Σώτη Τριανταφύλλου: «Η ζωή είναι παράλογη, δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο νόημα»

Η Σώτη Τριανταφύλλου μιλάει στην «Π» για το πολύχρωμο «σύμπαν» του, τους ήρωές του και, μέσω αυτών, για την ίδια.

Τριανταφύλλου

Στα κέφια της η Σώτη Τριανταφύλλου όταν δημιουργούσε τους Λεοντάρηδες του νέου της βιβλίου κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν των Ελλήνων μεσοαστών που είδαν την πάλαι ποτέ λάμψη τους να θαμπώνει απογοητευτικά. Εξ ου και η ιστορία τους διαβάζεται απολαυστικά.

Αντρες -άλλοι αγωνιστές, άλλοι ανώριμοι, γυναίκες -άλλες ενδιαφέρουσες, άλλες κομπλεξικές, κάποιες απλώς… θεές, έφηβοι σπαστικοί, σκέτος μπελάς, όλοι εκπρόσωποι της πρώην λαμπερής νυν ξεπεσμένης μεσαίας τάξης συναντιούνται στις σελίδες του γραμμένου με διεισδυτική ματιά και χιούμορ νέου βιβλίου της «Ακου το λιοντάρι» (εκδ. Πατάκη). Η Σώτη Τριανταφύλλου μιλάει στην «Π» για το πολύχρωμο «σύμπαν» του, τους ήρωές του και, μέσω αυτών, για την ίδια.

Πώς προέκυψαν οι Λεοντάρηδες της Φωκίωνος Νέγρη, στη ζωή των νεότερων εκ των οποίων εστιάζετε το διάστημα 2017-2023, με αυτή των μεγαλύτερων να ξετυλίγεται, παράλληλα, από το ’60 κι έπειτα; Είναι «βασιλιάδες» κάποιας ζούγκλας;

Οι Λεοντάρηδες είναι μια τόσο συνηθισμένη αθηναϊκή οικογένεια που δεν αντιστοιχεί στις απαιτήσεις της λογοτεχνίας: δεν είναι εκκεντρικοί, δεν έχουν αλλόκοτα μυστικά, το δράμα τους έχει χαμηλή ένταση… Τους συμβαίνουν τα αναμενόμενα πράγματα: προδοσίες, ρήξεις, απογοητεύσεις, απολαύσεις, προσδοκίες, αρρώστιες, ατυχήματα… Ο,τι συμβαίνει σε όλους μας δηλαδή. Από μια άποψη είναι «βασιλιάδες»: η αστική τάξη της κεντρικής Αθήνας… Τα λεγόμενα μεσαία στρώματα της πόλης, η ραχοκοκαλιά της ελληνικής κοινωνίας.

Τον Ηλία, πρωτότοκο υιό Λεοντάρη, τον «ζωντανεύετε» μέσω φλας μπακ, αφού εξ αρχής βρίσκεται στο κρεβάτι νοσοκομείου, με μηχανική υποστήριξη μετά από τροχαίο. Τι συμβολίζει αυτή η κωματώδης κατάσταση υπό την απειλή του θανάτου;

Γύρω από έναν ετοιμοθάνατο αποκαλύπτονται και εκδηλώνονται συναισθήματα που σε κανονικές συνθήκες παραμένουν εν υπνώσει. Ο Ηλίας είναι, για μένα, ίσως και για πολλούς από μας, ένα πολύ οικείο πρόσωπο: δεν κάνει τίποτα στη ζωή του· απλώς παίζει, ονειρεύεται, δεν ενηλικιώνεται ποτέ. Είναι 45 ετών και ασχολείται με τα παιχνιδάκια του: σιντί, περιοδικά, αναμνηστικά περασμένων εποχών. Και «τρώει το κεφάλι του»: πέφτει από το μηχανάκι και τσακίζεται στην άσφαλτο. Το γεγονός, αν και δεν εκπλήσσει κανέναν, κινητοποιεί όλα τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας που αναγκάζονται να σκεφτούν τη ζωή τους, να κάνουν απολογισμό και να πάρουν καινούργιες αποφάσεις. Το μυθιστόρημα είναι χορωδιακό: υπάρχουν πολλοί χαρακτήρες οι ιστορίες των οποίων διασταυρώνονται. Μερικοί χαρακτήρες είναι αντιθετικοί: ο καημένος ο Αρίστος -ο νευροχειρουργός- αγωνίζεται μέσα σε ένα προβληματικό σύστημα υγείας, όπως κι ο Σαράντης που εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα· ο Ηλίας κι ο Αλέκος δεν αγωνίζονται, είναι μέρος ενός τελματώδους ελληνικού ήθους.

