Ο Νίκος Μπακουνάκης για την «Αχάια» του Κλάους -Δάφνες, μαυροδάφνες και δύο παπούτσια

Ενας ύμνος στον άνθρωπο και την εποχή του, αλλά και στο ίδιο το ηδονιστικό και βασανιστικό μαζί μεγαλείο της αρχειακής έρευνας

Μπακουνάκης

Ενα ζευγάρι παπούτσια, πρώτης ποιότητας, σε άριστη κατάσταση. Θα μπορούσε να είναι η αρχή και το τέλος της ιστορίας. Σίγουρα είναι η αρχή και το τέλος του ταξιδιού. Ο Γουσταύος Κλάους, ένας περιποιημένος ογδοντάρης αστός, επιστρέφει στην Πάτρα μέσω Τεργέστης έπειτα από μια δίμηνη παραμονή στο σπίτι της κόρης του Αμαλίας, στο Μόναχο. Επιβιβάζεται στο πλοίο ανυποψίαστος. Δεν θα επιστρέψει ζωντανός. Συγκλονισμένες, οι τοπικές αρχές θα εμφανιστούν σύσσωμες στο λιμάνι για να παραλάβουν τη σορό του. Οι τοπικές εφημερίδες θα αναγγείλουν το θλιβερό γεγονός που θορυβεί την τοπική κοινωνία: Οι θάνατοι έχουν χρηματιστηριακές διαστάσεις. Κηδεύεται ο μέγιστος ιδρυτής της ξακουστής «Αχαΐας», της οινοποιίας που κτίστηκε σαν ένα κάστρο στην περιοχή του Κλάους και εξελίχθηκε σαν ένας υποδειγματικός παραγωγικός ιστός που εξήγαγε οίνους και φήμη στα πέρατα της οικουμένης.

Η «Αχαΐα», που οι Αντωνόπουλοι ονόμασαν Αχάια Κλάους, ήταν ήδη ένα πρότυπο μονάδας με χαρακτηριστικά ανθρώπινης κυψέλης. Σπονδυλική της στήλη ο ιδρυτής, οι συνεργάτες του, Ελληνες και ξένοι, οι οικογένειές τους, οι προμηθευτές τους, οι εργάτες τους, οι φύλακες, μια κοινότητα θυγατρική της τοπικής κοινωνίας αλλά και αυτονομημένη στα περιχαρακωμένα της υψίπεδα που στεφανώνουν τα νότια περίχωρα των Πατρών, δίνοντας μια σφραγίδα βαυαρικού φέουδου σε μικρογραφία. Ενα πρότυπο δημιουργικού καπιταλισμού που έδωσε τεράστια ώθηση στην οικονομική και κοινωνική ζωή μιας πόλης νεοσύστατης, η οποία δομήθηκε πάνω σε έλη και χαλάσματα τα οποία κατάλειπε η οθωμανική κατοχή και η κατάρρευσή της.

Το εξώφυλλο του βιβλίου: Μια σπάνια φωτογραφία του προσωπικού της Αχάια, την οποία ο συγγραφέαας σχολιάζει εκτενώς, δίνοντας ζωή στους απεικονιζόμενους

Ο Νίκος Μπακουνάκης παρακολουθεί τη διαδρομή του Γουσταύου Κλάους από τα πρώτα χρόνια της ζωής του μέχρι το τελευταίο και μοιραίο του ταξίδι με το καράβι «Βαρώνος Μπεκ», στο οποίο επιβιβάστηκε αμέριμνος για να πληγεί από μια αιφνίδια, καταδικαστική συμφόρηση.

Το βιογραφικό αφήγημα «Γκούτλαντ- ο Γουσταύος Κλάους και η χώρα του κρασιού», ένας άθλος πρωτογενούς και δευτερογενούς έρευνας από τον ακούραστο και επίμονο πατρινό πανεπιστημιακό, συγγραφέα και χρονικογράφο, είναι ένας ύμνος στον άνθρωπο και την εποχή του, αλλά και στο ίδιο το ηδονιστικό και βασανιστικό μαζί μεγαλείο της αρχειακής έρευνας. Επίμονος και εξαντλητικός, μεθοδικός και απαιτητικός, ο Νίκος Μπακουνάκης εντοπίζει και συναρμολογεί κάθε στοιχείο, εύρημα, λεπτομέρεια που σχετίζεται με τον Κλάους, τις ρίζες του, τον κόσμο του και την εποχή του. Ληξιαρχεία και μπαούλα, επιστολές και δημοσιεύσεις, αρχεία και αφηγήματα, θα ξεσκονιστούν μέχρι κεραίας για να κεντηθεί το πορτρέτο του δημιουργού, του δημιουργήματος, των επιρροών και των επιδράσεών του και του ευρύτερου τοπικού, εθνικού και διεθνούς πλαισίου.

