Πώς γίνεσαι εφοπλιστής

Ο διευθυντής σύνταξης της “Π” Κωνσταντίνος Μάγνης γράφει…

Εχει υπάρξει γνωστός του Ωνάση. Δεν κάνει δουλειές με πετρέλαια, άλλωστε έχει πέσει η συγκεκριμένη μπίζνα, κάτι ο κορονοϊός, κάτι η κάμψη των τιμών, κάτι η πράσινη ανάπτυξη και οι εναλλακτικές πηγές και τα ρέστα, κάτι η στροφή των κεφαλαιούχων στο διάστημα, όλα αυτά που μας έσπρωξαν όλους να επενδύσουμε σε άλλες κατευθύνσεις. Ο συγκεκριμένος άνδρας διατηρεί ταβέρνα σε επτανησιώτικη παραλία. Κάθε που κόβει λίγο η ζήτηση στην κουζίνα, στην οποία είναι πάνω καταπάνω από το πρωί ώσπου να νυχτώσει, βγαίνει να πάρει λίγο αέρα, με τη μάσκα του μισοβαλμένη, σαν καλύπτρα στόματος, αντίθετα με τους πειρατές που κάλυπταν τραυματισμένους οφθαλμούς, συνοδευόμενοι από έναν παπαγάλο ώμου. Ο ήρωάς μας θα σταμπάρει μια παρέα και θα αρχίσει να την τριγυρίζει όπως οι ινδιάνοι το καραβάνι, με τη διαφορά ότι αυτός δεν έχει άλλους ινδιάνους και περικυκλώνει την παρέα μόνος του, για να τσιμπήσει κάποια φράση από τον αέρα, να τη σχολιάσει, να πιάσει κουβέντα και να ανακοινώσει με λιτό, ταπεινό ύφος ότι ο Ωνάσης έχει υπάρξει γνωστός του. Η παρέα ασφαλώς και θα τον πιστέψει γιατί δεν έχει κάτι καλύτερο να κάνει, και ο άνδρας θα πάρει φόρα, έχει γνωρίσει τον Ωνάση, έχει γνωρίσει τη Χριστίνα, θα πετάξει και το όνομα της Τζάκι, θα ρίξει κι ένα Κένεντι, κάπως στο λοξό, μάλλον με τη Τζάκι δεν έχει σχετιστεί και πιθανότατα δεν έχει δει κανέναν Κένεντι μπροστά του: Να κάτι κοινό με την παρέα. Ούτε η παρέα έχει δει κάποιον Κένεντι, τέλος πάντων όχι κάποιον από τους πολύ γνωστούς. Αλλά λέγαμε για τον Ωνάση, τέλος πάντων, βεβαίως και τον έχει γνωρίσει, περνούσε από την ακτή, μιλούσε στον κόσμο, ήταν ανοιχτός, εντάξει τύπος, γενναιόδωρος. Η Χριστίνα είχε έναν άντρα ψηλό ή κάτι τέτοιο. Τον Ρουσέλ εννοεί ή εκείνον τον αναβάτη, χατζηαβάτη, έχει περάσει ο καιρός και μας διαφεύγουν πλέον τα επώνυμα των παλιών γνωστών. Αλλά ήδη ο Ανθρωπος Που Εχει Γνωρίσει Τον Ωνάση έχει ψηλώσει καμιά εικοσαριά πόντους, χάρη στο τακούνι της υπερηφάνειας και του χαριτωμένου κομπασμού. Τον φαντάζεσαι χρόνια και χρόνια να βγαίνει από την κουζινίτσα του, ιδρωμένος, σκασμένος, και να ψαρεύει παρέες, όπως οι ληστές της Κακιάς Σκάλας παραμονεύανε περαστικούς σαν τον Θησέα, αλλά αυτός είναι αβλαβής, δεν σου κόβει πόδια που περισσεύουν, ούτε σε δένει σε κλαδιά έτσι που η αντίρροπη κίνησή τους σε σκίζει στα δύο, το μόνο που κάνει είναι να λέει «ο Ωνάσης; Εμένα θα μου πεις;» και θα συνεχίσει να γυρίσει γύρω από τις συντροφιές σαν μοναχικός περικυκλωτής. Είναι αρκετά έξυπνος για να ξέρει ότι δεν έχει γνωρίσει παραπάνω Ωνάση από όσον ήθελε ο Ωνάσης να γνωρίσει, αλλά σε όλους μας συμβαίνει αυτό, πιάνουμε τον εαυτό μας σε μια παρέα να λέει για τον τάδε καλλιτέχνη, τηλεπερσόνα, ποδοσφαιριστή πως τον έχουμε γνωρίσει, γιατί βαυκαλιζόμαστε πως αν πιεις μαζί του δυο ποτά της προσκολλήσεως ένα βράδυ, τούτο σημαίνει γνωριμία. Αλλά και πάλι, πόσους από τους κοινούς θνητούς γνωστούς μας έχουμε γνωρίσει επαρκώς και σε βάθος μεγαλύτερο από όσο οι ίδιοι μας επιτρέπουν να φτάσει το ψυχοτρύπανό μας; Συνεπώς, ναι, μάλιστα, βεβαίως, ο άνθρωπος έχει γνωρίσει τον Ωνάση και του αρκεί αυτό το τρίλεπτο της προσοχής των εφήμερων παρεών, αυτός ο προβολέας μιας βολής και μιας χρήσης, για να αισθανθεί πως ανεβαίνει στη σκηνή, φωταγωγείται, χειροκροτείται, υποκλίνεται και αποχωρεί.

