Τάκης Σπετσιώτης: Η πολιτική του σώματος, το queer σινεμά και η συντηρητικοποίηση του σήμερα
«Η πολιτική του σώματος έχει έναν κοινό μεν παρονομαστή, αλλά στον καθένα έχει μια ιδιαίτερη ιστορία. Ο καθένας την προσλαμβάνει και την εκλαμβάνει με τους δικούς του όρους» μας λέει μεταξύ άλλων ο σκηνοθέτης και λογοτέχνης Τάκης Σπετσιώτης.
Από τον Φίφη της Finos Films και του Σταύρου Παράβα στις ασπρόμαυρες ταινίες της δεκαετίας του ’60, έως τα καλιαρντά στην ιδιωτική τηλεόραση στις αρχές του 2000, ο κινηματογράφος και η τηλεόραση παρουσιάζουν τους ομοφυλόφιλους ως μία καρικατούρα. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν περί το 2009 όταν ο Πάνος Κούτρας δημιούργησε και παρουσίασε την «Στρέλλα», με το είδος του queer ελληνικού κινηματογράφου να κάνει σιγά-σιγά εμφανή την παρουσία του.
Ένας από τους πρώτους δημιουργούς queer ταινιών είναι ο Τάκης Σπετσιώτης. «Δεν ήξερα τι έκανα» μας λέει στην κουβέντα που είχαμε μαζί του, με αφορμή την συμμετοχή του στη διημερίδα «Έθνος, φύλο, πολιτικές ταυτότητας στις παραστατικές τέχνες και τον κινηματογράφο» που διοργανώνει το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πατρών στις 27 και 28 Μαΐου.
Διημερίδα με θέμα «Έθνος, φύλο, πολιτικές ταυτότητας στις παραστατικές τέχνες και τον κινηματογράφο»
Άραγε θα μπορέσει ποτέ η Ελλάδα να αποβάλλει την εικόνα – καρικατούρα του gay που παρουσιαζόταν επί χρόνια στην μικρή και την μεγάλη οθόνη; Ποια είναι η πολιτική του σώματος και πόσο δημοκρατική είναι; Πόσο queer είμαστε όλοι μας τελικά; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα στα οποία μας απαντά ο Τάκης Σπετσιώτης, σε μια απολαυστική συζήτηση που είχαμε μαζί του.
«Έθνος, φύλο, πολιτικές ταυτότητας». Τα συναντάμε όσο θα έπρεπε στον κινηματογράφο;
Όχι. Πιστεύω ότι τελευταία, η νεότερη γενιά των σκηνοθετών έχει καταπιαστεί με αυτά τα θέματα. Όταν τα πρωτοξεκίνησα εγώ με τις avant queer μικρού μήκους μου, «Η Λίζα και η άλλη» και «Καλλονή», ούτε καν ξέραμε τι σημαίνουν αυτά τα πράγματα. Τότε το κλίμα ήταν πολύ έντονο, πολύ πολιτικοποιημένο, η Μεταπολίτευση μόλις είχε γίνει, ήταν άλλα τα προβλήματα που υπήρχαν. Παράλληλα, υπήρχε και ένα είδος ντροπής για αυτά τα θέματα και η κοινωνία απέφευγε να τα συζητήσει ανοικτά όσο και αν την προβλημάτιζαν και την απασχολούσαν. Γιατί πάντα την απασχολούσαν.
Τώρα όμως υπάρχει μια στροφή, μια μεγαλύτερη ανεκτικότητα της κοινωνίας όσον αφορά το φύλο και τις πολιτικές ταυτότητας και το πόσο συνδέονται οι επιθυμίες του κάθε ανθρώπου, ο τρόπος που ζούμε, με την ίδια την πολιτική. Θα έλεγα πως είναι και αυτή η πολιτική του σώματος. Βέβαια, υπάρχει και κάτι δυσάρεστο: καθημερινά έχουμε γεγονότα έμφυλης βίας, ρατσισμού, bullying, εκφοβισμού, στα σχολεία, στην κοινωνία, στις ευάλωτες ομάδες… Πιστεύω όμως ότι είναι διαχρονικά προβλήματα και πιστεύω ότι είναι παγκόσμια και δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα. Οπότε όταν δημιουργείται μία σκηνή, αν γίνουν κάποιες ταινίες, γραφτούν κάποια βιβλία, είναι σημαντικό.
