Ο Φίλος του Μουσείου

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Ανασταίνεις τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη να πιάσουν μια συζήτηση. Ποιο είναι το πραγματικό «Είναι» του ανθρώπου; Αυτό που φέρει εντός του ως συνείδηση, ως μνήμη και ως αίσθηση εαυτού, θα πεις. Σύμφωνοι, αλλά τι γίνεται με «αυτό» που θέλει κανείς να είναι. Το «Είναι» της επιδίωξης, του ονείρου, του οράματος, του απωθημένου ή της ιδεαλιστικής άποψης για τη ζωή; Πρόκειται για μια προέκταση του εαυτού μας που κατοικεί εντός μας, σε άλλους ως ρυμουλκό, σε άλλους ως δυνάστης, σε άλλους ως δονκιχωτικό αφήγημα, ή απλούστερα σαν ένας διαρκής έρωτας για το δέον, το καλύτερο, την εξέλιξη, την ευγένεια.

Εμπνευστήκαμε αυτή την κάπως μπελαλίδικη παράγραφο από το υπόδειγμα του Νίκου Δούρου, του Αρκάδα που πολιτογραφήθηκε ως Αχαιός, πέτυχε σαν επιχειρηματίας και κορύφωσε τη διαδρομή του ως εκδοχή πληθωρικού κοινωνικού παράγοντα. Μετά το στάδιο της ηλικιακής και προσωπικής ωρίμασης και στρίβοντας τη μεγάλη κούρμπα που οδηγεί τον άνθρωπο στη δύση του βίου, ο Νίκος Δούρος δεν αντιμετωπιζόταν πλέον ως ο Βιομήχανος, ο Επιχειρηματίας, ο Πρώην Πρόεδρος του Επιμελητηρίου, αλλά, με δύο λέξεις, ως Νίκος Δούρος. Καταφέρνοντας σε μεγάλο βαθμό να δώσει στην ταυτότητά του το περιεχόμενο που επέλεξε εκείνος. Δεν το καταφέρνουν πολλοί αυτό, θα συμφωνούσαν ίσως ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης, που ξόδεψαν πολλή φαιά ουσία για να συλλάβουν και να ορίσουν την έννοια του υποδειγματικού πολιτικού και κοινωνικού όντος, σε μια σύγκλιση όπου το ένα δεν ξεχωρίζει από το άλλο: Το κοινωνικό ον, είναι ταυτόχρονα και πολιτικό.

Ο Νίκος Δούρος αφοσιώθηκε στην επιχειρηματική επιτυχία, αλλά αυτή δεν του ήταν αρκετή. Εκδήλωσε μια αξιέπαινη και σε μεγάλο βαθμό χαριτωμένη- λόγω των ραφινάτων, σχεδόν παιχνιδιάρικων, τρόπων του- ροπή στην πνευματικότητα, την οποία υπηρέτησε κατ’ εξοχήν με την κινητοποίηση τοπικών δυνάμεων στην υποστήριξη και την ανάδειξη του νέου Μουσείου της Πάτρας. Παράλληλα εκδήλωσε μια τάση ευγενούς απεύθυνσης σε πρόσωπα του ευρύτερου κοινωνικού στερεώματος στα οποία αναγνώριζε αξία και μέγεθος, ανεξαρτήτως οικονομικής επιφάνειας. Αυτό υποδήλωνε την ανάγκη του να δει την υπόθεση της Πόλεως- με την αρχαία έννοια- να περνάει στα χέρια μιας σύγχρονης αριστοκρατίας. Όχι με την έννοια της καταγωγής, αλλά με την έννοια της αστικής αξιοπρέπειας και της παραγωγικής συλλογικότητας, ας πούμε κατά τα πρότυπα του 19ου αιώνα, όταν η πατραϊκή αστική τάξη χρηματοδοτούσε την ανέγερση του θεάτρου Απόλλων. Ο Νίκος Δούρος δεν ήταν αφελής και ήξερε τι μπορεί να περιμένει από τους ανθρώπους γύρω του, αλλά θεωρούσε πως μια περιστασιακή παρότρυνση και πρόσκληση να εστιάσουμε σε ωραίους κοινούς σκοπούς, κακό δεν θα έκανε.

Με απλούστερα λόγια ο Νίκος Δούρος υπήρξε ένας πολίτης με την πλήρη έννοια του όρου, εξοπλισμένος με σπάνια κοιτάσματα υψηλού ηθικού. Τώρα ο Πλάτωνας με τον Αριστοτέλη συζητούν πάνω στο ερώτημα εάν το ηθικό το διαθέτει κανείς ως εγγενή αρετή ή το αναπτύσσει επειδή η ευφυία του τον οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κατήφεια και η απαισιοδοξία σε προστατεύουν από μπελάδες αλλά σε παρακάνουν μίζερο. Αυτό προφανώς δεν θα το ήθελε η χάρις μέσα του. Αυτή κι αν ήταν ελληνική αρετή, ενδεχομένως και χριστιανική: Του ανθρώπου που χαίρεται για τη ζωή του, την αυγή του ήλιου, τα ταλέντα του, τον περίγυρό του και σε τραβάει από το χέρι για να χαρείς κι εσύ, το αίσθημα που σου ξυπνάει το Here’ goes the sun, των Μπιτλς.

Θυμωμένο δεν τον είδαμε ποτέ. Αλλά πρέπει να ήταν αρκετά εγωιστής για να μας επιτρέψει κάτι τέτοιο. Ούτε πρέπει και να πολυπίστευε στους καυγάδες, γιατί δεν βγάζεις τίποτα απολύτως από αυτούς, πέρα από την ησυχία σου. Αλλά ο Νίκος Δούρος ήταν αριστοτελικά κοινωνικός για να θέλει ησυχία.