Παρασκευή και 13

Του Κωνσταντίνου Μάγνη, Διευθυντή Σύνταξης της εφημερίδας «Πελοπόννησος».

 

Για τους πολλούς, ο Θ. κρυβόταν. Το κρυφτό του ήταν επιτυχημένο και μακρύ. Αν δεν βγεις κάποια στιγμή, να κάνεις φτου φτου ξελεφτερία, το παιχνίδι χαλάει και η αφάνεια του παίκτη γίνεται εκνευριστική, ζαβολιάρικη και φοβιστική. Περνώντας οι ημέρες, το πράγμα βαθμιαία εκλήφθηκε σαν εξαφάνιση αστυνομικού ενδιαφέροντος, με πιθανότερη την εκδοχή ότι ο Θ. έκανε κάποιο κακό στον εαυτό του ή αφέθηκε ώστε να του κάνει το κακό η ίδια η αυτοεξόριση.

Αρχισαν οι έρευνες και οι δημόσιες εικασίες. Το κρυφτό μεταλλάχθηκε σε ανθρωποκυνηγητό καλών προθέσεων, τύπου Φως στο Τούνελ, με τους δημοσιογράφους και άλλους πολίτες να ηγούνται της εκστρατείας, που εξελίχθηκε νοερά ή πραγματικά σε μια μεγάλη γεωγραφική έκταση, όπως ο Στάνλεϊ όταν έψαχνε να βρει τον Λίβιγκστον, για να του πει «ντόκτορ Λίβιγκστουν, άι πρεζιούμ», δηλαδή, λογικά πρέπει να είστε ο Λίβιγκστον, εμ ποιος να είναι, ο μόνος λευκός ανάμεσα σε μαύρους.

Ολοι ήξεραν ότι ο Θ. εξαφάνισε τον εαυτό του εξαιτίας μιας δυσμορφίας που ήταν αποτέλεσμα ενός φρικτού ατυχήματος και που ενέπνευσε νεαρά άτομα να τον διαχειριστούν σαν αποσυνάγωγο μιαρό στοιχείο. Είναι μια πανάρχαια εθιμική συμπεριφορά που μετά από αιώνες μάθαμε πως λέγεται μπούλινγκ. Εμείς την ξέραμε σαν χαιρέκακη, μοχθηρή διαπόμπευση με στοιχεία προπηλακισμού που καλλιεργεί στο θύμα- στόχο μια στοίβα από αρνητικά συναισθήματα που μπορούν να εξελιχθούν σε σύμπλεγμα και σε πηγή παρατεταμένης ή και χρόνιας αγχώδους διαταραχής. Οι αμερικάνοι δεν τα πάνε καλά με τις περίπλοκες διατυπώσεις.

Το είπαν μπούλινγκ και συνεννοήθηκαν. Στην πιο επιτυχή του εκδοχή, το μπούλινγκ κάνει το θύμα να νιώθει ένοχο για την κατάστασή του: Φτάνει να θεωρεί ότι είναι δική του η ευθύνη για την πρόκληση του περίγυρου ή και να μισεί τον εαυτό του, την τύχη του, το γονίδιό του, τους γονείς του, για τις μειονεξίες του.

Αλλά και αν ακόμα πρόσωπα σαν τον Θ. έχουν τις νοητικές και συναισθηματικές δυνάμεις που τους επιτρέπουν να εισπράξουν τη διαπόμπευση και την επιθετικότητα σαν καθαρά άδικη και ανήθικη μεταχείριση, δεν θα βρουν εύκολα συμμάχους και στηρίγματα για να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους. Ο περίγυρος έχει κι άλλες δουλειές.