Είστε από τους πρώτους εκπροσώπους του queer κινηματογράφου στην Ελλάδα. Πώς ήταν εκείνα τα πρώτα βήματα;
Τότε δεν υπήρχε αυτός ο όρος, δεν τον γνωρίζαμε, δεν ξέραμε καλά – καλά την λέξη gay. Δεν υπήρχε και αυτή η θεωρητική υποδομή. Δεν ήξερα τι έκανα. Προερχόμουν και εγώ από μία ομοφοβική κοινωνία, είχα βιώματα τα οποία με είχαν και λίγο τραυματίσει ως πιτσιρικά… Ξέρετε τώρα επαρχία της δεκαετίας του ’60, μικρή κοινωνία, κουτσομπολιό. Δεν ήταν ανάγκη να είσαι queer. Και μια κοπέλα να ήσουν που θα έκανες ένα νόθο παιδί, ήσουν η δακτυλοδεικτούμενη. Και τα έκανα αυθόρμητα, σαν ξεσπάσματα, αυτά του μικρού μήκους που έχουν ξαφνιάσει πολύ. Τότε δεν γινόντουσαν ούτε κατά διάνοια αυτά τα πράγματα! Τότε, που έντυσα τον Νίκο Μουρατίδη, τον συμμαθητή μου με μπέιμπι ντολ αλά Μέριλιν Μονρόε και Λίζα Μινέλι, στο ένα ξανθιά στο άλλο μελαχρινή… Ήθελα να σατιρίσω αυτά τα στερεότυπα, τα έμφυλα, να τα αποδομήσω χωρίς καλά – καλά να ξέρω τι κάνω. Ήταν περισσότερο μια κίνηση εσωτερικής ανάγκης. Και δεν ήξερα ακόμα αν θα έμενα στον σινεμά. Δύσκολος χώρος. Είχα και ποικίλα ενδιαφέροντα, έγραφα…
Το «Μετέωρο και Σκιά» από την άλλη, η ζωή του Λαπαθιώτη, έγινε συνειδητά. Έχει πολλές χαρακτηρολογικές ιδιότητες, πολύ μοντέρνα μορφή, αντισυμβατική, μου άρεσε σαν ιστορία. Έβλεπες την Αθήνα, την Ελλάδα, την ιστορία της από μια άλλη γωνιά, από την ματιά ενός εκκεντρικού ο οποίος ήταν ξέγνοιαστος οικονομικά, από καλό σπίτι και μπορούσε να περιφρονήσει τις αστικές συμβάσεις, να πιει χασίς να πάει με τους ρεμπέτες, να ταχθεί με τους Αριστερούς και ταυτόχρονα να διακηρύξει την queer ταυτότητά του, την ομοφυλοφιλική του ιδιότητα κλπ. Ήταν μια ζωή που με ενδιέφερε να την κάνω ταινία. Μετά πέρασαν και άλλα χρόνια, πολλά. Μάλιστα «κόπηκα» και για ένα τέτοιο σενάριο, που είχε θέμα την μύηση ενός εφήβου στον έρωτα από έναν συμμαθητή του. Εξελισσόταν σε μια επαρχία, είχαν ενθουσιαστεί οι Άγγλοι, είχα χρηματοδότηση, το έγραψα το σενάριο, είχα αρχίσει να βρίσκω και ξένους παραγωγούς… Τελικά, αυτό κόλλησε, ήταν σε μια εποχή δύσκολη, είχε γίνει και ένα σκάνδαλο με την Φρίντα Λιάππα που την κατηγορούσαν ότι είχε βασανίσει ένα παιδί… Με παίδεψαν τόσο πολύ χωρίς λόγο, ήρθε ο υπεύθυνος του Ευρωπαϊκού Ταμείου Σεναρίου και ρώτησε και δεν είχαν τίποτα να πούνε… Έτσι έχασα την δεύτερη ευκαιρία και κάπου κουράστηκα, απελπίστηκα… Ακολούθησαν κάποια βιβλία που έγραψα, κάποιες θεατρικές παραστάσεις και το ξέχασα το σινεμά λίγο.
Και πότε ξεκίνησαν να έρχονται στην επικαιρότητα οι queer ταινίες;
Θυμάμαι ότι εκεί, κοντά στο 2009 που είχε γίνει η «Στρέλλα» του Πάνου Κούτρα είχαν αρχίσει να βλέπουν queer ταινίες. Και τότε διάφοροι συνάδελφοι όπως ο Κούτρας, ο Ευαγγελίδης, ο Δήμας, ο Γιάνναρης κλπ δείξαμε δουλειές μας μικρού μήκους σε ένα φεστιβάλ για το gay pride εκείνης της χρονιάς. Έπειτα το 2018, ο Ορέστης Ανδρεαδάκης έκανε αφιέρωμα στον queer κινηματογράφο στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και παίχθηκαν εκεί οι ταινίες μου. Θυμάμαι το 2010 ανέβασα στο YouTube από την κάθε μου ταινία ένα μικρό κλιπ, γιατί έχει αλλάξει πια ο τρόπος επικοινωνίας και έπεσε στα δόντια ενός κίτρινου blog, που τα έβαλε με τον Μουρατίδη, που τότε ήταν τηλεπερσόνα στα ριάλιτι. Για να μην τα πολυλογώ είχα επί μία εβδομάδα κανάλια έξω από το σπίτι μου. Έδωσα μια συνέντευξη στην Espresso στη Χρύσα Δότσιου, βγήκε με εξώφυλλο «Δείτε τα βίντεο σοκ του Μουρατίδη» και με παίρνει τηλέφωνο και μου λέει ότι ξεπούλησε! Ο δε Μουρατίδης βγήκε τότε έξαλλος και απάντησε. Και τότε ακόμα υπήρχε πολύ συντηρητισμός απέναντι σε αυτά τα θέματα. Δεν μπορούσαν καν να το δουν ως ένα camp αστείο. Τρομάξανε.
