, ενώ η ατμόσφαιρά του είναι ελληνοπρεπώς καζανμπλανική: Ο απόλυτος άνδρας που μπορεί να προκαλέσει τον απόλυτο έρωτα θα βιώσει την απόλυτα θλίψη με απόλυτη γοητεία και υπερβατικότητα. Τα σχήματα αυτά είναι τόσο μεθυστικά, που προτιμάς τη συνθήκη αυτή από τη χαρά, την ικανοποίηση, την ανταπόκριση. Στο τραγούδι του Βοσκόπουλου, ενώ απευθύνεται στον μέσο ακροατή, στο όλον ακροατήριο, δεν χωρούν οι μέσες καταστάσεις. Ο ήρωάς τους, ας πούμε, δεν είναι ένας φοροτεχνικός με δύο παιδιά, που μάχεται να τα φέρει βόλτα και που χαρά του είναι μια σαββατιάκικη έξοδος. Ο ήρωας φοράει καμπαρντίνα, έχει σκούρο αυτοκίνητο, σβήνει τη γόπα αργά, και πίνει ουίσκι με παχιές γουλιές, είναι έμπειρος, ολιγόλογος και επιβλητικός, πολύ μεθυσμένος από αίσθημα για να μεθύσει από το οινόπνευμα. Εκείνος δίνει βαθμούς στο ποτό και όχι το ποτό σε εκείνον.
Το λαϊκό τραγούδι σταμάτησε μετά το ’70 να είναι το τραγούδι των συνοικιών, τη φτώχιας. Το όνειρο του παλιού τραγουδιού ήταν η ανέλιξη σε έναν κόσμο δίκαιο, γεμάτο χαρά, το όνειρο των επομένων δεκαετιών ήταν η προσωπική δικαίωση και η αίσθηση ατομικού μεγαλείου, με μια αδημονία που κόστισε. Η μαζικοποίηση του φαινομένου «λαός» επέδρασε και στο τραγούδι. Και αυτό θα μείνει ανεπανάληπτο, κάθε που θα ακούγεται τραγούδι του Βοσκόπουλου και του Πάριου, της Μαρινέλας και του Ρέμου, θα ανάβουν οι αναπτήρες, για να διαφημίσουμε την κοινότητά μας με τον στίχο, για να δείξουμε στον καλλιτέχνη της οικειότητά μας ή απλά για να δηλώσουμε την παρουσία μας, σαν αστράκι, σε έναν μαύρο κόσμο που δεν ξέρει να εκτιμά.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News