Η απομόνωση και η βάρβαρη στοχοποίηση του αδύνατου κρίκου μιας ανθρώπινης αλυσίδας είναι καρπός της ανάγκης του ισχυρότερου να επιβεβαιώσει μια κάποια υπεροπλία. Το ζούμε εύγλωττα στον στρατό, όπου οι νεοσύλλεκτοι περιμένουν με αγωνία την νεότερη σειρά, προκειμένου να αισθανθούν παλιότεροι και άρα ιεραρχικά και πρακτικά ανώτεροι. Είναι μια δίψα για εξουσία που πηγάζει από την κοινωνική μας φύση. Η εξουσία δεν αναζητείται τόσο ως μέσο χειραγώγησης και ικανοποίησης, αλλά σαν τεκμήριο ατομικής ασφάλειας.

Ο Θ. έγινε αποδιοπομπαίος, λόγω της παραμόρφωσής του. Ο άνθρωπος είναι ίσως το μόνο ον που νιώθει αποστροφή απέναντι σε μια φυσική αναπηρία και ανωμαλία, αλλά και απέναντι σε κάθε εικόνα που θυμίζει την πραγματική φύση της ζωής, πίσω από την εξωραϊστική κάλυψη του δέρματος, και την αισθητική ομοιομορφία. Ανεχόμαστε τη γύμνια ενός πλάσματος, αλλά όχι την εικόνα των οστέων του ή τη γύμνια των σπλάχνων του. Η αναίρεση της μέσης αισθητικής που επέρχεται μέσα από την σφοδρή αταξία μιας κραυγαλέας ασχήμιας, γίνεται δεκτή ως επίθεση, γιατί είναι μια σκληρή υπόμνηση τρωτότητας και θνητότητας. Η μέση αισθητική λειτουργεί ως παρηγορητική παραμυθία. Ο Ανθρωπος είναι Ωραίος. Ο άσχημος άνθρωπος είναι Άλλο. Ξουτ.

Ο Θ. είναι δύσμορφος και αδύναμος. Είναι μόνος γιατί είναι δύσμορφος, είναι αδύναμος γιατί είναι μόνος, είναι αδύναμος και μόνος γιατί είναι δύσμορφος. Στην ουσία είναι αδύναμος και μόνος γιατί η κοινωνία δεν αποδέχεται τη δυσμορφία, μαθαίνει ωστόσο ότι η ευθύνη είναι δική του, γιατί είναι και ο ίδιος εμβαπτισμένος στην κοινωνική κουλτούρα που τον διώκει. Απομονώνεται , ησυχάζει από εμάς, και εμείς από εκείνον, εντούτοις τον αναζητάμε γιατί η ανθρώπινη φύση περιλαμβάνει και τον διώκτη και τον Σαμαρείτη. Ματώνουμε από την έρευνα να τον εντοπίσουμε, και όταν αυτό συμβεί, ο άνθρωπος αιφνιδιάζεται γιατί δεν φαντάστηκε ότι τον αναζητούσε κανείς. Ζούσε ένα κρυφτό, στο οποίο μάνα ήταν ο ίδιος.

Κυκλοφορούσε τις νύχτες, και ξεψάχνιζε τα σκουπίδια για να βρει τροφή. Εχοντας ξεμάθει ότι δικαιούτο κάτι καλύτερο από αυτό, διαβίωνε ήρεμος και μοναχικός, και τώρα που τον ξαναβρήκε ο πολιτισμός θα αρχίσει και πάλι να ζει μια κανονική ζωή, ανάμεσα στους ανθρώπους. Παρασκευή και 13. Το επόμενο μέρος, όπου δολοφόνος δεν είναι ο δύσμορφος Τζόναθαν, αλλά θύμα και δολοφόνοι όλοι οι άλλοι. Εσύ λοιπόν είσαι ο Λίβιγκστον, πουλάκι μου.

Όλες οι ειδήσεις άμεσα μέσα από το Google News. Κάντε κλικ εδώ και κάντε εγγραφή

Άμεση ενημέρωση με όλες τις ειδήσεις τώρα και μέσω WhatsApp - Δες εδω


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