Πιστεύετε ότι γνώριζαν τότε πολλοί τον όρο camp για να καταλάβουν για το τι επρόκειτο;
Κοιτάξτε, αυτό το ένιωσα και εγώ τότε. Μόνο το «Μετέωρο και Σκιά» έγινε δεκτό αμέσως. Στην αρχή ένιωθα ότι ήταν μια ξένη κουλτούρα. Δεν υπήρχε gay κουλτούρα στην Ελλάδα τότε, λόγω της επικρατούσας ιδεολογίας από την Μεταπολίτευση και μετά. Τώρα, ο βασανισμένος Έλληνας πού να τα δει αυτά τα πράγματα και να τα καταλάβει, κυνηγημένος από την δικτατορία… Όμως και το παιδί που εκφοβίζεται για μία του ιδιότητα, είναι το ίδιο βασανισμένο και ταλαιπωρημένο. Επίσης, έχει πολιτική διάσταση και η σεξουαλικότητα και η ερωτική προτίμηση. Νομίζω ότι αυτά τα πράγματα θα βοηθούσαν τις νέες μητέρες, πώς να μεγαλώνουν τα παιδιά τους και όχι με έναν πανικό που έχει τραυματίσει πολλά άτομα.
Μιλήσατε για πολιτική του σώματος. Ποια κρύβει περισσότερη δημοκρατία, η Πολιτική όπως αυτή ασκείται από τους πολιτικούς ή η πολιτική του σώματος;
Υπάρχει διαφορά. Η πολιτική του σώματος έχει έναν κοινό μεν παρονομαστή, αλλά στον καθένα έχει μια ιδιαίτερη ιστορία. Ο καθένας την προσλαμβάνει και την εκλαμβάνει με τους δικούς του όρους. Είναι πιο υποκειμενική. Δεν έχει να κάνει με μισθούς, κρατήσεις κλπ. Εκεί είναι μια υπόθεση που τραβάς και ένα ριντό και πέφτει και ένα σκοτάδι εκεί που θες εκεί και κανένας έλεγχος δεν μπορεί απόλυτα να γίνει και ξανατραβάς αυτό το ριντό και μπαίνει φως όποτε θέλεις. Πολιτική του σώματος εννοώ περισσότερο ότι ορισμένα πράγματα δεν θα πρέπει να βάλλονται όπως στο παρελθόν, θα πρέπει να συζητούνται πιο ανοικτά και η κοινωνία να είναι πιο έτοιμη να τα δεχθεί. Μπορεί να μην συμφωνεί αισθητικά, γιατί κάποιες φορές κάποια πράγματα είναι too much. Και εμένα, αισθητικά με ενοχλούν κάποια πράγματα. Όμως το να έχεις μια άσχημη αντίδραση, όπως αυτές που βιώσαμε εμείς στα νεανικά μας χρόνια, είναι κάτι άσχημο. Πρέπει να είσαι ανοικτός.