Ο Νίκος Μπακουνάκης μάς παραδίδει ένα έργο που προστίθεται στα εργαλεία που συμβάλλουν στην απόκτηση τοπικής αυτογνωσίας, στην οποία έχει ήδη ο ίδιος καταθέσει καταλυτική και πολύτιμη συνεισφορά με προγενέστερες μελέτες του. Θα διασκεδάσουμε με ιντριγκαδόρικες λεπτομέρειες:

Πώς τρύπωσε η μαυροδάφνη στο δισκοπότηρο της Θείας Κοινωνίας; Υπήρξε ποτέ κάποια Δάφνη στην οποία αφιέρωσε ο Κλάους το θρυλικό του δημιούργημα; Πώς έμαθαν οι Πατρινοί την πεσκανδρίτσα; Πώς ταξίδευαν ως την Αθήνα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα; Ποιος γόνος πανίσχυρης οικογένειας αλλοδαπών μεγαλοκαπιταλιστών της εποχής μαγείρεψε μια παραγωγική, δόλια χρεοκοπία;

Κυρίως όμως, η «Γκούτλαντ» μας επιτρέπει να δούμε καθαρότερα από όσο στο παρελθόν το μοντέλο της Πάτρας ως πολεοδομικού, οικονομικού και κοινωνικού συμπλέγματος που δομήθηκε πάνω σε δημιουργικές αποικιοκρατικές και μερικώς τυχοδιωκτικές πρακτικές της μετεπαναστατικής περιόδου. Ανασυνθέτει την Πάτρα μιας περιόδου την οποία η μεταγενέστερη κοινωνία έμαθε να αναπολεί μελαγχολικά, με όρους αυτολύπησης και μεμψιμοιρίας, νοσταλγώντας ένα παρελθόν που διαθλάται μέσα από μυθοποιητικές και στρεβλωτικές παραμορφώσεις. Ο ίδιος ο όρος «Γκούτλαντ» απηχεί όραμα και πόθο, αλήθεια και θρύλο, εξιδανικεύοντας ως χαμένο παρελθόν την ιδεολογία της ατομικής και συλλογικής προκοπής, η οποία φαίνεται να χαρακτήριζε την κοσμοθεωρία του Γουσταύου Κλάους. Σαν ακαμάτηδες κληρονόμοι του επικού παρελθόντος, ωστόσο, αντί να εμπνεόμαστε από την ιδέα ότι η Γκούτλαντ είναι μια δυνητική κατάσταση που εξαρτάται από τις πρωτοβουλίες σου και την εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων σου και των συγκυριών, αρκούμαστε στις ωραιοποιήσεις και τη μοιρολατρία, αναζητώντας μάλλον κάποιο άλλοθι παρά την επανάληψη της ιστορίας, όχι ως φάρσας, αλλά ως επόμενου γόνιμου κύκλου παραγωγικών επεισοδίων. Μοιραία, την «Γκούτλαντ» θα τη δούμε υλοποιημένη μάλλον ως ιστορική τηλε-σειρά, παρά ως νέο κεφάλαιο στην κοινή ζωή μας.

Ο Νίκος Μπακουνάκης, αριστερά, κατά την πρόσφατη βράβευσή του από την Ενωση Συτνατκών ΗΕΠΗΝ, με τον πρόεδρο της Ενωσης Κυριάκο Κορτέση.

Ο Νίκος Μπακουνάκης εξιστορεί με τέμπο και πάθος για το θέμα του, αλλά και χωρίς να υποκύπτει στους πειρασμούς της αυθαίρετης υπόταξης των ευρημάτων του σε προσωπικές ή συλλογικές προκαταλήψεις. Δεν διστάζει βέβαια να προτείνει εικασίες γύρω από τα κίνητρα, τις σκέψεις, την ηθική ύλη των πρωταγωνιστών της ιστορίας του, σε μια τίμια προσπάθεια να τους ζωντανέψει και να τους δώσει κίνηση στον ιστορικό και τον κοινωνικό χώρο. Στις σελίδες του κινούνται ο Κλάους και η Θωμαΐδα του, οι Μαλτέζοι επιτελείς Μάλλια, δεξιά χέρια της οικογένειας, η κόρη των Κλάους Αμαλία, οι επίγονοι που στρατολογήθηκαν στη Βέρμαχτ, οι πατρινοί κληρονόμοι, βασιλείς και πρωθυπουργοί, οι Βαυαροί και Βρετανοί κεφαλαιούχοι των Πατρών, οι μεταπράτες και οι αντιπρόσωποι, οι αρχές της πόλεως, οι Ιταλιάνοι μετανάστες, οι κατασκευαστές των βαρελιών, οι οινολόγοι, ηθοποιοί του Χόλιγουντ, οι εργάτες, οι φουστανελοφόροι επιστάτες, ο λήσταρχος Λύγκος και τα καρτέρια του.

Η ιστορία αρχίζει και τελειώνει με ένα ζευγάρι παπούτσια. Τα αγόρασε ο Κλάους για το ταξίδι του στο Μόναχο, επέστρεψαν μαζί του γυαλισμένα συνοδεύοντας τη σορό του, σε άριστη κατάσταση. Οταν ο Κλάους τα αγόραζε, προφανώς δεν υποπτευόταν ότι θα του χρησίμευαν ελάχιστα. Η ζωή μας δεν είναι μια προετοιμασία του τέλους της. Η ζωή μας αντιστέκεται καμαρωτά, δημιουργικά, επωφελώς και ανώφελα στη βεβαιότητα αυτού του τέλους. Είμαστε όμορφοι και κωμικοί, ισχυροί και αδύναμοι, αυτή η αντίφαση είναι το δράμα μας. Κάπου στο ανάμεσά της, εξαπλώνεται, ποτίζεται, θεριεύει και ξεραίνεται η Γκούτλαντ καθενός μας.