Θέατρο: «Ορέστεια», μια μνημειώδης τριλογία

Μια παράσταση που αναμένεται να αποτελέσει το πολιτιστικό γεγονός του 2024.

Ορέστεια

Με δύο απανωτά sold-out υποδέχτηκε το κοινό (12-13/7) την «Ορέστεια» του Αισχύλου στο θέατρο της Επιδαύρου, σε σκηνική διδασκαλία του καταξιωμένου διεθνώς Θεόδωρου Τερζόπουλου που επανήλθε στο αρχαίο δράμα μετά από δεκαετή απουσία, εγκαινιάζοντας την πρώτη του συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο.

Ενας φόρος τιμής για το αρχαίο θέατρο και για τον σκηνοθέτη. Μια παράσταση που αναμένεται να αποτελέσει το πολιτιστικό γεγονός του 2024.

Στην «Ορέστεια» –τη μοναδική διασωθείσα τριλογία- έργο μνημειώδες, ώστε να θεωρείται από ορισμένους μελετητές η «πεμπτουσία του ανθρωπίνου πνεύματος» ο Αισχύλος προσφέρει έναν νέο «μύθο», εναλλακτικό για τη δημιουργία του κόσμου πάνω σε νέες βάσεις, απομακρυνόμενος από την αμιγώς θεολογική οπτική του κόσμου, που κυριάρχησε στις περισσότερες τραγωδίες του.

Βασισμένος στον μύθο της αμαρτωλής οικογένειας των Ατρειδών, οδηγεί τη διαπραγμάτευσή του με τέτοιο τρόπο ώστε να αποκαλύπτονται οι κοινωνικές και οι πολιτικές αντιλήψεις του μέσα από θεμελιακές συγκρούσεις: του ανδρικού και του γυναικείου στοιχείου (Αγαμέμνονα – Κλυταιμνήστρας) του μητρικού και του υιϊκού (Κλυταιμνήστρας – Ορέστη), του παλαιού και του νέου (των χθόνιων και σκοτεινών Ερινύων με την ολόφωτη Αθηνά).

Στον «Αγαμέμνονα», που ανοίγει την τριλογία δημιουργείται η αίσθηση ότι η επικράτηση της μητριαρχίας είναι πλήρης. Μια ανδρόγυνη ηρωίδα, η Κλυταιμνήστρα, δεσποτική και φίλαρχη, με έντονο τον πόθο της εξουσίας, επαναστατεί κατά της ανδρικής κυριαρχίας. Υπερασπιζόμενη το δίκαιο της μάνας, που στερήθηκε την κόρη της αλλά και το δίκαιο της γυναίκας, που εγκαταλείφθηκε και υποχρεωμένη πλέον να μοιρασθεί τον ζωτικό χώρο της νόμιμης συζύγου, με τη δορυάλωτη παλλακίδα του νικητή άνδρα της, την Κασσάνδρα, προβαίνει στη πράξη της συζυγοκτονίας.

Σύμφωνα όμως με την ανταποδοτική αρχαϊκή ηθική το αίμα διψάει για αίμα, το χτύπημα απαιτεί χτύπημα, άλλωστε η πράξη της Κλυταιμνήστρας αποτελεί διασάλευση της παγιωμένης κοινωνικής τάξης. Γι’ αυτό στη πατροκτονία ο Ορέστης των «Χοηφόρων», εξωθημένος από τον ανθρώπινο παράγοντα (Ηλέκτρα), αλλά κυρίως τον θεϊκό (Απόλλωνα) θα απαντήσει με μητροκτονία, ξετυλίγοντας ως το άκρο του το καταραμένο νήμα της οικογένειας των Ατρειδών και ολοκληρώνοντας τον κύκλο του αίματος. Η πράξη του «Δικηφόρου» Ορέστη δεν είναι μόνο πράξη εκδίκησης, συμβολική της απεξάρτησης και του απογαλακτισμού του γιου από τη μάνα, αλλά προπάντων εμβληματική της καθαίρεσης της μητριαρχίας, που η Κλυταιμνήστρα θέλησε να επιβάλει.

Στις «Ευμενίδες», που κλείνουν την τριλογία, η δραματική ακολουθία των γεγονότων, που ως τώρα στηρίχθηκε στο γραμμικό σχήμα: αίτιο-αποτέλεσμα (φόνος-τιμωρία) ανακόπτεται. Ο Ορέστης, αν και ένοχος για μητροκτονία και παγιδευμένος στον απειλητικό κλοιό των Ερινύων της μητέρας του, βγαίνει από τη μόνωση της ατομικής ζωής για να αποδοθεί τελικά αθώος στην κοινότητα και τον πολιτικό στίβο ως νόμιμος διάδοχος του πατέρα. Απαλλαγμένος τελικά από την αρχαϊκή και αναχρονιστική δικαιοσύνη των Ερινύων, η ετυμηγορία της αθώωσής του φέρει τη σφραγίδα της νέας πολιτικής δικαιοσύνης των δικαστηρίων της Αθηναϊκής πολιτείας.

Είναι φανερό πως ο ειρηνικός και συναινετικός επίλογος της «Ορέστειας» υποδηλώνει ότι στη συνείδηση του τραγικού ποιητή μια νέα πολιτική τάξη βρίσκεται στη διαδικασία της δημιουργίας της, που απαιτεί μια εναλλακτική κοσμολογία, ένα νέο μύθο των απαρχών του κόσμου. Αυτήν ακριβώς τη νέα θεώρηση του κόσμου αντανακλά και η διαδρομή των γεγονότων της τριλογίας: από τη σύγκρουση, το αίμα και την αυτοδικία στη σύνθεση, τη συνδιαλλαγή και τη συναίνεση. Από τη δυσαρμονία και την αταξία στην αρμονία και την ευταξία.
Οπως προκύπτει από τον δημόσιο λόγο του Θεόδωρου Τερζόπουλου, κατά την προετοιμασία της παράστασης, η Αισχύλεια τριλογία αντιμετωπίστηκε με όρους που αντιστοιχούν στο μνημειακό της χαρακτήρα, με τον σκηνοθέτη να τη χαρακτηρίζει ως «τη γενέθλια γη του δυτικού πολιτισμού», βασίζοντας την αισθητική της στη δυναμική σχέση του σώματος με τον Μύθο, τον Χρόνο και την Μνήμη και την ουσία της παράστασης στον μετεωρισμό μεταξύ λογικής και ενστίκτου.

Σε ερμηνευτικό επίπεδο τους κεντρικούς ρόλους υποστήριξαν ηθοποιοί ασκημένοι στη διεθνώς αναγνωρισμένη μέθοδο προσέγγισης του αρχαίου δράματος από τον σκηνοθέτη: Σάββας Στρούμπος (Αγαμέμνων), Σοφία Χιλλ (Κλυταιμνήστρα), Δαυίδ Μαλτέζε (Αίγισθος), Τάσος Δήμας (Φύλακας / Προπομπός), Αγλαΐα Παππά (Αθηνά), με Κασσάνδρα την Εβελυν Ασουάντ, Ηλέκτρα τη Νιόβη Χαραλάμπους και Ορέστη τον Κωνσταντίνο Κοντογεωργόπουλο.