Σαν σήμερα 28 Ιανουαρίου 1961 ανακαλύφθηκε το ανάκτορο της Βεργίνας – Οι ανασκαφές υπό τον αρχαιολόγο Μανόλη Ανδρόνικο
Σαν σήμερα 28 Ιανουαρίου του 1961, ήρθε στο φως το ανάκτορο της Βεργίνας. Το ανάκτορο των Αιγών είναι όχι μόνον το μεγαλύτερο, αλλά μαζί με τον Παρθενώνα και το σημαντικότερο κτήριο της κλασικής Ελλάδας!
Το ανάκτορο της Βεργίνας, έρχεται στο φως, σαν σήμερα στις 28 Ιανουαρίου του 1961, από τις ανασκαφές που διενήργησε το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης υπό τον διακεκριμένο Έλληνα αρχαιολόγο, Μανώλη Ανδρόνικο, και η οποία αποτέλεσε μία από τις σπουδαιότερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις.
Χτισμένο στα χρόνια του Φιλίππου Β΄ (359-336 π.Χ.), το ανάκτορο των Αιγών είναι όχι μόνον το μεγαλύτερο, αλλά μαζί με τον Παρθενώνα και το σημαντικότερο κτήριο της κλασικής Ελλάδας.
Χτισμένο στο άστυ των Αιγών, σε ένα υπερυψωμένο σημείο της πλαγιάς, το τεράστιο κτήριο –το μεγαλύτερο της κλασικής Ελλάδας, τριπλάσιο από τον Παρθενώνα -ήταν ορατό από ολόκληρη των λεκάνη της Μακεδονίας, τοπόσημο δύναμης και ομορφιάς. Κτήριο πρωτόφαντο, απολύτως επαναστατικό και πρωτοποριακό για την εποχή του, το ανάκτορο που ένας μεγαλοφυής αρχιτέκτονας -ίσως ο Πύθεος- γνωστός για την συμμετοχή του στην κατασκευή του Μαυσωλείου, αλλά και για την συνεισφορά του στην εξέλιξη της πολεοδομίας και της θεωρίας των αναλογιών- δημιούργησε για τον Φίλιππο στις Αιγές θα γίνει το αρχέτυπο όλων των «βασιλείων», δηλαδή των ανακτόρων της ελληνιστικής οικουμένης και όχι μόνον.
Τοιχοποιίες και αρχιτεκτονικά μέλη, επεξεργασμένα όλα με εκπληκτική ακρίβεια, καλυφθήκαν με άριστης ποιότητας μαρμαροκονίες με λεία και στιλπνή επιφάνεια που υποβάλει την εντύπωση μαρμάρου και ανακαλεί την περιγραφή του Βιτρούβιου για τα κονιάματα του παλατιού του Μαύσωλου που έλαμπαν σαν να ήταν από γυαλί.
Χιλιάδες κεραμίδια και ανάγλυφα ακροκέραμα εξαιρετικής ποιότητας, εκατοντάδες τετραγωνικά μέτρα μαρμαροθετήματα και ψηφιδωτά, μερικά από τα οποία είναι εξαίρετα έργα τέχνης, πανάκριβες χρωστικές, χαλκός και κάθε είδους πολυτελή υλικά επιστρατεύτηκαν για να δημιουργήσουν ένα σύνολο αντάξιο της φιλοδοξίας του ηγεμόνα.
Ωστόσο πέρα από την πολυτέλεια των υλικών, την εφευρετικότητα και την τελειότητα της εκτέλεσης, τα απροσδόκητα επιτεύγματα της τεχνολογίας που ανιχνεύονται σε όλα τα επίπεδα, το πιο συναρπαστικό στοιχείο του μοναδικού αυτού κτηρίου παραμένει η μεγαλοφυής αρχιτεκτονική σύλληψη του.
Το μεγάλο τετράγωνο περιστύλιο -χωρίς αμφιβολία η καρδιά του κτηρίου- μαζί με τους χώρους που το περιβάλλουν αρμονικά και από τις τέσσερις πλευρές του και το εντυπωσιακό πρόπυλο με τις στοές που το πλαισιώνουν, αρθρώνοντας την πρόσοψη, αποτελούν τα βασικά στοιχεία του πρωτοποριακού για την εποχή του αρχιτεκτονήματος.
