Πώς οδηγηθήκαμε στο 1821 – Η τουρκοκρατία στην Αχαΐα

Η κήρυξη της Επανάστασης του ’21 στηρίχτηκε στο πάθος των Ελλήνων, παρά σε οργανωμένη προσπάθεια ή στην ύπαρξη Στρατού, εφοδίων, συμμάχων. Και εντούτοις πολλές φορές κατά το παρελθόν είχαμε διάφορα γεγονότα. Τα σχεδόν 400 χρόνια, από το 1458 που κατακτήθηκε η Πάτρα από τους Οθωμανούς, έως το 1821, δεν ήταν χρόνια ανέφελα.

Κι έχει σημασία να δούμε το πως ξεκίνησε ο αγώνας του απλού λαού απέναντι στην πανίσχυρη αυτοκρατορία της Πύλης και πως φτάσαμε στη σύσταση του Ελληνικού κράτους.

 

Ο ΡΟΛΟΣ
Η Πάτρα έπαιξε κρίσιμο ρόλο στην Ελληνική Επανάσταση του 1821 εναντίον των Οθωμανών (1821-29), ενώ ήταν η πρώτη επαναστατική εστία. Την εποχή εκείνη η Πάτρα ήταν η μεγαλύτερη και πιο ευημερούσα πόλη της Πελοποννήσου. Μια ευρεία πλειοψηφία 2/3 από τις 18.000 του πληθυσμού της πόλης ήταν Έλληνες και ένας μικρός αριθμός από αυτούς καταπιανόταν με το εμπόριο, αποτελώντας τους προδρόμους της αστικής τάξης. Επιπλέον εξαιτίας της οικονομικής σημασίας της πόλης, ορισμένοι πλούσιοι Πατρινοί έμποροι είχαν οριστεί πρόξενοι των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών κρατών. Ο πρόξενος της Ρωσίας Βλασσόπουλος ήταν επίσης μέλος της Φιλικής Εταιρίας.

Η ατμόσφαιρα στην Πάτρα ήταν εκρηκτική ήδη από τα μέσα Φεβρουαρίου του 1821 όταν οι Πατρινοί αρνήθηκαν να καταβάλουν έκτακτες εισφορές για τον εξοπλισμό και τα πολεμοφόδια του Οθωμανικού στρατού που πολεμούσε εναντίον του Αλή Πασά. Την ίδια περίοδο μέλη της Φιλικής Εταιρίας προετοίμαζαν το έδαφος για την επανάσταση στην Πάτρα, συγκεντρώνοντας πυρομαχικά, χρήματα και εξοπλισμό για τον αγώνα τους. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος κρυβόταν στην Πάτρα και ο Μακρυγιάννης έφτασε εκεί με σκοπό να φέρει σε επαφή τους ηγέτες των επερχόμενων εξεγέρσεων και να συντονίσει την επαναστατική προσπάθεια. Οι Τούρκοι, που αντιμετώπισαν αυτές τις κινήσεις με καχυποψία μετέφεραν τα υπάρχοντά τους στο φρούριο στις 28 Φεβρουαρίου και τις οικογένειές τους στις 18 Μαρτίου και οχυρώθηκαν εκεί. Στις 23 Μαρτίου οι Τούρκοι εκτόξευσαν επιθέσεις εναντίον της πόλης και προσπάθησαν να βάλουν φωτιά σε συγκεκριμένα σπίτια, πράγμα που είχε ως συνέπεια την καταστροφή ορισμένων συνοικιών, ενώ οι επαναστάτες με αρχηγό τον αγωνιστή Καρατζά αντεπιτέθηκαν και έκλεισαν τους Τούρκους στο κάστρο.

Ο Μακρυγιάννης αναφέρεται στα γεγονότα αυτά στα απομνημονεύματά του: «Σε δυο ημέρες χτύπησε ντουφέκι ’στην Πάτρα. Οι Tούρκοι κάμαν κατά το κάστρο και οι Ρωμαίγοι την θάλασσα».