Πολλοί και διαφορετικοί οι γυναικείοι χαρακτήρες. Ποια από τις ηρωίδες σας κουβαλά περισσότερα δικά σας στοιχεία και ποια σας παίδεψε πιο πολύ;

Ολες αυτές οι γυναίκες μού φαίνονται υπέροχα άτομα. Σύνθετες, ενδιαφέρουσες, αστείες… Σκέφτονται τους άλλους, τους φροντίζουν· είναι πολιτισμένες. Και συγκριτικά με τον Ηλία είναι βεβαίως ωριμότερες. Ακόμα και η Μυρτώ, που δεν αποτελεί τον πιο συμπαθητικό χαρακτήρα, έχει τα δίκια της. Οσο για δικά μου στοιχεία, ίσως η Μάντυ να μου μοιάζει και να της μοιάζω λίγο -αν και δεν παίρνω τα αγχολυτικά με τις χούφτες! Αλλά σε πλαίσιο παρέας, μάλλον θυμίζω τη Μάντυ -οι φιλίες μου, η φύση τους, μοιάζει με τις σχέσεις που συνάπτει η Μάντυ.

Μέσω της Μυρτώς, νύφης των Λεοντάρηδων, σατιρίζετε το κόμπλεξ των μικροαστών έναντι των μεσοαστών. Κι εδώ το χιούμορ σας χτύπησε «κόκκινο». Θα μας πείτε;

Ο φθόνος απέχει ένα γράμμα από τον φόνο. Η Μυρτώ δεν έχει ίχνος χιούμορ, πράγμα που με θυμώνει. Γι’ αυτό την έφτιαξα: για να τη βρίσω! Οι άνθρωποι που δεν βλέπουν την ανθρώπινη κωμωδία μού φαίνονται ανυπόφοροι και θέλω να τους ταρακουνήσω.

Στην ιστορία σας υπάρχουν, οι σημερινοί έφηβοι -«παχύδερμα» δύο εξ αυτών κατά τη θεία Καρολίνα- οι οποίοι ταλαιπωρούν αφάνταστα τους γονείς τους. Πώς βλέπετε τους νέους σήμερα –σε Ελλάδα και εξωτερικό. Πού μοιάζουν και πού διαφέρουν με αυτούς της δικής σας γενιάς;

Ολοι οι έφηβοι από τα μέσα του 20ού αιώνα μέχρι σήμερα είναι ίδιοι, τηρουμένων των αναλογιών. Στο βιβλίο τούς βλέπω μέσα από τα μάτια των γονιών τους, που, ενώ επί χρόνια είχαν μπροστά τους γλυκά και χαριτωμένα πλασματάκια, ξαφνικά ανακαλύπτουν ότι τα «πλασματάκια» έχουν αντικατασταθεί από ασουλούπωτα τέρατα με επικίνδυνες ορμονικές διακυμάνσεις. Πολλοί γονείς το παθαίνουν: είναι σαν να έχεις ένα αξιολάτρευτο κουτάβι που εξελίσσεται σε πίτμπουλ. Η έκρηξη της εφηβείας μέσα στην οικογένεια την απειλεί με διάλυση. Δεν είναι θέμα γενιάς, είναι θέμα πολιτισμού, ιδιαίτερα του δυτικού πολιτισμού. Αργότερα, μετά την εφηβεία, όλα τακτοποιούνται κάπως -άλλοτε καλύτερα, άλλοτε χειρότερα. Μεγαλώνουμε όλοι μαζί και μοιραζόμαστε τον πλανήτη.

Πώς προέκυψαν οι Λεοντάρηδες της Φωκίωνος Νέγρη, στη ζωή των νεότερων εκ των οποίων εστιάζετε το διάστημα 2017-2023, με αυτή των μεγαλύτερων να ξετυλίγεται, παράλληλα, από το ’60 κι έπειτα; Είναι «βασιλιάδες» κάποιας ζούγκλας;

Οι Λεοντάρηδες είναι μια τόσο συνηθισμένη αθηναϊκή οικογένεια που δεν αντιστοιχεί στις απαιτήσεις της λογοτεχνίας: δεν είναι εκκεντρικοί, δεν έχουν αλλόκοτα μυστικά, το δράμα τους έχει χαμηλή ένταση… Τους συμβαίνουν τα αναμενόμενα πράγματα: προδοσίες, ρήξεις, απογοητεύσεις, απολαύσεις, προσδοκίες, αρρώστιες, ατυχήματα… Ο,τι συμβαίνει σε όλους μας δηλαδή. Από μια άποψη είναι «βασιλιάδες»: η αστική τάξη της κεντρικής Αθήνας… Τα λεγόμενα μεσαία στρώματα της πόλης, η ραχοκοκαλιά της ελληνικής κοινωνίας.