Το Μουσείο και τα Εκθέματα. Μεγάλος αριθμός κτερισμάτων, που είναι έργα τέχνης ή έχουν αξία έργων τέχνης, ήρθε στο φως από τους τάφους, πολλά από τα οποία από χρυσό, όπως η περίφημη λάρνακα με τα αποτεφρωμένα απομεινάρια του Φιλίππου Β΄, που φέρει τον δεκαεξάκτινο ήλιο (ή αστέρι)-σύμβολο της μακεδονικής δυναστείας, η μικρότερη λάρνακα με το δωδεκάκτινο αστέρι και τα στεφάνια από φύλλα και καρπούς βαλανιδιάς.
Όλα τα ευρήματα βρίσκονται μέσα στο μουσείο, το οποίο εγκαινιάσθηκε το 1993 και το οποίο κατασκευάστηκε με τέτοιο τρόπο, ώστε να εγκιβωτίσει τα ταφικά κτίσματα προστατεύοντάς τα, να αναδεικνύει τα εκθέματα και να δείχνει την επανεπιχωματωμένη Τούμπα, όπως ήταν πριν από τις ανασκαφές. Μέσα υπάρχουν τέσσερεις τάφοι και ένα μικρό ιερό, το Ηρώον.
Όταν βρέθηκαν οι τάφοι των Φιλίππου Β΄ και Αλεξάνδρου Δ΄ και τα οστά του βασιλιά
Οι δύο σπουδαιότεροι τάφοι, του Φιλίππου Β΄ και του Αλεξάνδρου Δ΄, δεν ήταν συλημένοι και περιείχαν τους κύριους θησαυρούς του μουσείου. Ο τάφος του Φιλίππου Β΄ (Τάφος II), που χωριζόταν σε δύο θαλάμους (στον κύριο θάλαμο βρέθηκαν τα οστά του αποτεφρωμένου νεκρού βασιλιά και στον προθάλαμο τα οστά μιας αποτεφρωμένης νεκρής γυναίκας), περιείχε τα πολυτιμότερα ευρήματα.
Η δωρικού ρυθμού πρόσοψη του θολωτού ταφικού κτίσματος φέρει δύο ζωφόρους. Μια δωρική με τρίγλυφα και μετόπες και πάνω από αυτήν μια ιωνική με αρκετά μεγαλύτερο ύψος η ζωφόρος αυτή κοσμείται με μια τοιχογραφία που, παρά την κακή κατάσταση στην οποία αποκαλύφθηκε, θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική. Πρόκειται για μια ζωγραφική παράσταση με θέμα ένα ομαδικό κυνήγι και δηλώνει ίσως την αγαπημένη ασχολία του νεκρού που ετάφη εκεί.
Ο ελαφρώς μικρότερος Τάφος ΙΙΙ, που αποδίδεται στον Αλέξανδρο τον Δ΄ και στον κύριο θάλαμο του οποίου βρέθηκαν τα οστά του αποτεφρωμένου νεκρού εφήβου, απέδωσε επίσης σημαντικά ευρήματα, ενώ μια στενή ζωφόρος, που απεικόνιζε αρματοδρομία, στόλιζε τους τοίχους του Τάφου.
Ο λεγόμενος τάφος της Περσεφόνης, στους τοίχους του οποίου βρέθηκε μια θαυμάσια τοιχογραφία με θέμα την αρπαγή της Περσεφόνης από τον Άδη, και ο τέταρτος τάφος, που είχε μια εντυπωσιακή είσοδο με τέσσερεις δωρικούς κίονες και πιστεύεται ότι ανήκε στον βασιλιά Αντίγονο Β΄ Γονατά, βρέθηκαν άγρια συλημένοι και δεν απέδωσαν σημαντικά ευρήματα, αν και πρόκειται επίσης για μνημειώδη έργα της μακεδονικής ταφικής αρχιτεκτονικής.