Την 25η Μαρτίου οι επαναστάτες κήρυξαν την Επανάσταση στην πλατεία Αγίου Γεωργίου της Πάτρας. Επομένως η επίσημη έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης θεωρείται ότι έγινε στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου στην Πάτρα στις 25 Μαρτίου 1821. Ο ορθόδοξος μητροπολίτης και μέλος της Φιλικής Εταιρίας Παλαιών Πατρών Γερμανός Γ΄, που απουσίαζε από την Πάτρα, επέστρεψε στην πόλη και ευλόγησε τον αγώνα. Την επόμενη μέρα οι ηγέτες της επανάστασης στην Αχαΐα έστειλαν στις ξένες δυνάμεις ένα έγγραφο που εξηγούσε τους λόγους της Επανάστασης. Όμως μια τουρκική δύναμη 300 στρατιωτών, κυρίως ιππικό, με διοικητή τον Γιουσούφ Πασά, που κατευθυνόταν από τα Ιωάννινα στην Εύβοια, άλλαξε πορεία και αποβιβάστηκε στην Πάτρα στις 3 Απριλίου. Οι ενισχύσεις συνέδραμαν τους Τούρκους του κάστρου, λεηλάτησαν και κατέστρεψαν την πόλη. Οι πρόξενοι των ξένων δυνάμεων που ήταν ευμενείς προς τους εξεγερμένους, ιδίως αυτοί της Σουηδίας, Πρωσίας και Ρωσίας και ο Γάλλος πρόξενος Πουκεβίλ, που είχαν προσφέρει καταφύγιο στους επαναστάτες εγκατέλειψαν την πόλη. Ο Αγγλος πρόξενος Green που τήρησε ουδέτερη στάση αρνούμενος να δεχτεί Έλληνες στο προξενείο του και ο Γάλλος πρόξενος Πουκεβίλ στις αφηγήσεις τους περιγράφουν τα γεγονότα και την έκταση της καταστροφής ως τρομακτική. Το άτακτο και άοπλο επαναστατημένο πλήθος δεν μπορούσε να προτάξει σοβαρή αντίσταση. Μια πιθανή εξαίρεση ήταν ο Καρατζάς, ένας ντόπιος τσαγκάρης ο οποίος με τους άντρες του απέτρεψε τουρκικές επιθέσεις στα γύρω χωριά. Τελικά οι Τούρκοι οχυρωμένοι στο φρούριο κράτησαν ως το 1828.

Η Πάτρα απελευθερώθηκε στις 7 Οκτωβρίου 1828 από το γαλλικό εκστρατευτικό σώμα στην Πελοπόννησο με διοικητή τον στρατηγό Μαιζών. Το 1829 ο τότε κυβερνήτης της Ελλάδας, Ιωάννης Καποδίστριας υιοθέτησε ένα πολύ φιλόδοξο πολεοδομικό σχέδιο –για την πόλη που ήταν ακόμα σε ερείπια- το οποίο συνέταξε ο μηχανικός του γαλλικού στρατού Σταμάτης Βούλγαρης. Το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα και τότε μόνο ύστερα από μεγάλες προσαρμογές ώστε να ανταποκρίνεται στα συμφέροντα των ισχυρών κτηματιών. Η Πάτρα αναπτύχθηκε ως το δεύτερο μεγαλύτερο αστικό κέντρο της Ελλάδας μετά την Αθήνα στα τέλη του 19ου αιώνα.

400 XΡΟΝΙΑ ΣΚΛΑΒΙΑΣ

Σφαγές και γενικά καταστροφή της Πάτρας είχαμε κατά την τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας, σε μια από τις αποτυχημένες επαναστάσεις των Ελλήνων, στα Ορλοφικά.

Επί βασιλείας στη Ρωσία του Τσάρου Μεγάλου Πέτρου Α΄, άρχισε να καθίσταται η ανάγκη δημιουργίας στόλου και η έξοδος της χώρας στη Μαύρη θάλασσα και στη συνέχεια στη Μεσόγειο όπως αυτό διαφάνηκε στη περίφημη Συνθήκη του Κάρλοβιτς, που αποτέλεσε σταθμό στα δρώμενα της Μεσογείου και ιδιαίτερα στο Αιγαίο.

Το σχέδιο για την επέμβαση των ρωσικών ναυτικών δυνάμεων στην Ελλάδα υπέβαλαν στη φιλόδοξη αυτοκράτειρα της Ρωσίας Αικατερίνη Β’ οι ευνοούμενοι και συνεργάτες της, αδελφοί Γκριγκόρι, Αλεξέι και Φιοντόρ Ορλώφ από τους οποίους ονομάσθηκε και το κίνημα.

Όταν εξερράγη ο ρωσοτουρκικός πόλεμος στις 30 Σεπτεμβρίου 1768, η Αικατερίνη Β’ επεχείρησε να εξεγείρει τους χριστιανούς των Βαλκανίων δίνοντας στον πόλεμο το χαρακτήρα σταυροφορίας κατά του ισλαμισμού. Οι Έλληνες νόμισαν ότι πλησίαζε το τέλος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και η ανασύσταση της Βυζαντινής. Περισσότερο ενθουσιώδεις ήταν οι Έλληνες κληρικοί, ανώτεροι και κατώτεροι, οι οποίοι βοήθησαν το έργο των Ρώσων πρακτόρων.