Αλλά δεν αποχωρεί.

Θα πιάσει κουβέντα για τις πυρκαγιές. Εχει πεποίθηση ότι «μας καίνε». Ποιοι, δεν θα αποκαλύψει. Σε κοιτάει στα μάτια, σαν να λέει, μην προσποιείσαι ότι δεν ξέρεις. Το βλέμμα του λάμπει, κάτι επειδή κατέχει τη λύση του μυστηρίου, κάτι επειδή κέρδισε μια απατηλή δόση προσοχής, αποχωρεί για λίγο, αλλά θα πάρει το αυτί του τη συνέχεια του δελτίου ειδήσεων. Καίγεται και η Αλβανία, λέει. Και σε κοιτάει μπερδεμένος τώρα: Πώς γίνεται να καίνε και την Αλβανία; Δεν μπορεί οι ίδιοι που καίνε εμάς, να καίνε και την Αλβανία. Δεν εκφράζει την απορία, δεν θα επιτρέψει στον εαυτό του μια παραδοχή αμηχανίας. Τώρα αποχωρεί οριστικά, χάνεται στα βάθη της κουζίνας του, θα ασχοληθεί με κουτσομούρες και μελιτζανοσαλάτες και θα στερήσει από την παρέα την άλλη μισή συζήτηση. Δεν μπορεί ο Ωνάσης να μην του είχε αποκαλύψει τι του είχε αποκαλύψει η Τζάκι. Ηταν μία η σφαίρα ή δύο; Ηταν μόνος ο Οσβαλντ ή είχε συνεργό; Είχε δίκιο η επιτροπή Γουόρεν ή όχι; Το γεύμα τελειώνει και μια ιστορική ευκαιρία για Αλήθεια έχει χαθεί κάτω από ατμούς κατσαρόλας και οσμές υγραερίου. Εστω. Η παρέα νόμισε πως γνώρισε κάποιον που νόμισε πως είχε γνωρίσει τον Ωνάση, καθώς τον έβγαλε το πέλαγος, καθώς είχε φύγει με ένα καρυδότσουφλο που του έφτιαξε ο μπαμπάς της Ναυσικάς. Να πως γίνεσαι εφοπλιστής σε ένα πρωινό μέσα.

Όλες οι ειδήσεις άμεσα μέσα από το Google News. Κάντε κλικ εδώ και κάντε εγγραφή

Άμεση ενημέρωση με όλες τις ειδήσεις τώρα και μέσω WhatsApp - Δες εδω


ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