Ποιος ήταν ο Μανόλης Ανδρόνικος
Ο Μανόλης Ανδρόνικος γεννήθηκε στην Προύσα στις 23 Οκτωβρίου 1919. Ο πατέρας του, Λεωνίδας, ήταν από τη Σάμο και η μητέρα του από την Ίμβρο. Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή η οικογένειά εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη.
Μπήκε στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης το 1936, όπου προσωπικότητες όπως αυτή του καθηγητή Κωνσταντίνου Ρωμαίου, του κίνησαν σε πρώτο στάδιο το αρχαιολογικό του ενδιαφέρον.
Ενώ ήταν φοιτητής, ο Ανδρόνικος εργάστηκε σαν βοηθός δίπλα στον Ρωμαίο στην ανασκαφή της Βεργίνας. Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του το 1941, διορίστηκε φιλόλογος σε γυμνάσιο του Διδυμότειχου.
Στη συνέχεια διέφυγε στη Μέση Ανατολή, κατατάχτηκε στον ελληνικό στρατό και πήρε μέρος σε πολεμικές επιχειρήσεις όπου υπηρέτησε ως λοχίας στο 8ό τάγμα της ΙΙ ταξιαρχίας η οποία εστάλη στην Τρίπολη της Κυρηναϊκής να φυλάει αιχμαλώτους.
Μετά τον πόλεμο εργάστηκε στη σχολή «Σχοινά» της Θεσσαλονίκης και το 1949 διορίστηκε επιμελητής αρχαιοτήτων στην εφορεία Κεντρικής Μακεδονίας. Το 1952 έγινε καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Το διάστημα 1954-1955 μετεκπαιδεύτηκε στην Οξφόρδη, δίπλα στον Σερ Τζον Μπίζλι (Sir John D. Beazley, 1954-1955). Το 1957 εξελέγη υφηγητής της Αρχαιολογίας (Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης) με τη διατριβή «Λακωνικά ανάγλυφα». Το 1961 εκλέχτηκε έκτακτος καθηγητής της Β΄ έδρας Αρχαιολογίας και το 1964 τακτικός καθηγητής στην ίδια έδρα.
Αγαπούσε ιδιαίτερα τις τέχνες και τα γράμματα. Διάβαζε πολύ και υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Συλλόγου «Η τέχνη». Αγαπούσε την ποίηση του Κωστή Παλαμά, Γιώργου Σεφέρη και τον Οδυσσέα Ελύτη. Σημαντική υπήρξε και η συμβολή του ως ιστορικού τέχνης.
Υπήρξε ισόβιος εταίρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών, τακτικός εταίρος της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου, της AICA (Διεθνής Ένωση Τεχνοκριτών), της «Τέχνης» της Θεσσαλονίκης, του «Explorer’s Club» της Νέας Υόρκης, επίτιμος εταίρος της Ισπανικής Εταιρείας Κλασικών Σπουδών Pastor και της Εταιρείας Ελληνικών Σπουδών του Λονδίνου.
Διετέλεσε πρόεδρος του Αρχαιολογικού Συμβουλίου (1964-1965), του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος (1974-1975) και αντιπρόεδρος του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.
Το 1980 η Ακαδημία Αθηνών τον εξέλεξε αντεπιστέλλον μέλος της και το 1982 τιμήθηκε με το βραβείο «Ολυμπία» του Ιδρύματος Ωνάση. Το 1992 του απονεμήθηκε ο Μεγαλόσταυρος του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος συνέβαλε πολλαπλώς στο έργο του ως πρωθυπουργός τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης.
Η ανασκαφή στη Βεργίνα
Ο Μανόλης Ανδρόνικος πραγματοποίησε πολλές ανασκαφικές έρευνες στη Βέροια, τη Νάουσα, το Κιλκίς, τη Χαλκιδική, τη Θεσσαλονίκη, αλλά το κύριο ανασκαφικό του έργο συγκεντρώθηκε στη Βεργίνα.
