Οι ιαχές που χρωστάμε*

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Ένα πρωινό Τετάρτης ενός Απριλίου πριν σαράντα χρόνια ή εκεί κοντά, μια πεντάδα φίλοι κινήσαμε με ένα γαλάζιο αμάξι για το μεγάλο ντέρμπι της Λιβαδειάς σε μέρες όπου η Παναχαϊκή μας μαχόταν για την άνοδο. Τη φέραμε τη νίκη στα παγωμένα χέρια μας, μουσκεμένοι, κατάκοποι αλλά γελαστοί. Περάσαμε από βροχές, ομίχλη και χιόνι, γλιτώσαμε από ένα ντεραπάρισμα, και στο κανάλι του Ρίου μας περίμεναν τα κύματα.

Οδηγούσε ο ξανθός μας φιλαράκος, καθότι το αμάξι ήταν του πατέρα του και η Παναχαϊκή μας ήταν πρωτίστως η Παναχαϊκή του, η ομάδα όπου έπαιξε ο πατέρας του, ο Λάκης,το σωματείο που το γήπεδό του είχε φτιαχτεί στα χώματα που είχαν το όνομα του παππού του και του ίδιου. Τα θρυλικά Καλλισθενέικα, στα μέρη όπου ψήσαμε γουρουνόπουλα, κάναμε συναπαντήματα και πάρτι ξέφρενα πριν τα οικόπεδα γεννήσουν διαμερίσματα, και ο φιλαράκος μας σκαρώσει εκεί τη φωλιά του. Τότε πια η Ριάννα μας είχε γίνει Ριάννα του και οι δυο τους είχαν πλέον τη Μελίνα τους, που τις εγκατέλειπε μόνο κάθε δεύτερη Κυριακή, με ήλιους ή βροχές γιατί τον καλούσαν οι ιαχές της κερκίδας στην Παναχαϊκή του.

Τα χρόνια που πέρασαν συνεχίσαμε όλοι και όλες, μια παρέα, μια μεγάλη οικογένεια, μέσα από κύματα και χιόνια, μέσα από ομίχλες και μικροκατορθώματα, μέσα από βροχές και χαρές, μέσα από τραπεζώματα και παρελάσεις και πάντα με χαμόγελα και αστεία. Αλλά ήρθε ο καιρός για τα πρώτα δάκρυα. Κιτρίνισε ο καιρός, τα φύλλα τα φέρνει ο άνεμος μπροστά μας, και ξέρουμε πως θα έρθουν δάκρυα κι άλλα. Σηκώνει τους ώμους του ο Ντένης, όπως πάντα έκανε, ο στωικότερος των στωικών, με τη σοφία της χριστιανικότητας με την οποία μεγάλωσε τα παιδιά της, τον Ντένη, τη Νία, τον Σπύρο η αθόρυβη, πάντα παρούσα μάνα τους, η Γιώτα.

Σηκώνει τους ώμους του ο Ντένης και καβαλάει εκείνο το αιώνιο μηχανάκι του, μηχανάκι ο ίδιος της παρέας μια ζωή, ακούραστος φροντιστής της οικογένειας, των σωματείων, των συλλόγων, πολύτιμος, πρόθυμος, ακούραστος, προνοητικός, συντροφικός, συνεπής, ο άνθρωπος εγγύηση, για το σπίτι του, τη δουλειά του, τους φίλους του, τις κοινές μας δράσεις, ο ακατάπαυστος πολυτεχνίτης μέρμηγκας που δούλευε για να στήνουν οι τζίτζικες τη φιγούρα τους και τις σαπουνόφουσκές τους. Δεν επιδίωξε λεζάντες, αναρτήσεις και σπουδαιοφάνειες. Του αρκούσε ένα χαμόγελο, ένα λιτό ευχαριστώ, ένα κλείσιμο ματιού, να είναι μέλος της μεγάλης αγκαλιάς των φίλων, ευαίσθητος στα χωρατά, χωρατατζής και ο ίδιος με τις χαριτωμένες άκακες ρεβάνς που υπογράμμιζε με το χαρούμενο γελάκι του, το τρόπαιό του.

Ατυχος αλλά διδακτικός. Γενναίος και βαθύς στους απλούς αλλά θεμελιώδεις στοχασμούς της ζωής. Αξιοπρεπής και λεβέντης, σήκωσε τους σταυρούς που του επιφύλαξαν οι αστερισμοί με καθηλωτική καρτερικότητα. Κανένας πριν τόσο όσο ο Ντένης. Κουράστηκε ο κινητήρας του και έσβησε ήσυχα μέσα στη νύχτα, και τότε άστραψε μέσα στην πόλη ο θαυμασμός. Ας είμαστε όλοι χρήσιμοι στη ζωή μας και φωτεινοί στην έξοδό μας. Σηκώνει τους ώμους του ο Ντένης και αποχωρεί. Δεν είναι ομίχλη τώρα εκεί, δεν είναι βροχή, είναι η αγάπη των φίλων, το Ευχαριστώ που θα πρεπε να λέγαμε συχνότερα, είναι τα μάτια της Μελίνας, είναι ο χορός με το Ριαννάκι του, είναι οι ιαχές της Παναχαϊκής του.

*Επικήδειος αποχαιρετισμός για τον Καλλισθένη- Ντένη- Χρυσανθόπουλο