Ο Αλεξέι Ορλώφ και οι συνεργάτες τους δεν μπορούσαν όμως να επιστρέψουν στη Ρωσία χωρίς κάποια εντυπωσιακή νίκη. Άρχισαν λοιπόν τη συστηματική καταδίωξη του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο, η οποία κατέληξε στη μεγάλη νικηφόρο για τους Ρώσους ναυμαχία του Τσεσμέ (4 Ιουλίου 1770), μεταξύ Χίου και μικρασιατικών παράλιων, η οποία αποτέλεσε μία από τις σοβαρότερες ναυτικές καταστροφές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ωστόσο, οι Ορλώφ δεν κατόρθωσαν να περάσουν τα Δαρδανέλια, όπου στο μεταξύ ο βαρόνος Ντε Τοτ και οι Γάλλοι σύμμαχοι των Τούρκων είχαν οργανώσει την άμυνα και είχαν κατασκευάσει ισχυρά οχυρωματικά έργα. Κατόπιν τούτου εγκαταστάθηκαν στο λιμάνι της Νάουσας στην Πάρο, όπου έμειναν άπρακτοι έως την υπογραφή της συνθήκης Κιουτσούκ – Καϊναρτζή (1774), η οποία αποκαθιστούσε την ειρήνη στο Αιγαίο.

Αμέσως μετά την αποχώρηση των Ρώσων, μέλη της οθωμανικής κυβέρνησης (Διβάνι) πρότειναν την γενική σφαγή των Ελλήνων, αδιακρίτως φύλου και ηλικίας. Όλοι συμφώνησαν εκτός από τον αρχιναύαρχο Χασάν Τζεζαϊρλή, ο οποίος κατόρθωσε τελικά να επιβάλει την άποψή του με το ακαταμάχητο επιχείρημα «Εάν φονευθώσιν όλοι οι Έλληνες, ποίος θα πληρώνη το χαράτσι;»

Το Οθωμανικό Δίκαιο

Όσο κι αν ο Σουλτάνος πρόσφερε στους «υπηκόους» του μια «ιδέα» κράτους, εντούτοις τα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν έμειναν στην ιστορία ως περίοδος όπου ευημερούσε ο θεσμός της δικαιοσύνης. Τουναντίον.

Στα χρόνια της τουρκοκρατίας ο τομέας στον οποίο δεν επιτρεπόταν με κανέναν τρόπο να ακολουθηθούν άλλες ρυθμίσεις από αυτές του κυρίαρχου Κράτους, ήταν αυτός του ποινικού Δικαίου.

Το Ποινικό (ή εγκληματικό) Δίκαιο δεν αφορούσε μόνο τις σχέσεις των πολιτών μεταξύ τους, τις συμφωνίες και τις αντιγνωμίες τους, αλλά και το σεβασμό στο Κράτος, σύμφωνα με όσα αναφέρει στην μελέτη του «Η Δίκη Χοντρογιάννη», ο Μπάμπης Καββαδίας.

Επίσης οι βαριές ποινές που προέβλεπε δεν μπορούσαν να επιβάλλονται και να εκτελούνται από άλλους πέρα από τους επίσημους φορείς του Κράτους. Οποιαδήποτε προσπάθεια των τοπικών κοινοτήτων να υποκαταστήσουν την κεντρική Οθωμανική εξουσία στην επιβολή ποινών όπως η θανατική ή η φυλάκιση θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως ευθεία αμφισβήτηση της.

Στην περίπτωση που ο δράστης της ανθρωποκτονίας δεν είχε περιουσία η αυτή δεν ήταν επαρκής, την αποζημίωση του παθόντος έπρεπε να την καταβάλουν οι συγγενείς του εγκληματία ή, αν δεν είχε συγγενείς, οι κάτοικοι της ίδιας συνοικίας η του χωριού, γιατί όλοι αυτοί ήταν συλλογικά υποχρεωμένοι για την καταβολή της αποζημιώσεως.  Για την καταβολή του θεωρούσαν υπόχρεους, σύμφωνα με τις αρχές της συλλογικής ευθύνης που είχε κληροδοτηθή από τους Βυζαντινούς, και τους κατοίκους της περιφέρειας όπου είχε τελεσθή η ανθρωποκτονία.

Οι εθιμικές ποινικές διατάξεις, με τις οποίες οι υπόδουλοι αντιμετώπισαν τις αξιόποινες πράξεις στηρίζονται σε εθιμικούς κανόνες που δεν παρουσιάζουν καμιά σχέση ή ομοιότητα με το δίκαιο του κατακτητή ούτε όμως και με το βυζαντινό δίκαιο.