Η Βεργίνα ανεσκάφη πρώτη φορά υπό του L. Heuzey το 1961 και μεταξύ των ανασκαφών υπήρξε και το Ανάκτορο. Ανασκαφές στην περιοχή έγιναν και κατά την περίοδο 1937-1940, από τον Κ. Ρωμαίο, ενώ η ανασκαφική εμπλοκή του Μανόλη Ανδρονίκου ξεκίνησε το 1949, αρχικά έως το 1960, όπου ειδικά στο Ανάκτορα συνεργάσθηκε με τους Γ. Μπακαλάκη εκ μέρους του ΑΠΘ και Χ. Μακαρονά από πλευράς Εφορίας Αρχαιοτήτων.
Μέχρι το 1970, είχαν περατωθεί ουσιαστικά οι ανασκαφές στο Ανάκτορο, και αυτήν περίπου την εποχή ο N. Hammond υποστήριξε το ενδεχόμενο πως ανασκάπτονταν πιθανότατα οι Αρχαίες Αιγές. Με την μεταπολίτευση και συγκεκριμένα το 1976 ο Μανόλης Ανδρόνικος, άρχισε ν΄ ανασκάπτει την Μεγάλη Τούμπα.
Στις 8 Νοεμβρίου 1977, ο Μανόλης Ανδρόνικος έζησε την κορυφαία στιγμή της καριέρας του φέρνοντας στο φως ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά μνημεία, τον ασύλητο μακεδονικό τάφο ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας.
Μανόλης Ανδρόνικος: «Ποτέ δεν είχα φανταστεί τέτοια ασύλληπτη εικόνα»
Στο βιβλίο του «Το Χρονικό της Βεργίνας», ο Μανόλης Ανδρόνικος περιέγραψε την αγωνία πριν το άνοιγμα της σαρκοφάγου, το δέος που ένιωσε η ομάδα αφότου αντίκρισε τα οστά και το ολόχρυσο στεφάνι:
«Γύρω στις 12, τα μεσάνυχτα, πήρα το αυτοκίνητο και πήγα να βεβαιωθώ αν οι φύλακες ήταν στη θέση τους. Το ίδιο έγινε και στις 2 και στις 5 το πρωί. Οπωσδήποτε, συλλογιζόμουν, μέσα στη σαρκοφάγο πρέπει να κρύβεται μια ωραία έκπληξη.
Η μόνη δυσκολία που συναντήσαμε ήταν πως την ώρα που ανασηκώναμε το κάλυμμα, είδαμε καθαρά πια το περιεχόμενο και έπρεπε να μπορέσουμε να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας και να συνεχίσουμε τη δουλειά μας, μόλο που τα μάτια μας είχαν θαμπωθεί απ’ αυτό που βλέπαμε και η καρδιά μας πήγαινε να σπάσει από συγκίνηση.
Μέσα στη σαρκοφάγο υπήρχε μια ολόχρυση λάρνακα. Επάνω στο κάλυμμά της ένα επιβλητικό ανάγλυφο αστέρι με δεκάξι ακτίνες, και στο κέντρο του ένας ρόδακας. Με πολλή προσοχή και περισσότερη συγκίνηση ανασήκωσα το κάλυμμα με το αστέρι πιάνοντάς το από τις δυο γωνίες της μπροστινής πλευράς.
Όλοι μας περιμέναμε να δούμε μέσα σ’ αυτήν τα καμένα οστά του νεκρού. Όμως αυτό που αντικρίσαμε στο άνοιγμά της μας έκοψε για μιαν ακόμη φορά την ανάσα, θάμπωσε τα μάτια μας και μας πλημμύρισε δέος: πραγματικά μέσα στη λάρνακα υπήρχαν τα καμένα οστά. (…)
Αλλά το πιο απροσδόκητο θέαμα το έδινε ένα ολόχρυσο στεφάνι από φύλλα και καρπούς βελανιδιάς που ήταν διπλωμένο και τοποθετημένο πάνω στα οστά. Ποτέ δεν είχα φανταστεί τέτοια ασύλληπτη εικόνα. Μπορώ να φέρω στη συνείδησή μου ολοκάθαρα την αντίδραση που δοκίμασα καθώς έλεγα μέσα μου:
“Αν η υποψία που έχεις, πως ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο, είναι αληθινή -και η χρυσή λάρνακα ερχόταν να ενισχύσει την ορθότητα αυτής της υποψίας- κράτησες στα χέρια σου τη λάρνακα με τα οστά του. Είναι απίστευτη και φοβερή μια τέτοια σκέψη, που μοιάζει εντελώς εξωπραγματική”. Νομίζω πως δεν έχω δοκιμάσει ποτέ στη ζωή μου τέτοια αναστάτωση, ούτε και θα δοκιμάσω ποτέ άλλοτε».