Αναφερθήκατε στην γενιά της Μεταπολίτευσης, που κάποιος μπορεί να καταλάβει πως ίσως υπήρχε ένας συντηρητισμός. Σήμερα, από τη στιγμή μάλιστα που μιλάμε για «ανεκτικότητα» δεν είμαστε πιο συντηρητικοί;
Ναι, έχει γίνει ένας τρόπος νέας συντηρητικοποίηση. Ορισμένα πράγματα προσπαθούν να σου τα επιβάλλουν, να τα δεις με έναν συγκεκριμένο τρόπο και όλοι μιλάνε σαν να μην συμβαίνει τίποτα. Παρουσιάζουν τις συνθήκες πολύ ιδανικές, παραδοχής π.χ. Από αυτά τα θέματα δεν γλυτώνεις εύκολα. Αν η κοινωνία καταλάβει ότι κάποια όρια ξεφεύγουν από την οδό που την συμφέρει να είναι, δημιουργεί αμέσως αντισώματα και οργανώνεται ξανά – έστω και αν δεν είναι τόσο φανερό – εναντίον αυτών. Μπορεί να ανεχτεί έως ενός σημείου. Βέβαια, σήμερα υπάρχει μεγαλύτερη δικτύωση και μιλάς πιο εύκολα για αυτά τα θέματα, αλλά δεν σημαίνει ότι λύθηκαν. Κοιτάξτε, αυτά τα θέματα τα λύνει πρώτα κάποιος με τον εαυτό του, μόνος του, με δική του προσπάθεια. Το να υπάρχει βέβαια και ένα καλό κοινωνικό background, να μην είναι τόσο κόντρα όπως ήταν το ’60, είναι καλό. Το ’60 ήταν όλα πιο εχθρικά και δύσκολα. Υπήρχαν παιδιά που δεν μπορούσαν να κυκλοφορήσουν, ιδίως στις συνοικίες, στην επαρχία. Τώρα, είναι βέβαια πιο παράλληλο το κύκλωμα, έχουν περάσει οι gay στην τηλεόραση αν και όχι με τον καλύτερο τρόπο αλλά πλέον έχουν χώρο για να σταθούν ως ένα σημείο. Και αυτό όμως με πολλά ερωτηματικά.
Η ελληνική κοινωνία θα αποτινάξει ποτέ την καρικατούρα του gay του ελληνικού κινηματογράφου και του Σταύρου Παράβα;
Όχι. Ο Παράβας έχει αφήσει σχολή και ήταν πολύ επιδραστικός, διαμόρφωνε γούστο και ήθος. Τα παιδιά που ήταν πιο θηλυπρεπή τα αντιμετώπιζαν με τις ατάκες του Φίφη και άλλαζαν δρόμο, κόκκινα σαν τα παντζάρια. Αυτά τα έχω ζήσει προσωπικά. Μετά υπήρξε μια εποχή, γύρω στο 2000, με κάποια σήριαλ στην τηλεόραση, με κάποια ξεφωνημένα ριάλιτι, που είδα την εικόνα της «παλιάς λαϊκής αδελφής» να ανανεώνεται. Όμως, δεν είναι αυτό μια πραγματικότητα που έχει σχέση με τον λαϊκό ομοφυλόφιλο, που πάει στη δουλειά του για να ζήσει, που μπορεί να δουλεύει σε οικοδομή, σε ένα καθαριστήριο, σε ένα μαγαζί της γειτονιάς με χρώματα… Αυτό ήταν κάτι αναλώσιμο, έτσι διασκέδαζε ο κόσμος, δεν νομίζω ότι θα φύγει τόσο εύκολα. Φεύγει και επανέρχεται συνεχώς. Ίσως γιατί υπάρχει μια βαθύτερη αιτία. Όπως σας είπα έχουν γίνει κάποια βήματα, να μην τρομάζουμε τόσο πολύ, αλλά να μην ξεχνάμε ότι μια κοινωνία δεν γλυτώνει εύκολα από τα αρχαία της φόβητρα, που φτάνουν πολύ πίσω στο γονίδιό μας το πολιτιστικό. Γιατί μπορεί να είμαστε λίγο τζαναμπέτηδες, φορείς του ειδωλολατρικού κόσμου και των συνηθειών του, αλλά είμαστε και φορείς του Χριστιανισμού ταυτόχρονα. Υπάρχει η ενοχή… Όλα αυτά λοιπόν, αυτό εκφράζουν. Είναι ένας τρόπος να το ξορκίσεις, να γελάσεις για να πεις ότι δεν είσαι έτσι.
Πόσο queer είμαστε όλοι μας;
Είμαστε queer, γιατί η λέξη εκτός από το ομοφυλόφιλος έχει και μια πολύ σημαντική άλλη διάσταση. Στα αγγλικά σημαίνει αλλόκοτος, παράξενος, παρεκκλίνων. Δεν είναι ανάγκη να διαβάσεις το «Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι» μόνο για να πεις ότι είναι ένα queer βιβλίο. Και «Οι αλλόκοτες ιστορίες» του Έντγκαρ Άλαν Πόε queer είναι. Η «Πάπισσα Ιωάννα» του Ροΐδη queer είναι. Την ιστορία μιας παρενδυσίας αφηγείται, που φτάνει μέχρι τον παπικό θρόνο. Δεν είναι μόνο μία διάσταση και σωστά το θίξατε. Είναι καλό που υπάρχει το queer γιατί είναι και πιο σύνθετες μορφές. Δεν είναι ανάγκη να το βρεις σε ομοφυλοφιλικά αυστηρά θέματα.
Ακολουθήστε μας για όλες τις ειδήσεις στο Bing News και το Google News