Τον Ηλία, πρωτότοκο υιό Λεοντάρη, τον «ζωντανεύετε» μέσω φλας μπακ, αφού εξ αρχής βρίσκεται στο κρεβάτι νοσοκομείου, με μηχανική υποστήριξη μετά από τροχαίο. Τι συμβολίζει αυτή η κωματώδης κατάσταση υπό την απειλή του θανάτου;

Γύρω από έναν ετοιμοθάνατο αποκαλύπτονται και εκδηλώνονται συναισθήματα που σε κανονικές συνθήκες παραμένουν εν υπνώσει. Ο Ηλίας είναι, για μένα, ίσως και για πολλούς από μας, ένα πολύ οικείο πρόσωπο: δεν κάνει τίποτα στη ζωή του· απλώς παίζει, ονειρεύεται, δεν ενηλικιώνεται ποτέ. Είναι 45 ετών και ασχολείται με τα παιχνιδάκια του: σιντί, περιοδικά, αναμνηστικά περασμένων εποχών. Και «τρώει το κεφάλι του»: πέφτει από το μηχανάκι και τσακίζεται στην άσφαλτο. Το γεγονός, αν και δεν εκπλήσσει κανέναν, κινητοποιεί όλα τα μέλη της ευρύτερης οικογένειας που αναγκάζονται να σκεφτούν τη ζωή τους, να κάνουν απολογισμό και να πάρουν καινούργιες αποφάσεις. Το μυθιστόρημα είναι χορωδιακό: υπάρχουν πολλοί χαρακτήρες οι ιστορίες των οποίων διασταυρώνονται. Μερικοί χαρακτήρες είναι αντιθετικοί: ο καημένος ο Αρίστος -ο νευροχειρουργός- αγωνίζεται μέσα σε ένα προβληματικό σύστημα υγείας, όπως κι ο Σαράντης που εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα· ο Ηλίας κι ο Αλέκος δεν αγωνίζονται, είναι μέρος ενός τελματώδους ελληνικού ήθους.

Πολλοί και διαφορετικοί οι γυναικείοι χαρακτήρες. Ποια από τις ηρωίδες σας κουβαλά περισσότερα δικά σας στοιχεία και ποια σας παίδεψε πιο πολύ;

Ολες αυτές οι γυναίκες μού φαίνονται υπέροχα άτομα. Σύνθετες, ενδιαφέρουσες, αστείες… Σκέφτονται τους άλλους, τους φροντίζουν· είναι πολιτισμένες. Και συγκριτικά με τον Ηλία είναι βεβαίως ωριμότερες. Ακόμα και η Μυρτώ, που δεν αποτελεί τον πιο συμπαθητικό χαρακτήρα, έχει τα δίκια της. Οσο για δικά μου στοιχεία, ίσως η Μάντυ να μου μοιάζει και να της μοιάζω λίγο -αν και δεν παίρνω τα αγχολυτικά με τις χούφτες! Αλλά σε πλαίσιο παρέας, μάλλον θυμίζω τη Μάντυ -οι φιλίες μου, η φύση τους, μοιάζει με τις σχέσεις που συνάπτει η Μάντυ.

Μέσω της Μυρτώς, νύφης των Λεοντάρηδων, σατιρίζετε το κόμπλεξ των μικροαστών έναντι των μεσοαστών. Κι εδώ το χιούμορ σας χτύπησε «κόκκινο». Θα μας πείτε;

Ο φθόνος απέχει ένα γράμμα από τον φόνο. Η Μυρτώ δεν έχει ίχνος χιούμορ, πράγμα που με θυμώνει. Γι’ αυτό την έφτιαξα: για να τη βρίσω! Οι άνθρωποι που δεν βλέπουν την ανθρώπινη κωμωδία μού φαίνονται ανυπόφοροι και θέλω να τους ταρακουνήσω.