«Ήμουν ευτυχισμένος βαθιά. Είχα, λοιπόν, βρει τον πρώτο ασύλητο μακεδονικό τάφο». Σε αυτές τις λίγες λέξεις ο Μανόλης Ανδρόνικος συμπύκνωνε το συναίσθημά του.
Ο «πόλεμος» για την ταυτότητα του νεκρού στη Βεργίνα
Στο εσωτερικό του τάφου ΙΙ εντοπίστηκαν πολυάριθμα κτερίσματα, μεταξύ των οποίων μοναδικά και ανεκτίμητης αξίας έργα τέχνης. Η πληθύς και η αξία των κτερισμάτων και τα στοιχεία αφηρωισμού της ταφής, πολύ δύσκολα μπορεί να αποδοθεί σε έναν ένδοξο νεκρό ο οποίος δεν υπήρξε βασιλέας. Ο Μανόλης Ανδρόνικος διατύπωσε την άποψη ότι στο μνημείο αυτό τάφηκε ο Φίλιππος Β΄, βασιλιάς της Μακεδονίας (359-336 π.Χ.).
Από ορισμένους συναδέλφους του στην Ελλάδα του ασκήθηκε σκληρή έως αήθης κριτική, ενώ είναι χαρακτηριστικό πως τότε η Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων, ακόμα και η Εταιρία Μακεδονικών Σπουδών, δεν του απέστειλαν συγχαρητήρια για την ανασκαφή.
Παρότι έως και σήμερα η ταυτότητα του νεκρού στον τάφο αμφισβητείται, ωστόσο πλέον αυτό γίνεται από μία μερίδα αρχαιολόγων, μειοψηφίας ως προς αυτό στον επιστημονικό χώρο.
Το 2008, ο ιστορικός Μιλτιάδης Χατζόπουλος υποστήριξε ότι πρόκειται για τον τάφο του Φιλίππου Β΄.
Το 2010, επιστημονική μελέτη των οστών που βρέθηκαν στον τάφο απέρριψε την περίπτωση να πρόκειται για τον Φίλιππο Γ΄ τον Αρριδαίο και υποστήριξε ότι τα ευρήματα είναι συμβατά μόνο με τον Φίλιππο τον Β΄.
Η διαμάχη για τον Φίλιππο Γ’
Επιστημονική έρευνα που δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό επιστημονικό περιοδικό Proceedings of the National Academy of Sciences υποστήριξε ότι ο τάφος που ο Ανδρόνικος απέδωσε στον Φίλιππο Β΄ ανήκει στον Φίλιππο Γ’ τον Αρριδαίο (διάδοχος Μεγάλου Αλεξάνδρου).
Ωστόσο νεότερη οστεολογική εξέταση των ευρημάτων του τάφου, η οποία διεξήχθη από την ανασκαφική ομάδα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και δημοσιεύθηκε το 2015-2016, οριοθέτησε ακριβέστερα την ηλικία του νεκρού στα 45+-4 έτη. Αυτό αποτελεί ένα χρονικό πλαίσιο το οποίο δεν μπορεί να υποστηρίξει ο Φίλιππος Γ΄ ο Αρριδαίος, όπως δεν μπορεί να τεθεί σε ένα μνημείο του γ΄ τετάρτου του 4ου αιώνα π.Χ., αφού έχασε την ζωή του το 317 π.Χ.
