Πάει ο παλιός ο χρόνος

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

Μηδέν οκτώ, μηδέν οκτώ, εικοσιδύο, ένα μήνα και μια μέρα μετά το μηδέν επτά, μηδέν επτά, εικοσιδύο, ένα μήνα και μια μέρα πριν από το μηδέν εννιά, μηδέν εννιά, εικοσιδύο και ένα έτος ακριβώς πριν από το μηδέν οκτώ μηδέν οκτώ, εικοσιτρία.

Ο χρόνος μας βλέπει να περνάμε, όπως τα σύννεφα αυτών των ημερών, συννεφιάζει δώθε και βρέχει κείθε, αδύνατο να μαντέψεις που θα σκάσει το μπουρίνι που μαζεύουν οι αέρηδες, σαν να παίζει
μπάλα ο ουρανός και να πασάρει τα νεφελώματα κάτω από τα πόδια ενός αόρατου αντιπάλου, ενός αγαθού γίγαντα, από αυτούς που πλακώνονταν με τους τιτάνες, μέχρι που ακούστηκε η φωνή, τιτάνες, στα καμαρίνια σας, και οι μύθοι έκαναν τόπο στην πραγματικότητα.

Μηδέν οκτώ, μηδέν οκτώ, εικοσιδύο, είναι ο συνδυασμός που ανοίγει τη θυρίδα της μέρας σήμερα. Τα νέα μας. Εδώ σύμπαν, περιμένουν τον Διονύση Σιμόπουλο, παρατηρούσε μια ζωή γαλαξίες και αστέρια, ώσπου στο τέλος ο Δίας τον μεταμόρφωσε και
εκείνον σε αστέρι και τώρα θα πρέπει να περιμένεις νύχτα να τον δεις, μια πέτρα φωτεινή με καλοκάγαθο χαμόγελο, αυτό που είχε όταν συμφιλίωνε τους συντοπίτες του με τους νόμους του θεού, μάγος και ιερέας της φυλής του ταυτόχρονα, σεβάσμιος σοφός, σαν τους μάντεις που οι αρχαίοι τους ήθελαν τυφλούς, για να μη βλέπουν τίποτε πέρα από τα μελλούμενα, αλλά πάντως δεν ήτανε τυφλός ο Γαλιλαίος, ήταν μύθος, κανένα τηλεσκόπιο δεν τον τύφλωσε, ούτως ή άλλως τον ήλιο δεν πρέπει να κοιτάς, ιδίως όταν σε βλέπει εκείνος.

Στους γαλαξίες ψηλά έχει σιωπή. Οι ακτινοβολίες χορεύουν με μια δική τους μουσική, κάνουνε τα χορευτικά της τυχαιότητας. Μηδέν οκτώ, μηδέν οκτώ, κηδεύουν σήμερα τον Γιώργο Κουμπάτη, δεν ήταν μύθος, δεν ήταν θρύλος, ήταν μια γήινη μορφή, δύο μάτια αστραφτερά που έπαιζαν συνέχεια, και γύρω γύρω κόσμος και κοσμέτικς, συσκευασίες γυαλιστερές και ευωδίες μεθυστικές, γοητευτικές υποσχέσεις μεταμόρφωσης, σαν να ψωνίζεις ένα βοτάνι από της μάγισσας της Ζιβανσής τα χέρια, βάλε πέντε σταγόνες
από αυτό, και εκείνος σίγουρα θα σ’ αγαπήσει, στάξε και τούτο το χρωματιστό στα μάτια σου, και σκλάβο θα τον κάνεις, και έβαζες το άρωμα μετά και όλη σου η κάμαρα γινότανε παλάτι.

Ηταν τα χρόνια που αρχίσαμε να αγοράζουμε ομορφιά, όλα τα άλλα είχανε ρολάρει πιά, δημοκρατίες και δουλειές και αυτοκίνητα και εγκατάσταση στα ολόφρεσκα τεσσάρια μας, με έγχρωμη τηλεόραση και ιδιωτικές ειδήσεις, το μόνο που έμενε ήταν να γίνουμε, για
πάντα ωραίοι. Αλλά αθάνατοι, δεν το μπορέσαμε.

Ναι, οι αστροφυσικοί έχουν εξηγήσει ότι ο χρόνος στην ουσία δεν υπάρχει, δηλαδή αυτό το μηδέν οκτώ, μηδέν οκτώ, εικοσιδύο,
είναι μια σκέτη μούφα, δεν έχει καμία διαφορά με το μηδέν εννιά ή το μηδέν έξι, όλα είναι μηδέν- μηδέν, μια ισοπαλία μεταξύ αρχής και τέλους, αλλά επειδή οι ρυτίδες είναι πραγματικές και οι θάνατοι δεδομένοι (ιδού, τα αγγελτήρια, ιδού, οι κηδείες, οι επικήδειοι,
οι ταφές), αυτό θα πει πως δεν υπάρχουμε εμείς, κάτι πολύ παρήγορο αν χρωστάς, αλλά αυτή μας την ανυπαρξία θα πρέπει να τη ζήσουμε, να τη φχαριστηθούμε, να την αρωματίσουμε στου Κουμπάτη, στου Βαρνακιώτη, στου Χόντου, και ύστερα θα βάλουμε το σώμα μας να κάψει στους ήλιους και τις αγκαλιές, να δροσιστεί στα κύματα και στις ξανθιές τις μπύρες, και όταν ο μάντης ο τυφλός συλλάβει την εικόνα από το μέλλον μας, θα του σκεπάσουν τη φωνή τα ηχεία, θα του την πάρει ο αέρας, θα τη σουτάρει ο γίγαντας, κι η
μπάλα θα χαθεί ανάμεσα στα κυπαρίσσια, σε μια ησυχία συμπαντική όπου ο χρόνος δεν θα έχει καμία μα καμία σημασία.

Δεκαπέντε μέρες θα λείψουμε, δεν θα περάσουν, γιατί δεν υπάρχουν, το είπαμε αυτό, το ξεκαθαρίσαμε, και μη μας το χαλάσετε, άλλωστε και να γυρίσουμε εμείς, θα λείπετε εσείς. Θα μας λείψετε. Θα σας λείψουμε;

Όλες οι ειδήσεις άμεσα μέσα από το Google News. Κάντε κλικ εδώ και κάντε εγγραφή


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