Στην ιστορία σας υπάρχουν, οι σημερινοί έφηβοι -«παχύδερμα» δύο εξ αυτών κατά τη θεία Καρολίναοι οποίοι ταλαιπωρούν αφάνταστα τους γονείς τους. Πώς βλέπετε τους νέους σήμερα –σε Ελλάδα και εξωτερικό. Πού μοιάζουν και πού διαφέρουν με αυτούς της δικής σας γενιάς;

Ολοι οι έφηβοι από τα μέσα του 20ού αιώνα μέχρι σήμερα είναι ίδιοι, τηρουμένων των αναλογιών. Στο βιβλίο τούς βλέπω μέσα από τα μάτια των γονιών τους, που, ενώ επί χρόνια είχαν μπροστά τους γλυκά και χαριτωμένα πλασματάκια, ξαφνικά ανακαλύπτουν ότι τα «πλασματάκια» έχουν αντικατασταθεί από ασουλούπωτα τέρατα με επικίνδυνες ορμονικές διακυμάνσεις. Πολλοί γονείς το παθαίνουν: είναι σαν να έχεις ένα αξιολάτρευτο κουτάβι που εξελίσσεται σε πίτμπουλ. Η έκρηξη της εφηβείας μέσα στην οικογένεια την απειλεί με διάλυση. Δεν είναι θέμα γενιάς, είναι θέμα πολιτισμού, ιδιαίτερα του δυτικού πολιτισμού. Αργότερα, μετά την εφηβεία, όλα τακτοποιούνται κάπως -άλλοτε καλύτερα, άλλοτε χειρότερα. Μεγαλώνουμε όλοι μαζί και μοιραζόμαστε τον πλανήτη.

Από το μικροσκόπιό σας δεν ξεφεύγει ο γάμος –που εκτός αυτού του αυτοκόλλητου «Σάντυ» (Σαράντης-Μάντυ)- μπάζει νερά. Διαχρονικό φαινόμενο;

Κάνουμε ό,τι μπορούμε και σ’ αυτό το ζήτημα. Καμιά φορά οι άνθρωποι στον γάμο, στις σχέσεις, κάνουν περισσότερα κι από όσα μπορούν. Και παρ’ όλ’ αυτά, δεν τα βγάζουν πέρα.  Η αποτυχία είναι πιθανότερη από την επιτυχία. Ισως δεν θα έπρεπε να παίρνουμε τίποτα τόσο σοβαρά: η ζωή είναι παράλογη· δεν έχει κάποιο συγκεκριμένο νόημα. Γενικά μιλώντας, όλα μου φαίνονται αστεία, ακόμα και η απιστία που περιγράφω στο βιβλίο σε δύο διαφορετικές συνθήκες -πιστεύω πως χρειάζεται περισσότερη κατανόηση για την ανθρώπινη κατάσταση και για τις ίδιες μας τις ατέλειες.

Η μουσική ξεπηδά από παντού στο βιβλίο σας. Τι ρόλο κρατά στη ζωή σας και πώς ηχεί στα αυτιά σας η τραπ, που κάνει τους νέους να παραληρούν;

Είμαι old-timer του ροκ. Αν και ακούω ραδιόφωνο, δεν ενημερώνομαι όπως ενημερωνόμουν παλιότερα. Η τραπ δεν είναι για μένα: ας μην τρέχουμε πίσω από τη νεολαία· ο καθένας από μας έχει τις δικές του καταβολές -οι γέροι που παριστάνουν τους νέους καταντούν γελοίοι.

«Ο χρόνος είναι μαζί σου και ύστερα στρέφεται εναντίον σου» διαβάζουμε. Η σχέση σας μαζί του;

Ο χρόνος είναι πραγματικά με το μέρος μου ώσπου να με βρει κακιά αρρώστια και να πεθάνω αργά και βασανιστικά. Αλλά μέχρι να συμβεί αυτό θα γίνομαι σοφότερη και ελπίζω καλύτερη από κάθε άποψη.

Νοσταλγός είστε, αλήθεια;

Oχι και τόσο. Ή μάλλον τώρα που το καλοσκέφτομαι καθόλου. Το παρόν μού φαίνεται πάντοτε γεμάτο υποσχέσεις. Νομίζω ότι δεν ωραιοποιώ το παρελθόν, αν και βεβαίως έχω θεσπέσιες αναμνήσεις από πολλές χρονικές περιόδους. Εχω την τάση να προσγειώνω τους νοσταλγούς: τίποτα δεν ήταν όσο καταπληκτικό μπορεί να φαίνεται με τη χρονική απόσταση. Ούτε η νιότη μας ήταν ειδυλλιακή· οι περισσότεροι από μας αντιμετωπίσαμε πάρα πολλές δυσκολίες. Πάρα πολλές.

Σχόλιό σας για το αποτέλεσμα των εκλογών; Βλέπετε μισογεμάτο ή μισοάδειο το ποτήρι για την πορεία της χώρας;

Μισογεμάτο. Θα δούμε.