Θέατρο: Ένα έργο για τα Πάθη

θέατρο

Ο «Χριστός Πάσχων» (12ος αιώνας), το μοναδικό θεατρικό έργο, που διασώθηκε ακέραιο από τη Βυζαντινή περίοδο, γεννήθηκε σ’ έναν κόσμο εχθρικό για το θέατρο. Η Ορθοδοξία του Βυζαντίου, αντίθετα με τη Δύση της ανθοφορίας των Λειτουργικών Δραμάτων και των Μυστηρίων, απέρριπτε κατηγορηματικά τα παραστατικά στοιχεία στην τέχνη ως κατάλοιπα ενός ειδωλολατρικού παρελθόντος και αντιμετώπιζε ως απόβλητους από τη χριστιανική κοινότητα τους μίμους – θεατρίνους της εποχής.

Και όμως η βυζαντινή αυτή θρησκευτική τραγωδία αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα συνάντησης της θεατρικής τέχνης με την χριστιανική πίστη αλλά και πρόσληψης της αρχαίας ελληνικής γραμματείας από τη Βυζαντινή Λογοτεχνία, παρά τους αποκλεισμούς, τις διώξεις και τους αφορισμούς του επίσημου κράτους. Στον τρόπο γραφής της εντοπίζονται επιρροές και αναλογίες από τις «Βάκχες» του Ευριπίδη, οι οποίες, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, φτάνουν έως την «λογοκλοπή».

«Ο Χριστός Πάσχων» αριθμεί 2632 δωδεκασύλλαβους στίχους και είναι έργο αμφιλεγόμενης πατρότητας με τις φιλολογικές συζητήσεις και τις διαφωνίες σχετικά με τον δημιουργό του να κρατούν καλά επί αιώνες. Για μεγάλο χρονικό διάστημα, οι μελετητές το συνέδεσαν με τον Γρηγόριο τον Νανζιαζηνό ενώ τον 20ο αι. κυριάρχησε η άποψη ότι πρόκειται για έργο αγνώστου λογίου, που διέθετε αξιοθαύμαστη ελληνομάθεια αλλά συγχρόνως χριστιανική παιδεία και θεατροφιλία.

Παρά τον τίτλο, τον κεντρικό ρόλο διαδραματίζει η Μητέρα του Χριστού καθώς η βυζαντινή τραγωδία εντάσσεται μορφολογικά στην παράδοση των θρήνων της Παναγίας. Την μορφή της συνοδεύουν εκτενείς θρηνητικοί μονόλογοι, των οποίων ο σπαραγμός αναπέμπει στον πόνο της τραγικής Εκάβης και Αγαύης. Παρασυρμένος ο ανώνυμος ποιητής από τον οίστρο της αρχαιοπρεπούς διήγησής του, πλάθει όχι την γλυκιά και γαλήνια Παναγία των Βυζαντινών αγιογραφιών αλλά την Μητέρα του ανθρώπινου πάθους και του σπαραγμού, της γήινης απελπισίας και εκδίκησης, εικόνα που δεν συνάδει με τη χριστιανική εσωτερικότητα και εγκαρτέρηση.

Σε ανάλογο κλίμα κινούνται και τα άλλα πρόσωπα του δράματος, ο Χριστός, ο Νικόδημος και ο Ιωσήφ από Αριμαθείας, η Μαρία Μαγδαληνή και οι εκφραστές της επίγειας εξουσίας Αννας, Καϊάφας και Πιλάτος, οι Μαντατοφόροι και τα Τάγματα των Αγγέλων. Η αρχαία τραγικότητα συναντά το Θείο δράμα με στόχο τη σύλληψη του κόσμου και του ανθρώπινου δράματος. Αλλωστε ο Χριστός Πάσχων, αιώνες τώρα, περπατά δίπλα μας καθημερινά και είναι αντικατοπτρισμός του πάσχοντος ανθρώπου…

Το βυζαντινό δράμα, έπειτα από απαγορευτική απόφαση της Ιεράς Συνόδου, σύμφωνα με την οποία «δεν είναι επιτρεπτό να παρουσιάζονται από σκηνής ιερά πρόσωπα», που όμως σύντομα αναιρέθηκε, παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά από το Εθνικό Θέατρο το 1964, σε μετάφραση του Θρασύβουλου Σταύρου και σκηνοθεσία του Αλέξη Σολομού, με μια πλειάδα ηθοποιών μιας παλιότερης γενιάς αλλά όχι ξεχασμένης. Την Αννα Συνοδινού στον ρόλο της Παναγίας και τον Πέτρο Φυσσούν ως Χριστό, τον Στέλιο Βόκοβιτς στον ρόλο του Ιωσήφ από Αριμαθείας και την Κάκια Παναγιώτου ως Μαρία Μαγδαληνή.

Εκτοτε το έργο παραστάθηκε αρκετές φορές στις ελληνικές σκηνές, χωρίς απαγορεύσεις και γνώρισε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές μεταφορές ως ευλαβικό θέαμα, συνοδευτικό του κλίματος της Μεγάλης Εβδομάδας.

Ενας πολύτιμος θεατρικός θησαυρός διαχρονικής αξίας.