Επιπλέον διαπιστώθηκε η ύπαρξη χρήσης χουντίτη (ανθρακικό ορυκτό), η οποία παραπέμπει στον αφηρωισμό των ενδόξων βασιλέων κατά την παράδοση της Περσεφόνης. Σε συνδυασμό με την ύπαρξη ιππικών οστών τα οποία συγκροτούσαν τέθριππο (άρμα με τέσσερα άλογα) και την ύπαρξη πυράς αλλά και άλλων στοιχείων, ενισχύεται η άποψη πως ο νεκρός ήταν αφηρωισμένος και ιστορικά γνωρίζουν οι αρχαιολόγοι πως ο Φίλιππος τιμώνταν το αργότερο από το 343 π.Χ. ως θεοποιημένος.
Επίσης, στην οστεολογική μελέτη διαπιστώθηκε πως ο αφηρωισμένος νεκρός υπέφερε από χρόνιες μολύνσεις, ενδεχομένως από ενδοφθαλμίτιδα, μετά από τραύμα και πλήγμα βαθύ στο αριστερό χέρι.
Αντίστοιχα τεκμηριώθηκε πως οι διαφορετικού μήκους κνημίδες (39 εκατοστά η μία και 41,6 η άλλη) αφορούσαν νεκρή, η οποία είχε σπασμένη κνήμη, ενώ δεδομένα ίππευε. Τα στοιχεία της νεκρής αρμόζουν περισσότερο σε άτομο με θρακικές παραδόσεις, ιδίως στην παράδοση κατά την οποία όταν πέθαινε ένας άνδρας με πολλές συζύγους, θάβονταν μαζί και η γυναίκα την οποία θεωρούσε ως την πλέον αγαπημένη του.
Ο Φίλιππος Β’ ανεξάρτητα αν είχε ως βασίλισσα την Ολυμπιάδα, είχε επτά συνολικά συζύγους και η μία εξ αυτών κατάγονταν από την σκυθική Θράκη. Επιπλέον πρέπει να αναφερθεί πως ο Φίλιππος Γ΄ ο Αρριδαίος ετάφη στις Αιγές, αλλά αυτό έγινε λίγο αργότερα από τον Κάσσανδρο. Αυτή η μεταγενέστερη ανακομιδή, αποκλείει την νεκρική καύση του Φιλίππου Γ΄ του Αρριδαίου.
Σε κάθε περίπτωση η σημασία του μνημείου είναι αναμφισβήτητη και θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του 20ού αιώνα σε παγκόσμιο επίπεδο.
Ο θάνατος του Μανόλη Ανδρόνικου
Ο Μανόλης Ανδρόνικος ήταν νυμφευμένος με τη φιλόλογο Ολυμπία Κακουλίδου. Μόνιμος κάτοικος Θεσσαλονίκης, πέθανε στις 30 Μαρτίου 1992, σε ηλικία 73 ετών στη Θεσσαλονίκη.
«Αύριο Τετάρτη, στις 4 μ.μ., η γη της Μακεδονίας θα δεχθεί και θα σκεπάσει τη σορό του Μανόλη Ανδρόνικου, ο οποίος πέθανε χθες το μεσημέρι στη Θεσσαλονίκη, έπειτα από μακρά ασθένεια. Ο Μανόλης Ανδρόνικος, ανασκάπτοντας την ίδια γη, με μόχθο και γνώση, αποκάλυψε πρόσθετες και αδιάσειστες αποδείξεις για την ελληνικότητα της Μακεδονίας. Ήταν ακόμη φοιτητής όταν πρωτοεργάσθηκε στις ανασκαφές της Βεργίνας και τέσσερις δεκαετίες αργότερα, το 1977, αποκάλυψε τους δύο βασιλικούς τάφους, εκ των οποίων ο ένας θεωρείται ότι ανήκει στον βασιλέα Φίλιππο Βˊ, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.»
Πηγές: sansimera.gr/reader.gr/kathimerini.gr/newshub.gr
Διαβάστε επίσης:
Ο Αλέξης Κούγιας απάντησε στην Ένωση Εισαγγελέων για τις δηλώσεις του στην υπόθεση Πισπιρίγκου
Καιρός: Έκτακτο Δελτίο από την ΕΜΥ – Χιόνια από αύριο Κυριακή 28 Ιανουαρίου έως την Τρίτη
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News